Της Ευσταθίας Δήμου*
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ, Τα παιδιά του Ζαμπρίσκι Πόιντ.
Μικρή ανθολογία προβλημάτων, εκδόσεις Πόλις, σελ. 80
Η προβληματική αυτή αναδεικνύεται και φωτίζεται ευκρινέστερα από την ποιητική του δημιουργού, τη μέθοδό του δηλαδή να οικοδομεί το ποίημα και να μεταγγίζει σε αυτό τη θέρμη τον ζήλο του να ανακαλύψει την αλήθεια. Και είναι η ποιητική του που κάνει τις συνθέσεις να προσομοιάζουν σε μικρές φιλοσοφικές απόπειρες που, με γλώσσα καθαρή, με έκφραση ακέραια και ατόφια, προσφέρονται στον αναγνώστη σαν ερμηνευτικές εκδοχές ενός από τα πιο δυσερμήνευτα ίσως φαινόμενα στην πνευματική ιστορία του ανθρώπου − την ποίηση. Ένα είδος δοκιμών είναι τα ποιήματα του Καναβούρη που, όπως ακριβώς συμβαίνει και πρέπει να συμβαίνει σε κάθε φιλοσοφική διερεύνηση, αντί να απαντούν, πολλαπλασιάζουν τα ερωτήματα έτσι που ο αναγνώστης να εξέρχεται από το περίγραμμά τους πλήρης όχι άγνοιας αλλά απορίας. Εδώ ακριβώς έγκειται και η βαθιά συνεισφορά των ποιημάτων αυτών. Στο γεγονός, δηλαδή, ότι δεν βυθίζουν τον αναγνώστη στο μηδέν και το κενό αλλά αντίθετα τον οδηγούν σε ένα έδαφος όπου η εντατική λειτουργία της σκέψης έχει τον πρώτο λόγο. Σε μια περιοχή όπου η πνευματική διέγερση και εγρήγορση προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα μιας εντελέχειας αριστοτελικής φύσεως.
Φιλοσοφικής τάξεως, λοιπόν, η ποίηση του Καναβούρη δεν θα ήταν δυνατόν να μην ανοίξει τα σχετικά με την ποίηση ερωτήματα σε έναν ορίζοντα όπου η ανθρώπινη ύπαρξη θα ακτινοβολεί ως πόλος έλξης του δημιουργικού ενδιαφέροντος. Στο σημείο αυτό ανοίγει, ξανά, το μεγάλο ζήτημα της σχέσης του ανθρώπου με την ποίηση, του τρόπου με τον οποίο η δεύτερη αποκρυπτογραφεί τον πρώτο, ξεκλειδώνει όλα όσα εκείνος δεν υποψιαζόταν ότι κρατούσε κλειδωμένα μέσα του και τα φέρνει μπροστά στα μάτια του ως απωθημένες, ξεχασμένες αλήθειες. Με αυτόν τον στόχο κατά νου και στην προσπάθειά του να εξοικειώσει τον αναγνώστη του –που πολύ περισσότερο για συνομιλητή πρόκειται παρά για αναγνώστη– με τις βαθύτερες, ανεξερεύνητες όψεις του ψυχισμού και της εσωτερικότητάς του, ο Καναβούρης πλάθει τα ποιήματά του κατά τρόπο ώστε αυτά να είναι απολύτως κατανοητά στις λεπτομέρειές τους, την ίδια στιγμή όμως να μην χάνουν καθόλου την αινιγματικότητά τους, την ιδιότητά τους να προσφέρονται ως ζητούμενα μάλλον παρά ως απαντήσεις.
Για να επανέλθουμε, όμως, στις αρχικές παρατηρήσεις και στο στοιχείο εκείνο στο οποίο ο ποιητής αναγνωρίζει τη βαθύτερη ουσία της ποίησης, σκόπιμο θα ήταν, νομίζω, να τονίσουμε την ύπαρξη μιας πτυχής η οποία δεν έχει αρκετά επισημανθεί από τις κατά καιρούς προσεγγίσεις. Πρόκειται για τον παιγνιώδη χαρακτήρα της τέχνης αυτής, την ιδιότητά της να αποτελεί, ουσιαστικά, ένα είδος παιχνιδιού με όλα εκείνα τα στοιχεία που λειτουργούν τόσο ελκυστικά και προκλητικά για τον παίκτη − την απόκρυψη, το κυνήγι, τη ματαίωση, την αίσθηση της νίκης και της ήττας, την εντύπωση ενός διαρκούς κυνηγητού που πάντα φτάνει σε ένα τέλος, ένα τέρμα για να ξεκινήσει πάλι με άλλη κατεύθυνση και άλλον προορισμό. Πάνω από όλα όμως ένα παιχνίδι που διαρκώς διαμορφώνει τους όρους και τις συνθήκες μέσα στις οποίες διεξάγεται ανάλογα πάντα με την πρόθεση, την ιδιοσυγκρασία και το όραμα του δημιουργού. Και είναι το όραμα αυτό που κάνει την ποίηση να αποκολλάται από την πραγματικότητα ή, έστω, να στέκεται απέναντί της σε απόσταση (ανα)πνοής. Πριν τα γράψω,/ τα ποιήματα ήταν δικά μου./ Τώρα πρέπει να τα κλέψω./ Έτσι γίνεται στο πόκερ:/ κοιτάζεις τις φάτσες,/ κι αν δεν βρεις το πρόσωπο/ που συσπάται,/ τότε ο ποιητής είσαι εσύ./ Θα χάσεις./ Το ποίημα είναι μπλόφα./ Οι άλλοι το ξέρουν./ Κι εσύ το ξέρεις./ Αλλά συνεχίζεις. («Το πρόβλημα του πόκερ»)
*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου