Του Βασίλη Ντόκου*
Η έκπτωση του παραπάνω ερωτήματος ενός απελπισμένου ποιητή που
οδηγήθηκε στην τρέλα στην προμετωπίδα ενότητας ποιημάτων άλλου και κατόπιν σε
ρητορικό ερώτημα πολλών σύγχρονων φιλόδοξων ομοτέχνων του, στερούμενο του
πάθους του καθίσταται ιδανικό θέμα σε διαγωνισμό έκθεσης πανελληνίων για την
αναβάθμιση αντί του γραπτού, του γραφτού των ποιητών σε προγενέστερες δοκιμασίες
λειτουργικότητας της ποίησης, που μοιραία δεν τα πήγαν καλά. Αλλά γιατί
μοιραία;
Κατ’ αρχάς όλοι οι καιροί που περιλαμβάνει ο ιστορικός
χρόνος υπήρξαν μίζεροι για την ποίηση, που ανέκαθεν χαρακτηριζόταν από μια
φυγόκεντρο της χρονικής φθοράς των
πραγμάτων, η οποία προσκρούοντας στο αδύνατον της φυγής μεταβολιζόταν σε
κεντρομόλο προς την εσωτερικότητα της ύπαρξης. Και απόδειξη της μιζέριας σε
σχέση με την ποίηση, ακόμη και των πιο «χρυσών» καιρών της ανθρώπινης ιστορίας,
συνιστά η εξορία της από την ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα.
Επίσης, το ερώτημα αποδομείται αν μεταφερθεί, όπως είναι
φυσικό, η έννοια της χρείας μιας εποχής για ποιητές, στην ανάγκη της για τα
ίδια τα παράγωγά τους ποιήματα, αφού εκείνα μόνο τους προσδίδουν την παραπάνω
ιδιότητα, που ανάλογα με την αναγνώριση του ποιητή από την εκάστοτε κοινωνία,
μπορούσε -μόνο συγκυριακά- να επεκταθεί η ιδιότητά του σε ρόλο πνευματικού
ταγού στα δημόσια πράγματα.
Αλλά για να μείνουμε στο γενεσιουργό ποίημα και όχι τον
ποιητή, ποια χρήση ταιριάζει στην ποίηση, που θα την καθιστούσε χρειαζούμενη
στους ιστορικούς καιρούς, όταν η ίδια εναντιώνεται από τον αυτοσκοπό της ως
έργο τέχνης σε κάθε πρακτική χρήση; Κι ακόμη περισσότερο όταν και το πιο άρτιο
ποίημα υπόκειται στην ατέρμονη αμφιβολία της εντέλειάς του, άρα και της
οριστικής ολοκλήρωσής του, από τον ίδιο, πάντα ανικανοποίητο, δημιουργό του;
Με άλλα λόγια, στον επιταχυνόμενο γραμμικό χρόνο της
αναζήτησης πραγματώσεων από τον άνθρωπο γιατί να χρειάζεται το ανασχετικό
ποίημα που δεν αποδεικνύει καν στον εαυτό του την ίδια του την πραγμάτωση; Ή
μήπως ακριβώς ως διαρκές μαρτύριο αυτής της απόστασης του ποιήματος από μια
Ποίηση που οι λέξεις δεν τη φτάνουν, σηματοδοτεί την ανεξίτηλη ανθρώπινη
έλλειψη ως στίγμα μεταβολής του συμβολικού θρησκευτικού χρόνου από εδεμικό σε
ιστορικό ή του φιλοσοφικού από την αχρονία του Είναι στο ρυθμικό άχθος της
επιβίωσης, κωπηλατών που λάμνουν ίσα στο θάνατό τους;
Και πώς θα μπορούσε να αποδοθεί το στίγμα της ανθρώπινης
έλλειψης από το ποίημα αν όχι μέσω της ελλειπτικής του μορφής, που ως τέτοια
αποκλείει τη σκέτη, σαν πρακτικά λειτουργικού μηνύματος, επικοινωνιακή του
μετάδοση; Έτσι, κάθε παιδαγωγική, πραγματολογική και γραμματολογική του υπαγωγή
στο πεδίο των εκάστοτε πολιτισμικών αξιών και χρήσεων, δεν αποτελεί παρά μόνο
παράπλευρή του απώλεια στη μάχη ενάντια σε αυτή την έλλειψή του, σε σχέση με
μια Ποίηση της οποίας οι λέξεις του πάντα θα υπολείπονται.
Όπως θα υπολείπεται
του ποιήματος κάθε περιφραστική απόδοση του «μηνύματός» του γιατί θα το
αποδίδει νοηματικά αγνοώντας τη μορφολογία του, που όμως είναι αποκλειστικός
φορέας του ανείπωτου ως διαλεκτική λόγου και σιωπής, παρουσίας και απουσίας,
βέβηλου και ιερού –με το τελευταίο όσο πιο πολύ απουσιάζει να είναι τόσο πιο
παρόν ως έλλειμμα των χρεοκοπημένων πνευματικοτήτων και θρησκειών σαν άρρητος,
εν μέρει απανθρωποποιημένος λόγος, που απευθύνεται όχι μόνο σε νοήμονα ώτα,
αλλά και σε εκείνο το κομμένο απ’ τον Van Gogh για να καταστεί το ανόργανο πλέον συμπαντικό αυτί της
έλλειψης Ποίησης.
Λόγος εκφερόμενος όμως από τη μονίμως ελλειμματική οντολογικά
και εκφραστικά σύσταση του ανθρώπου, που η νοηματική-υπολογιστική
περιφραστικότητα των πρακτικών πεδίων εμπειρίας καθιστά το ποίημα μη
λειτουργικό για αλλότριους της αυτοτέλειάς του σκοπούς.
Η ίδια αισθητική αυτοτέλεια μετουσιωμένη σε ευθύνη,
επιβάλλει στον ποιητή να γίνει συμπαντικός αποσβένοντας στο ελάχιστο τις
αποβλέψεις του σε άλλες σκοπιμότητες του εγώ του, διαστέλλοντας την
προσωπικότητά του προκειμένου να χωρέσει τον αναπεπταμένο κοινό συλλογικό εαυτό,
για να υπηρετήσει εκείνου την έκφραση μέσω του ύφους του και όχι τη στενά
εξομολογητική δική του, μπολιάζοντας το ατομικό δημιουργικό του ερέθισμα με το
κέντρισμα μιας ευρύτερης λογοτεχνικής και ιστορικής αναγκαιότητας για το «άλλο»
του πράγματος, προβεβλημένο μέσα από το οικουμενικά προσωπικό εκφραστικό στίγμα
του ποιήματός του, που χαίνει αδιαλείπτως ελλειπτικό και ελλειμματικό προς την
πλευρά της Ποίησης.
Τι συνιστά όμως αυτή την περίφημη «Ποίηση» που το ποίημα δεν
φτάνει; Σωματικές αισθήσεις που οι λέξεις δεν επαρκούν για να αποδώσουν,
ιδεαλιστικές αρμονίες που η ωμή πραγματικότητα αναιρεί, ανθρωπιστικά οράματα
ισότητας και δικαιοσύνης, ουτοπικές κοινωνίες ελευθερίας κι ενσυναίσθησης; Κι
αν όλα αυτά με ένα μαγικό λεκτικό και ιστορικό άλμα είχαν καταστεί εφικτά αλλά
ο θάνατος παρέμενε ως το ελλειπτικό ανθρώπινο τέλος με τα απλήρωτα χάσματά του,
το ποίημα δεν θα είχε λόγο ύπαρξης; Πάλι δεν θα απέβλεπε στην απροσδιόριστη
έλλειψή του εξαιτίας του ανεξιχνίαστου νοηματικά, ψυχολογικά και μεταφυσικά
συμβάντος, που παρά τη λήθη του καθορίζει μια ολόκληρη ζωή, καθιστώντας και του
ποιητικού συμβάντος τον πυρήνα μη μεταδόσιμο, πρακτικό μόνο για την αναστροφή
του αρχικού ερωτήματος σε «κι οι μίζεροι καιροί τι χρειάζονται σε ποιητές;»,
όταν τα «φωστιερικά» «θα» και «να» του θανάτου μας, καμπυλώνουν τη σκοπιμότητα
του ποιήματος σε κυκλικούς ορισμούς του τι είναι ποίημα.
*Ο Βασίλης Ντόκος είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου