16/3/25

Ενδεχόμενα και ποιητικοί μετεωρισμοί

Βάσος Καπάνταης, Γυμνό, περ. 1988, χαλκός, 4,8 × 10,3 × 4,5 εκ.

Της Μαρίας Μοίρα
 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Τα φτερά της Τριμοίρας, Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία Α. Ε., σελ. 202
    
Τα διηγήματα του Δημήτρη Αλεξίου σταματούν απότομα, σαν ξαφνικός πυροβολισμός σε κρύα ασέληνη νύχτα. Άλλοτε χωρίς να εξιχνιάζουν το μυστήριο που προκάλεσε την γέννησή τους, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά και ασαφή, και άλλοτε καθορίζουν αμετάκλητα την έκβαση, δίνοντας οριστική λύση στο δράμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα των αφηγήσεών του. Άλλοτε αινιγματικά και απόκοσμα, κρύβουν στα σφραγισμένα χείλη το μυστικό της ύπαρξής τους και οδοιπορούν στα δικά τους αδιέξοδα και δύσβατα μονοπάτια, και άλλοτε προβλέψιμα και προσπελάσιμα από την πρώτη στιγμή, ακολουθούν την πεπατημένη της χαμοζωής, με τις νομοτέλειες, τις συμβάσεις και τις αναποδιές της. Παίζουν και χάνουν την ύπαρξή τους σε μια ζαριά.
Η συστέγαση των πέντε διηγηματικών συλλογών στην παρούσα έκδοση, με χρονολογική σειρά εμφάνισης στα ελληνικά γράμματα, δίνει το στίγμα των προθέσεων του συγγραφέα και την δυνατότητα στον αναγνώστη να παρακολουθήσει τις μετατοπίσεις, στο ύφος, στη θεματολογία, στην πλοκή και στην οργάνωση του αφηγηματικού υλικού. Ο Αλεξίου κινείται από τον απόλυτο ρεαλισμό, με περιστατικά ηθογραφικού περιεχομένου και σκηνές καθημερινής αστικής δυστοπίας, σε ερμητικές απόκοσμες αφηγήσεις, που ενσωματώνουν φανταστικά, συμβολικά και μυθολογικά στοιχεία. Όπως η ιστορία της Τριμοίρας, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο. Της μικρής κοπέλας, που όταν βρέθηκε μόνη, φοβισμένη και αποκλεισμένη σε παραδείσιο αλλά αφιλόξενο τόπο, μακριά από τη μάνα, τον πατέρα και το σπίτι της, έβγαλε φτερά με την θεϊκή παρέμβαση του Ερμή για να πετάξει ψηλά σαν πουλί και να χαθεί στους αιθέρες. Στις συλλογές «Μικρά αθηναϊκά» και «Ραψωδία των δρόμων» συντίθεται ένα μωσαϊκό από ψηφίδες συμβάντων και ανθρώπινες μικροϊστορίες. Εργάτες, μικροαστοί, μεροκαματιάρηδες, δόλιες χειριστικές γυναίκες που χρησιμοποιούν τη θηλυκότητά τους, χαφιέδες και μαυραγορίτες, πρεζάκια και λούμπεν στοιχεία χωρίς μέλλον και διαφυγή, ζουν στη χοάνη της μεγαλούπολης, παγιδευμένοι στο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας. Υποκύπτουν σε πλάνες, καταστρώνουν δολοφονικά σχέδια, ραδιουργούν και συναλλάσσονται με την σκοτεινή εξουσία για να πιάσουν την καλή, όμως κάποιες φορές μεταστρέφονται, αποδεικνύοντας τη δύναμη και το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης. Όπως το μικρό, φτωχό εργατόπαιδο, που παρά τον εκφοβισμό των ισχυρών, θα βρει το κουράγιο να καταγγείλει στο σωματείο τον φόνο του συνδικαλιστή από τον πουλημένο χαφιέ της εργοδοσίας.
Μνήμες ακοίμητες και αγαπημένες που κατοικούν μέσα στον συγγραφέα, αφυπνίζοντας την έμπνευσή του. Άλλοτε οδυνηρές και άλλοτε ευφρόσυνες, ανακαλούνται και μεταστοιχειώνονται σε διηγηματικό λόγο. Νοσταλγικές αναδρομές σε αξέχαστες ερωτικές σχέσεις, επίμονα βιώματα από την παιδική ηλικία και τα νεανικά χρόνια, όταν όλα φάνταζαν μαγικά και πρωτόγνωρα, έρχονται στην επιφάνεια. Όταν ο γενέθλιος τόπος προσέφερε παρηγοριά και παραμυθία. Τη σιγουριά ότι ανήκεις σε μια κοινότητα έντιμων ανθρώπων, με γενναίους και ανυπότακτους προγόνους που δεν ανέχτηκαν την παρουσία ξένων κατακτητών στα γυμνά βουνά τους. Όπως η προσωπική κατάθεση στη συλλογή «Η κατεδάφιση προετοίμαζε την ανέγερση». Μια εξομολόγηση όπου ο συγγραφέας, με αφορμή τον δεκαετή εαυτό του την ημέρα του Ευαγγελισμού, μοιράζεται με τον αναγνώστη του αναμνήσεις από τον ανυπέρβλητο τόπο του, μια ασήμαντη κουκίδα στο χάρτη, «που τον γέννησε και τον μεγάλωσε».
Αγωνίες που στοιχειώνουν την ύπαρξη, ονειροφαντασίες και η φενάκη ενός βίου ανέφελου και αδιατάρακτου πυροδοτούν την φαντασία του. Αλληγορίες που εκφράζουν με ποιητικούς μετεωρισμούς τις ανθρώπινες αντιφάσεις, τα πάθη και τις ασημαντότητες που ταλανίζουν τον βίο.
Στην συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Αλεξίου ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την ειλικρίνεια των λογοτεχνικών προθέσεων, τον ποιητικό οίστρο, την αποθέωση της φύσης και του γενέθλιου τόπου, την ακρίβεια των αστικών περιγραφών και την καθαρότητα των συναισθημάτων και των ιδεολογικών προταγμάτων, που ενορχηστρώνει αβίαστα στο λόγο του.  Και το εγχείρημα θα κλείσει με τον συγγραφέα στην τελευταία ιστορία του βιβλίου «‘Έτος 2001 μ.χ.» της συλλογής «Τέσσερις ώρες», να υποδέχεται την πρώτη αυγή του 21ου αιώνα στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, μόνος, κάνοντας προσκλητήριο των απόντων γυναικών. Εκφωνώντας τα ονόματά τους μπροστά στη θάλασσα.
«Συνεπής στην υπόσχεσή μου έφτασα την αυγή της Πρωτοχρονιάς του 2001 στο Σούνιο. Ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια, ανέβηκα στο κρηπίδωμα του ναού. Στο θαμπό ακόμα φως ξεχώρισα μια κινούμενη μάζα, κάτι σαν σκιές που έρχονταν προς το μέρος μου. Όσο πλησίαζαν, έπαιρναν σχήμα και μορφή. Τις αναγνώριζα. Άρχισα να φωνάζω δυνατά τα ονόματά τους…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: