2/2/25

Η κριτική

(Και η μέθοδος του Βάρναλη)
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Ο φλοιός και ο χυμός. Υπέργειες και υπόγειες προσεγγίσεις σε λογοτεχνικούς τόπους, πρόλογος Ευσταθία Δήμου, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 382
 
Διαβάζοντας μια συλλογή κριτικών κειμένων, είναι φυσικό αλλού να συμφωνείς και αλλού να διαφωνείς με τις προσεγγίσεις, με τις επιλογές των συγκεκριμένων βιβλίων και συγγραφέων, με την εικόνα, μερικευτική μεν αλλά οπωσδήποτε εικόνα, επιλεκτική, θραυσμάτων και κειμενικών γεγονότων της λογοτεχνίας μας, εικόνα που φτιάχνουν όλα τα κείμενα μαζί, δηλαδή το εκάστοτε βιβλίο που τα στεγάζει.
Πόσω μάλλον, όταν τα περισσότερα κείμενα αναφέρονται σε πρόσφατα βιβλία και συγγραφείς που ακόμα βρίσκονται στο μεσοστράτι. Είναι φυσικό λοιπόν να υπάρχει μια επιφύλαξη απέναντι σε τέτοιους αποθησαυρισμούς κριτικών κειμένων, περιμένοντας να δει κανείς την τύχη του συνόλου των κριτικών επιλογών, και το κριτικό σχήμα που συνθέτουν μέσα στο χρόνο και μέσα στη λογοτεχνία. Έτσι, προσώρας, πιο σταθερό είναι το έδαφος των κειμένων που αναφέρονται σε συγγραφείς που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους.
Και για να μη θεωρηθεί ότι υπεκφεύγω με αοριστολογίες, θα αναφέρω ένα κατά τη γνώμη μου αδύναμο κείμενο της Δημητριάδου, αυτό για τον ποιητή και πεζογράφο Άρη Αλεξάνδρου. Η προσέγγισή της κινείται στις ατραπούς της «προσωπικής του ηθικής στάσης», μέσα στα πολιτικά συμφραζόμενα, υπερκαθορίζεται, σε όλο το κείμενο, από αυτήν. Αρκεί, όμως, η προσωπική ηθική στάση του Αλεξάνδρου, ώστε να μιλήσει κανείς για «ποιητική»; Κατά τη γνώμη μου, δεν αρκεί, και μάλιστα εν συνόλω οι αριστεροί ποιητές του Μεταπολέμου, με τους τόσο συγγενικούς ποιητικούς τους τρόπους, δεν συνθέτουν μια ποιητική, δεν αλλάζουν ούτε στο ελάχιστο τον «ρυθμό του κόσμου», όπως τον εισπράττουμε οι αναγνώστες.
Το αντίθετο νόμισε ο Δημήτρης Μαρωνίτης, γράφοντας μάλιστα και το σχετικό βιβλίο του, Ποιητική και πολιτική ηθική, με παράδειγμα τον Αλεξάνδρου, τον Αναγνωστάκη και τον Πατρίκιο. Έτσι νόμισε, ατυχώς, και επιχείρησε να συνθέσει μια ποιητική, με τους τρόπους αυτών των τριών μεταπολεμικών, μια ποιητική πάνω στην οποία μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Το αποτέλεσμα μαρτυρεί ότι αυτή η κατασκευασμένη ποιητική δεν άντεχε ένα τέτοιο βάρος, γιατί τα υλικά της δεν ήσαν ισχυρά. Έτσι, μας παρέδωσε μια φιλολογικά άψογη μετάφραση, που όμως δεν διαθέτει ποιητικότητα και είναι κατάλληλη μόνο για σχολική χρήση.
Όσον δε αφορά το Κιβώτιο, διαφωνώ με την απόφανση της Δημητριάδου, ότι είναι ίσως το κορυφαίο νεοελληνικό μυθιστόρημα, για τον λόγο ότι πρόκειται για ένα όντως εξαιρετικό, καφκικό μυθιστόρημα, απελπιστικά καθυστερημένο όμως, εκπρόθεσμο, αφού όλη η ευρωπαϊκή παράδοση του μοντερνιστικού μυθιστορήματος, την οποία προϋποθέτει, και την γνωρίζει καλά, έχει ολοκληρώσει την κύκλο της. Σε μια χώρα και γλώσσα που δεν έχει παράδοση μυθιστορήματος, ο Άρης Αλεξάνδρου με το Κιβώτιο δεν μπορεί να συνεχίσει και να εμβαθύνει το καφκικό προηγούμενο αλλά επιλέγει μόνο να το μεταφέρει. Ο Αλεξάνδρου γράφει εκ του ασφαλούς, δεν αναλαμβάνει το δημιουργικό ρίσκο του Σολωμού, του Ροΐδη, του Βαλτινού, του Γιάννη Πάνου, οι οποίοι πρωτοπορούν και καινοτομούν στον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό χάρτη. Δεν αμφισβητώ την αξία του Κιβώτιου αλλά τη σημασία του, τη σημασία του μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Να θυμίσω, ότι εκείνα ακριβώς τα χρόνια ο Θανάσης Βαλτινός εξαντλεί τα περιθώρια του ύστερου μοντερνισμού, με το Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη και κυρίως με τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα, ανοίγοντας τον δρόμο για το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα.
Αντίθετα, το κείμενο της Δημητριάδου για την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη είναι εύστοχο, πυκνό, καταδύεται στις περιελίξεις της ποιητικής γλώσσας της ποιήτριας, μας δίνει μια πολύ ισχυρή εικόνα του έργου της. Πόσω μάλλον, που πρόκειται για μια φωνή της ομάδας ποιητών του ’70 σχεδόν αθέατη, αδίκως κατά τη γνώμη μου, και ως εκ τούτου ελάχιστα μελετημένη, οπότε η Δημητριάδου κινείται σε άγνωστα νερά, όμως με επιτυχία.
Όπως επίσης, μιλώντας για τον Μάρκο Μέσκο, ξεχωρίζει το ποίημά του «Ιτιά», του 1963, που το χαρακτηρίζει «συγκλονιστικό», και όντως είναι, ενώ για τα μεταγενέστερα ποιήματα που παραθέτει, ψαύοντας την Έδεσσα μέσα στο έργο του Μέσκου, χαμηλώνει τους τόνους και τη θερμοκρασία του λόγου της, τα παρουσιάζει θεματολογικά και ουδέτερα, ακολουθώντας, και κρίνοντας έτσι σιωπηρά, τη φθίνουσα ποιητική διαδρομή του Μέσκου, κατά τη γνώμη μου μετά τα Άλογα στον Ιππόδρομο, το 1973.
Συμπέρασμα; Υπάρχει ένα απολύτως ασφαλές κριτήριο, για να τσεκάρει κανείς τις κριτικές δυνατότητες, τη ματιά του κάθε κριτικού; Ένα τέτοιο κριτήριο είναι τι λέει πάνω σε ακόμη παλαιότερα κείμενα και συγγραφείς, που ήδη έχουν κατακάτσει, είτε στον αφρό είτε στη λήθη. Εκεί, είναι ασφαλέστερη η αξιολόγηση του κριτικού του λόγου, αφού έχει να αναμετρηθεί με πλείστες όσες προσεγγίσεις. Και, το πρώτο κριτήριο είναι αν φιλολογίζει, αποφεύγοντας έτσι εκ του ασφαλούς την αναμέτρηση (καταργούμενος/η ως κριτικός).
Ας μην μακρηγορώ. Η κριτική ματιά της Διώνης Δημητριάδη, αν θέλετε οι δυνατότητές της, μπορούν να κριθούν και να πιστοποιηθούν με απόλυτη ασφάλεια από ένα τέτοιου είδους κείμενο του βιβλίου, που επιγράφεται «Το συγκινημένο εγώ. Διαβάζοντας ένα κριτικό κείμενο του Κώστα Βάρναλη για τον Γεώργιο Βιζυηνό», γραμμένο, το κείμενο του Βάρναλη, το 1938. Πόσω μάλλον, που και ο Βάρναλης και ο Βιζυηνός έχουν κατακάτσει, ταυτόχρονα στον αφρό και στη λήθη, αφού οι προσεγγίσεις του έργου τους είναι τραγικά άνισες και αποκλίνουσες. Έχουμε έναν επαρκώς κριτικά τοποθετημένο Βάρναλη και Βιζυηνό (λιγότερο αυτόν), και έναν εισπραττόμενο Βάρναλη και Βιζυηνό, όπου ο ένας είναι δογματικός παλαιοκομμουνιστής και παλαιοδημοτικιστής, και ο άλλος καθαρευουσιάνος ηθογράφος.
Η Δημητριάδου όχι μόνο δεν φιλολογίζει πάνω σε ένα τόσο «παλαιό» θέμα, αλλά μας δείχνει ότι διαθέτει μια σαφή κριτική ματιά, τόσο για τον Βάρναλη όσο και για τον Βιζυηνό (ως ποιητή αλλά και ως πεζογράφο). Έτσι λοιπόν ανασύρει και φωτίζει ένα ξεχασμένο κριτικό κείμενο του Βάρναλη (ο κριτικός Βάρναλης έχει απωθηθεί τελείως τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ κατά τη γνώμη μου δεν υπολείπεται άλλων, π.χ. του Τέλλου Άγρα), κείμενο που αφορά όχι τον διηγηματογράφο Βιζυηνό αλλά τον, τελείως απωθημένο, ποιητή Βιζυηνό.
Και μόνο ότι ανασύρει και μας προσφέρει, επικαιροποιώντας το, ένα τέτοιο, υποδειγματικό κριτικό κείμενο, αρκεί για να δικαιώσει την εκδοτική χειρονομία της Δημητριάδου, την καθιστά κριτική πρόταση. Πόσω μάλλον, μέσα στο σημερινό τοπίο της εκδοτικής και βιβλιοπαρουσιαστικής πληθώρας. Η οποία, βέβαια, όπως επισημαίνω συχνά σε νεότερους της συντεχνίας, δεν είναι προνόμιο της εποχής μας. Συνέβαινε και παλαιότερα, αδιαλείπτως, ακόμα στην εποχή του Βάρναλη, ο οποίος στο κείμενό του μιλά για «το βουητό αυτής της στιχοπλημμύρας»!
Το βασικότερο χαρακτηριστικό, η μεγαλύτερη έλλειψη του σύγχρονου κριτικού λόγου, αν θέλετε η ακύρωσή του, είναι η απουσία αξιολογικής κρίσης. Τα περίτεχνα ζικ ζακ σε θεματολογικές περιπλανήσεις, οι κούφιες λυρικές κορώνες, η απίστευτα βαρετή περιεχομενική περιγραφή, και όλα τα συμπαρομαρτούντα, απλώς πιστοποιούν την απουσία κριτικού λόγου, κριτικής πρόθεσης, κριτικής συνθήκης. Ο Βάρναλης όμως είναι κριτικός λογοτεχνίας.
Ας δούμε τι κάνει εδώ. Μιλώντας μόνο για ένα ποίημα του Βιζυηνού, γραμμένο στο Δρομοκαΐτειο, δεν διστάζει να δηλώσει, αντιστικτικά, ότι υπάρχουν και «πολύ άσκημα» ποιήματα κορυφαίων ποιητών, όπως το «Όνειρο» του Σολωμού. Δεν πρόκειται για μια κορώνα αυθαιρεσίας ή «γούστου» που πετά ο Βάρναλης, αλλά για ένα κριτικό συμπέρασμα, αφού για τον Σολωμό έχει ήδη γράψει ένα ολόκληρο και μάλιστα εμβληματικό βιβλίο.
Και συνεχίζει, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν «και δευτερευόντων ποιητών αριστουργηματικά ποιήματα». Εδώ, έχουμε δύο ακόμα, απόλυτες κριτικές δεσμεύσεις, σε μία μόνο φράση: ο ποιητής Βιζυηνός είναι «δευτερεύων» αλλά το συγκεκριμένο ποίημά του είναι «αριστουργηματικό». Εν ολίγοις, μαζί με το προηγούμενο, έχουμε και μια ολόκληρη κριτική μέθοδο.
Επίσης, ο Βάρναλης βάζει το γραμματολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφει ποίηση ο Βιζυηνός: «το ποίημα του Βιζυηνού ξεπερνά όλη την κρύα και ψευτοκλασική περισσοτεχνία των Ραγκαβήδων και των Σούτσων, καθώς και όλη την ρητορική συναισθηματικότητα των Βαλαωρίτηδων»
Με έξοχη συμπύκνωση και ευθύτητα, ορίζει, ως οφείλει, το ποιητικό στίγμα του Βιζυηνού: «η συμβολή του Βιζυηνού στη νεοελληνική ποίηση είναι, πως την έστρεψε από τα έξω προς τα μέσα του ανθρώπου, από το αντικειμενικό και το απρόσωπο στο υποκειμενικό και το ατομικό». Υπάρχει κάποιος που να μη βλέπει ότι εδώ ο Βάρναλης ψάχνει προανακρούσματα του μοντερνισμού;  (Ακόμα και σήμερα ο φιλολογικός κανόνας θεωρεί τον Βάρναλη «παραδοσιακό»...). Επίσης, δείχνει τα όρια της ποιητικής γραφής του Βιζυηνού και τις αδυναμίες της, και έτσι υποστηρίζει την απόφανσή του, το γιατί τον τοποθετεί στους «δευτερεύοντες».
Τι κι αν το ποίημα του Βιζυηνού κακόπαθε στη δημοσίευσή του από τον φιλολογικό επιμελητή (ο Βάρναλης, ως εξαιρετικός φιλόλογος το αποκαθιστά), αρκεί μόνο η κορύφωσή του για τα δικαιολογήσει όλα τα προηγούμενα: «μετεβλήθη εντός μου/ και ο ρυθμός του κόσμου».
Δίστιχο που έρχεται να συνεχίσει και να σταθεί δίπλα σε εκείνο του Σολωμού: «Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν».
Η Διώνη Δημητριάδου, αναμετρώμενη επιτυχώς με τέτοια θέματα, ανέδειξε αυτό το κείμενο του Βάρναλη και έτσι η κοινόλεκτος ποιητική φράση του Βιζυηνού παύει να είναι μετέωρη, όχι μόνο γραμματολογικά αλλά και κριτικά και ποιητικά.
Αν, όπως σημειώνει η Ευσταθία Δήμου στον πρόλογο του βιβλίου, στη λογοτεχνία αναζητούμε «την εμπειρία επαφής με το ‘εγώ’ και με ό,τι το ξεπερνά και το υπερβαίνει», η επισήμανση του Βάρναλη για τον πυρήνα του ποιητικού στίγματος του Βιζυηνού, «Έδωσε δηλ. στην ποίησή μας για πηγή έμπνευσης το συγκινημένο Εγώ», ανοίγει και άλλες συνάψεις, όπως π.χ. με το επίσης γραμμένο στο Δρομοκαΐτειο συνθετικό πεζό ποίημα του Ρώμου Φιλύρα, «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο», ένα μνημείο μοντερνιστικής γραφής, το οποίο με τη σειρά του αποτέλεσε ανοιχτό διακειμενικό πεδίο στην πρώτη (και καλύτερή του) ποιητική εμφάνιση του Αλέξανδρου Μηλιά...
Όπως το είπε ένας άλλος, μείζων αλλά απωθούμενος ακόμα και σήμερα, μέσα στο «βουητό αυτής της στιχοπλημμύρας», ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος: «Ώστε λοιπόν/ η ποίηση/ δεν είναι διάλογος;» Και η κριτική, θα πρόσθετα. Γι’ αυτό και το κείμενό μου έχει έναν τέτοιο χαρακτήρα. 

Άρης Κατσιλάκης, Χωρίς Τίτλο, 2019 – 2023, ξύλο, ψημένη άργιλος υψηλής θερμοκρασίας με υάλωση και οξειδωμένα φύλλα ψευδόχρυσου, 123 x 35 x 28 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: