16/3/25

“Τα πάντα είναι οικεία”

(Για μια απόφανση του Martin Heidegger)
 
Του Στέφανου Ροζάνη*
 
Ο Martin Heidegger, σχολιάζοντας τον στίχο του Holderlin “Τα πάντα είναι οικεία”, διατείνεται: “Το ένα γίνεται οικείο μέσα στο άλλο, όμως με τέτοιον τρόπο, ώστε παραμένει συγχρόνως στο δικό του ‘οικείο’, μάλιστα φθάνει πρώτα στο: θεοί και άνθρωποι, Γη και Ουρανός. Το οικείο δεν σημαίνει μια σύντηξη και απόσβεση των διαφορών. Η ‘οικειότητα’ κατονομάζει το συνανήκειν του ξένου, την επικράτεια της Αποξένωσης, την αξίωση της συστολής”.1
Θα είχε ενδιαφέρον να σταθούμε στο σχόλιο του Heidegger για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι η ίδια η αφορμή του σχολιασμού μιας ποιητικής εναίσθησης η οποία υποβάλει τον στίχο και τον μορφώνει, κατά τρόπον ώστε ο στίχος να μην νοηματοδοτεί, δηλαδή να μην επιβάλλει ένα νόημα μέσα από τις λέξεις που τον στοιχειοθετούν (πάντα, οικείο), αλλά να αφήνει πίσω του το νόημα, ή τουλάχιστον να επιθέτει πάνω στο νόημα μια νεφελώδη αύρα ενός άγνωστου πνεύματος, από το οποίο ο στίχος πηγάζει, και μιας εξίσου συγκεχυμένης ψυχικής διάδρασης ανάμεσα στον στίχο και στον δημιουργό του. Συνάγεται εξ αυτού ότι ο σχολιασμός εντάσσεται σε μια πολλότητα, η οποία είναι η κατ’ εξοχήν λειτουργία της ανάγνωσης του στίχου, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποια μονοσήμαντη πρόσβαση σε αυτόν, αλλά, αντίθετα, ο τρόπος της ανάγνωσης καθορίζει τον στίχο ως μορφή και άρα ως περιεχόμενο που νομιμοποιεί μια βίωση −οποιαδήποτε βίωση− του στίχου, ο οποίος όμως παραμένει άνευ περιεχομένου, αφού το περιεχόμενο βρίσκεται εμβυθισμένο μέσα στο περιέχον, δηλαδή μέσα στη μορφή του στίχου και στις ψυχικές εκπτυχώσεις που κάνουν τον στίχο αναγκαίο, δηλαδή τον διαχέουν στον κόσμο ως ανάγκη, ως ένα Είναι του κόσμου απαραίτητο, προκειμένου ο κόσμος να μορφώνεται ως κόσμος και να συνεχίζει μέσα από την πολλότητα των μορφών που τον συγκροτούν.
Κατά συνέπεια, κάθε σχολιασμός του στίχου δεν είναι παρά μια στιγμή πολύτιμης δημιουργικής αυθαιρεσίας, η οποία δημιουργεί μιαν ένταση μεταξύ του στίχου και του σχολιασμού του, ένταση η οποία τεντώνει την ψυχική χορδή που συνδέει τον στίχο με το σχόλιό του, και αυτή η ψυχική χορδή είναι εκείνη που αφ’ ενός κάνει τον στίχο να ίσταται και να παρίσταται μέσα στο πεπρωμένο του, και αφ’ ετέρου φανερώνει την εγγύτητα του σχολίου προς τον στίχο ως Αποξενωτική διαδικασία από κάθε εγχείρημα προσέγγισης, ως ξενότητα η οποία, ωστόσο, υπερβαίνει τον εαυτό της, αφού εντέλει είναι γειτνίαση του στίχου με την αλλότητα της ανάγνωσης και του σχολιασμού του. Γι’ αυτό ακριβώς ο Walet Benjiamin μας προειδοποιεί: “Κανένα ποίημα δεν απευθύνεται στον αναγνώστη”.
Όμως ο Heidegger στο σχόλιό του προσθέτει: “αυτό που ειπώθηκε από τον ποιητή θα επιθυμούσε να το μιλήσουμε”.2 Ξεκινώντας από αυτήν την αξίωση, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι το σχόλιο στον στίχο είναι ο όρος sinequa non της προθετικότητας του ποιητή, κατά την οποία ο στίχος του πρέπει να μιληθεί, ήτοι να προφερθεί μέσα σε έναν συνεχές λέγειν, άρα μέσα σε μια διαρκώς ανανεούμενη και συμπεριληπτική γλώσσα, δηλαδή ο στίχος πρέπει να είναι μια συνεχής ήχηση μέσα στην πολλότητα των εκφορών του. Ωστόσο, ο Heidegger προσθέτει εμφατικά: αυτό που θα μιληθεί ως στίχος και το οποίο η προθετικότητα του ποιητή αξιώνει, οφείλει να μιληθεί  στον “σωστό τόνο”3 του λέγειν. Έτσι, μια επιπλέον αξίωση προβάλλεται στο λέγειν τον στίχο: ο τόνος, ο stimmung, ήτοι το κούρδισμα της χορδής η οποία ήδη αναφέρθηκε, δηλαδή ή ψυχική ορμή η οποία οδηγεί και καθοδηγεί το λέγειν τον στίχο, την ήχησή του στον κόσμο για τον κόσμο και προς χάριν του κόσμου. Κατά τα άλλα, ο στίχος μετεωρίζεται μέσα στον εαυτό του, καθίσταται ο εαυτός του και κυρίως φανερώνεται μέσα στον εαυτό του.
Stimmung λοιπόν σημαίνει το λέγειν τον στίχο ως συμβάν το οποίο, όντας οικείο προς τον στίχο, αποξενώνεται από αυτόν μέσα σε έναν τόπο που ενοικείται από τον χώρο και τον χρόνο του “σωστού τόνου”, και αυτή η ξένωση είναι η vis formandi της οικειότητας: ο στίχος γίνεται πλέον οικείος μέσα στο άλλο της αυθόρμητης επιλογής του στίχου, δηλαδή της ανάγνωσής του στον “σωστό τόνο”.
Ο Heidegger φαίνεται ότι επιθυμεί να μας οδηγήσει σε αυτή την οικειότητα, επιλέγοντας έναν stimmung, ήτοι έναν δικό του τόνο, μια χορδή η οποία τεντώνεται κατά τη δική του πρόθεση και προθυμία. Είναι ακριβώς αυτή η προθυμία που δημιουργεί ένα “τοπίο” το οποίο συγχρονίζει δύο ρεμβώδεις ψυχικούς τόνους: τον ψυχικό τόνο (stimmung) του στίχου και τον ψυχικό τόνο του σχολιασμού, κατά τρόπον ώστε αυτός ο συγχρονισμός του δημιουργεί το ενιαίο εκείνο στοιχείο, το οποίο, παρεμβαίνοντας μεταξύ του στίχου και του σχολιασμού, καθιστά το εγχείρημα του σχολιασμού ένα ζητούμενο ενσωμάτωσης του στίχου στον σχολιασμό του.
Μπορούμε συνεπώς να κατανοήσουμε ότι αυτό το ζητούμενο “ζει μόνο χάρη στην ενοποιητική δύναμη της ψυχής, ως διαπλοκή του υπαρκτού [στίχος] με τη δημιουργικότητά μας [σχολιασμός]”, για να παραφράσω μια διατύπωση του Georg Simmel σε διαφορετικό συμφραζόμενο.
Ωστόσο, παρά τον φαινομενικό σχολιασμό, ο Heidegger δεν σχολιάζει και ούτε ερμηνεύει τον στίχο του Holderlin, και όπως ο ίδιος ομολογεί σε άλλη ευκαιρία, επιχειρεί να σκεφθεί “αυτό που έγινε ποίημα”, το “ποηθέν”, συνομιλώντας με το ποίημα, δηλαδή συνομιλώντας με αυτό που “φυλάσσεται μέσα στο ποίημα”, διότι πιστεύει ότι “τα ποιήματα μοιάζουν σαν ένα κλειστό σεντούκι χωρίς ταμπέλα, όπου μέσα του φυλάσσονται όλα όσα έγιναν ποίημα Τα ποιήματα είναι μέσα στον θόρυβο των ‘μη ποιητικών γλωσσών’ σαν μια καμπάνια, που κρέμεται έξω στο ύπαιθρο και που ήδη με μιαν ελαφριά χιονόπτωση, που πάνω της περνά, χάνει τον τόνο της.
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή

*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας

Βάσος Καπάνταης, Θεσσαλικά ειδύλλια, 1968, μελάνι σε χαρτί, 17,8 × 20,3 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: