5/1/25

Ρεαλισμός και αλληγορία

Στέλιος Καραμανώλης, Άτιτλο, 2024,ακρυλικό και ξυλομπογιά σε μουσαμά50 x 500 εκ.

Της Χρύσας Φάντη*
 
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δίπλα στο ποτάμι, διηγήματα. εκδόσεις Σμίλη, σελ. 158

Ο Βαγγέλης Δημητριάδης, ποιητής, δοκιμιογράφος και υπεύθυνος έκδοσης των περιοδικών Απόπλους και Το Τηγάνι, εμφανίζεται μέσα στο 2024 με μια συλλογή από διηγήματα όπου μετέχουν άνθρωποι κάθε ηλικίας, φύλου και κοινωνικής προέλευσης, καλλιεργημένοι αστοί, απλοϊκοί επαρχιώτες, χαρακτήρες αποσυνάγωγοι ή απλά ιδιόρρυθμοι, φυσιογνωμίες του ψυχικού περιθωρίου και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς −όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο−, ενήλικες που στην προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν σε ένα δυστοπικό παρόν ή να εναντιωθούν στις συνθήκες που άλλοι στανικά τους επέβαλαν, τελικά εγκλωβίζονται σε αυτά και τα αναπαράγουν, παιδιά που φέρουν μέσα τους ανοιχτές πληγές και ανεπούλωτα τραύματα, βασανισμένες ψυχές που αναθυμούνται παλιούς έρωτες ή καταφεύγουν στο όνειρο και σε ευχάριστες μνήμες από τα πρώτα παιδικά και εφηβικά χρόνια τους∙ πρόσωπα αυτοκαταστροφικά, που αντιδρούν βίαια ή ανερμάτιστα, αντιμέτωπα με τον ίδιο τους τον εαυτό και τους προσωπικούς τους δαίμονες∙ μορφές αλαφροΐσκιωτων που ενώ κινούνται σε έναν συγκεκριμένο χωρόχρονο, την ίδια στιγμή υπάρχουν και εμπνέονται από έναν κόσμο δικό τους.
Η συλλογή αποτελείται από σαράντα μία αυτοτελείς ιστορίες, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο ρεαλιστικές ή αλληγορικές, μεσαίας έκτασης και μερικές εξαιρετικά λακωνικές (διηγήματα μπονσάι)ιστορίες όπου οι πρωταγωνιστές, μέσ’ από έναν χρόνο που παύει να είναι ευθύγραμμος και έναν χώρο που είναι και δεν είναι πραγματικός, βρίσκονται ενώπιος ενωπίω, τόσο με το περιβάλλον τους, όσο και με τον εαυτό τους στις ποικίλες εκφάνσεις του, καθώς και με τα πρόσωπα των οικείων τους –ζώντων και τεθνεώτων.
Στο πρώτο κατά σειρά διήγημα με τον τίτλο «Πολυθρόνα», ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά της συλλογής, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, σε κάποια από τις βραδινές εξόδους του, αποφασίζει να ακολουθήσει μιαν άγνωστη διαδρομή, με το κινητό ανά χείρας και το GPS σε λειτουργία. Ακολουθώντας αυτή τη διαδρομή, βλέπει αίφνης τον εαυτό του στο φασματικό πρόσωπο ενός γέρου ο οποίος, καθισμένος «σαν ξέψυχη τερακότα σε μια πολυθρόνα, ακίνητος σαν σαύρα στον καλοκαιρινό ήλιο», του επιστρέφει το βλέμμα μέσ’ από ένα ακατοίκητο και ωστόσο άπλετα φωτισμένο ημιυπόγειο, προκαλώντας στον ίδιο έναν επίπονο στοχασμό «για τον άνθρωπο όταν περάσουν τα χρόνια του». Την υποβλητική σκηνή ενισχύει ακόμη και η καρέκλα στην οποία φαίνεται να κάθεται αυτή η γέρικη φασματική μορφή, με τον αφηγητή να την περιγράφει ως «το αντεστραμμένο γλυπτό νεκρής φύσης σε σκοτεινή αίθουσα τέχνης».
Κάτι ανάλογο συναντάμε και στη «Μετεμψύχωση», το δεύτερο κατά σειρά διήγημα, όπου κυριαρχεί και πάλι το ονειρικό και το υπερβατικό στοιχείο, καθώς και εκείνα της ειρωνικής αντίστιξης και της μεταφοράς, μόνο που εδώ ο αφηγητής δεν συναντά τον εαυτό του στη μορφή ενός γέρου αλλά ενός αγοριού. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, ο ενήλικας απευθυνόμενος στο αγόρι το προειδοποιεί: « “Μην παίζεις μαζί μου”, του θύμωσα, “γιατί όσα λες, σ’ τα υπαγορεύω. Και κοίτα, τη νύχτα να μην πέφτεις από ψηλά, θα σε περάσουν για ζωντανό”». Και καταλήγει με μια λυρική, ήπια θλίψη: «Δεν ακούω να κελαηδούν τ’ αηδόνια απόψε, ούτε τα καρύδια να χτυπούν πάνω στα κίτρινα φύλλα κάνοντας κρακ». Ανάμεσα στη ρεαλιστική πλευρά του άντρα και σ’ εκείνη που υπάρχει στις πιο ανομολόγητες σκέψεις και τις πιο έωλες προσδοκίες του, η αντιπαράθεση είναι σφοδρή.
Στο τρίτο διήγημα, με τον τίτλο «Αποδόμηση», έχουμε πάλι μια ειρωνική αντιστροφή η οποία, εν προκειμένω, δεν επηρεάζει μόνο την εικόνα του αφηγητή αλλά εκτείνεται και σε ό,τι έχει να κάνει με την υπόσταση της κοπέλας που πρωταγωνιστεί στη σκέψη του. Και ενώ αρχικά ο αφηγητής εκφράζει τον θαυμασμό του και εκθειάζει τις πολλές αρετές της κοπέλας, στο τέλος, αποδομώντας σαρκαστικά τόσο εκείνη όσο και τον εαυτό του, λέει χαρακτηριστικά: «Εκείνος που κάθεται με γυρισμένη την πλάτη στη γερασμένη κοπέλα είμαι εγώ. Ακίνητη με κάποιο από τα βιβλία της αποδόμησης στα χέρια της ανοιχτό, κοιτάζει πουθενά με απλανή μάτια, σαν κούκλα προθήκης που πάλιωσε και ετοιμάζεται ο υπάλληλος να την προωθήσει στον κάδο της ανακύκλωσης». Παράδοξες αποδομήσεις και ακαριαίες ανατροπές παρατηρούμε και μεταξύ των διηγημάτων που έπονται, όπως, για παράδειγμα, στο ευσύνοπτο διήγημα με τον τίτλο «Η Αγορά», όπου η ανάσυρση από ένα μπαούλο μιας φωτογραφίας από το μακρινό ’67, εκκολάπτει την ελπίδα μιας έσχατης συνάντησης με το αγαπημένο πρόσωπο∙ ελπίδα που θα ανατραπεί στο επόμενο διήγημα με τον τίτλο « “Μια τελική συνάντηση”», με αφορμή μιαν άλλη φωτογραφία, την οποία ο εραστής του αφηγητή έχει τσακίσει για να στηρίξει πάνω της το κουτσό πόδι ενός τραπεζιού, αναγκάζοντας έτσι (ηθελημένα ή αθέλητα) τον αφηγητή να συνειδητοποιήσει και να παραδεχτεί το τέλος στη σχέση τους.
Σε όλη τη συλλογή του Δημητριάδη, κυριαρχούν αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά: της αναίρεσης, της ονειρικής υπέρβασης, του σαρκασμού και της ειρωνείας. Στη «Βασιλόπιτα», το φλουρί θα πέσει για 13η φορά στο ίδιο πρόσωπο, γεγονός που υποτίθεται ότι προϋποθέτει «τύχη βουνό», αν και το «13» θεωρείται αριθμός γρουσούζικος. Ωστόσο, με την «“τυχερή” να γυρνάει στα ακίνητα πρόσωπα της ομήγυρης ζητώντας συνδρομή στο αδύνατο, ενώ από τον άλλο κόσμο ακούγεται, “Ευτυχισμένο το 13!”», ο αναγνώστης  αντιλαμβάνεται ότι, έτσι ή αλλιώς, πρόκειται για μια τύχη άχρηστη. Αφοπλιστικές, σκληρά  ρεαλιστικές αλλά και πολύ κοντά στον σουρεαλισμό και την ποιητική πρόζα («Μια νύχτα μαζί της», «Μονόχειρας», «Γερασμένα παιδιά», «Ο άστεγος» κ.ά.), οι ιστορίες τής ανά χείρας συλλογής, αλλού αναφέρονται στο παρόν και αποτυπώνουν με τον πιο ευφάνταστο τρόπο τους ανθρώπους και τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης κοινωνίας («Λιοσίων 19», «Στην ανακύκλωση», «Ντενίσα», «Το κινητό αφής», «Το Πάσχα», «Ψαράνθρωπος»), και αλλού την ανθρωπογεωγραφία μιας χώρας, με πολλές αναφορές στη Σάμο, τη γενέτειρα του συγγραφέα, σε εποχή παλαιότερη («Πραγματικά πυρά», «Θαυμασμός», «Δίπλα στο ποτάμι», «Το τζιτζίκι», αλλά και «Το προξενιό», «Η εκταφή», «Ο Κόμπος», «Πώς απέκτησα το ελεύθερο», «Φουρτούνα», «Ο κυρ Βαγγελάκης», «Ο Θράσος», «Ο Αμερικάνος», «Ο προστάτης» κ.ά.) – μια εποχή όχι και τόσο μακράν της σημερινής, αν και πολύ διαφορετική από εκείνη. Ιστορίες που εκτυλίσσονται με όρους λογοτεχνικούς και έντονο το θυμοσοφικό στοιχείο, ιστορίες οι οποίες, παρά τη σκληρότητα και την τραγικότητα των αφηγήσεων αλλά και το δέος εκείνων που τις αφηγούνται (ή ακριβώς εξ αιτίας τους), κρατάνε χαμηλούς τόνους ή εκφέρονται με ένα κοφτό, φαινομενικά ανάλαφρο ή συγκρατημένα παιγνιώδες ύφος, υπηρετώντας άψογα τη θεματική τους, χάρη σε μια ώριμη και καλλιεργημένη γλώσσα και μια σύλληψη με πλούσια εικονοποιία και δυνατές ψυχογραφικές αποτυπώσεις. 
Να σημειώσουμε ότι στον επιτυχή τρόπο με τον οποίο παρατίθενται εκείνα που δικαιώνουν και συχνά απογειώνουν αυτή τη σύλληψη, συμβάλλουν και οι προτάσεις με τη μορφή αποφθέγματος, όπως για παράδειγμα, στο διήγημα με τον υποδορίως σαρκαστικό τίτλο «Συμβίωση», όπου η ηρωίδα απευθυνόμενη νοερά στον άντρα που νοικιάζει το διαμέρισμα πάνω από το δικό της –φανταστικό εραστή και εμμονικό αντικείμενο του ανεκπλήρωτου πόθου της−, καταλήγει: «Η ζωή ξαναρχίζει. Όποιος ελπίζει μπορεί να βρει το ανέλπιστο. Είμαστε πάλι μαζί» − πρόταση τρυφερή η οποία ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκαλεί στον αναγνώστη τη φαιδρότητα και τη θυμηδία.
Προτάσεις διακριτές όχι μόνο για τη διττή ή αμφίσημη σημασία τους και την   υποβόσκουσα ειρωνεία  αλλά και για την εκφραστική τους δύναμη,  αλιεύουμε και σε πολλά άλλα διηγήματα της συλλογής, όπως στο διήγημα «Τζιμ και Τζακ», από όπου και το παροιμιώδες ευφυολόγημα: «Όπως και να το πάρουμε, η τροφή του νου έχει τα δικά της απόβλητα», ή στο διήγημα «Το τέλος του», με την απεύθυνση της μάνας προς τον γιο: «Από τότε που έφυγες κοιμάται στο δικό σου δωμάτιο», να υπογραμμίζει με τρόπο κυριολεκτικό και ταυτόχρονα, σωματικό όσο και μεταφορικό, τη βαθιά και ουσιώδη αλληλεξάρτηση πατέρα-γιου, καθώς και τη θλίψη της ίδιας, τόσο για την απουσία του γιου της όσο και για την επικείμενη απώλεια του συζύγου της.
 
*Η Χρύσα Φάντη είναι πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: