22/12/24

Η καλή και η κακή ποίηση

Του Παναγιώτη Βούζη*

Ο αμερικανός φιλόσοφος Nelson Goodman εισήγαγε έναν τύπο αντιφατικών κατηγορουμένων. Κατηγορουμένων, δηλαδή, τα οποία αποδίδουν στο υποκείμενο αλληλοαποκλειόμενες ιδιότητες. Παραδείγματος χάριν, το grue, το οποίο αποδίδει, ταυτόχρονα, την ιδιότητα του πράσινου (green) και του μπλε (blue). Ή το squaround, που εκφράζει για το υποκείμενο την ιδιότητα του τετράγωνου (square) και, παράλληλα, του κυκλικού (round). Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, δίνουμε και ένα παράδειγμα στα ελληνικά: Το υποκείμενο Α είναι «μαύσπρο», συνδυάζει, δηλαδή, δύο ιδιότητες οι οποίες αλληλοαποκλείονται, το μαύρο και το άσπρο. Ο γερμανός φιλόσοφος Markus Gabriel ονομάζει τα συγκεκριμένα κατηγορούμενα «διαγώνια». Επίσης, αποκαλεί «διαγώνια» την περιοχή όπου συναντώνται τα «μαύσπρα» όντα και πράγματα, καθώς και άλλοι παρόμοια αντιφατικοί συνδυασμοί.
Τα προηγούμενα πρέπει, τώρα, να δικαιολογήσουν την ενσωμάτωσή τους σε ένα κείμενο για την ποίηση. Υποστηρίζουμε, λοιπόν, πως η τελευταία συνιστά μια τέτοια διαγώνια περιοχή. Ένα πεδίο το οποίο τέμνει, λοξά, πολλά διαφορετικά πεδία. Ώστε υφίσταται ως ένας ετερότοπος, αποτελούμενος από οξύμωρες συνυπάρξεις. Αυτή η αντίληψη για την ποίηση βρίσκει την πιο απλοϊκή εφαρμογή της σε ποιήματα όπου εμφανίζονται νεόκοπες λέξεις, οι οποίες προκύπτουν από τη συρραφή άλλων. Όμως, η ουσία της έγκειται στο γεγονός ότι, σε έναν καλό ποιητή, η αντίφαση εντοπίζεται σε όλα τα επίπεδα: στην ακουστική και την οπτική εντύπωση που αφήνουν οι στίχοι, στη συντακτική διάρθρωση, στο επίπεδο του σημαινόμενου και της αναφοράς. Με άλλα λόγια, η ποιητική ιδιόλεκτος, εδώ, τέμνει λοξά τη γλώσσα. Τη συναντά, διασταυρώνεται μαζί της, αλλά ποτέ δεν συμπίπτουν. Εν προκειμένω, η ιδιόλεκτος συμπεριφέρεται ως μια διαγώνια γλώσσα.
Στη μεταμοντέρνα –ίσως και μετα-μεταμοντέρνα– εποχή μας, ο ερμητισμός, η κρυπτικότητα εκλείπουν. Η απόλυτη τέχνη δεν έχει πλέον βαρύνον εκτόπισμα και τείνει να αντικαθίσταται από μια τέχνη που είναι προσβάσιμη. Έτσι, ένα καλό ποίημα αφήνει την εξής παράξενη αίσθηση: ότι βρισκόμαστε μπροστά στο αντιφατικό αποτέλεσμα μιας οικείας μορφής η οποία καταλήγει να είναι ανοίκεια. Η αντιφατικότητα αυτή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς μας βάζει στη διαδικασία να ανιχνεύσουμε τους μηχανισμούς και τις πρακτικές που την προκαλούν. Τα ποιήματα των καλών ποιητών εγγράφουν, συνεπώς, στο σώμα τους την έρευνα και τη θεωρία.
Από την άλλη, για να κάνεις κακή ποίηση υπάρχουν πολλοί τρόποι. Μπορείς να επαφίεσαι στην άγνοια και, συνακόλουθα, στη σχολική αντίληψη για την ποίηση –που είναι και η αντίληψη των περισσότερων– ή και να νομίζεις, μέσα στην αδαημοσύνη σου πάλι, πως δημιουργείς ό,τι πιο ρηξικέλευθο και πρωτότυπο. Μπορεί, αντίθετα, να είσαι πολύ διαβασμένος αλλά προσκολλημένος σε μια ποιητική του παρελθόντος. Μπορεί, επιπλέον, να χαθείς μέσα στο νέφος του λεξικεντρισμού. Ή μπορεί να παρασυρθείς από τα κοινωνικά και πολιτικά trend της εποχής, είτε από γνήσιο ενδιαφέρον είτε από την ιδιοτελή επίγνωση ότι έτσι θα σε προσέξουν. Στη δεύτερη περίπτωση καταλέγονται και όσοι υιοθετούν μια επαναστατική πόζα και μια επιθετική, ακόμη και αθυρόστομη, δήθεν εξεγερσιακή φρασεολογία. Μπορεί, εξάλλου, να ταυτίζεις το ποίημα με ένα απλό πολιτιστικό προϊόν. Ή, παρεξηγώντας τη μεταμοντέρνα συνθήκη, να εξομοιώνεις την ποίηση με τη μη τέχνη. Μπορεί, περαιτέρω, να πειραματίζεσαι με τoν λόγο ο οποίος διαμορφώνεται από τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, δίχως όμως να έχεις καταφέρει να του δώσεις μια ορισμένη μορφή. Και μπορείς, τέλος, να αρκείσαι στην ποιητική κοινή. Ένα ουσιαστικά συστημικό discours, το οποίο εγγυάται την επιτυχία, στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής συντεχνίας σου.
Υπάρχουν όμως και καθολικότερες αιτίες, για τις οποίες η τέχνη μας, σήμερα, παράγει φτωχά αποτελέσματα: Οι περισσότεροι άνθρωποι συμμορφώνονται στις απαιτήσεις του μοντέλου ενός ολοένα και πιο αντίξοου κόσμου. Συμβιβάζονται με την ιδέα πως ζουν σχετικά καλά, αφού στο εγγύς μέλλον τα πράγματα θα καταστούν σίγουρα χειρότερα, ώστε αποδεικνύονται πρόθυμοι στο να υπακούσουν σε οποιουσδήποτε περιορισμούς και απαγορεύσεις. Και αυτό, επειδή υιοθετούν άκριτα τη μιντιακή μυθολογία, η οποία, μέσω της επιτελεστικής λειτουργίας της, εγκαθιδρύεται ως πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, η ποιητική τέχνη αντανακλά την όλο και πιο γυμνή ζωή και τα μιντιακά αφηγήματα.
Εάν η ποίηση διαγράφει τη διαγώνια κίνηση, την οποία αναφέραμε πιο πάνω, τότε δρα απελευθερωτικά. Γιατί τέμνει, ουσιαστικά διαλύει τις κάθετες εκδοχές της πραγματικότητας. Δηλαδή τις μονοσήμαντες και επιτελεστικές ερμηνείες του κόσμου. Πρόκειται, μάλιστα για μια λοξή κίνηση η οποία αποφέρει μια τέχνη πολυσυλλεκτική και συμπεριληπτική, καθώς διαπερνά πάρα πολλά διαφορετικά πεδία. Κατά τη γνώμη μας, σε αυτή την κατεύθυνση επιχειρούν να κινηθούν οι πρόσφατες ποιητικές συλλογές Καταυλισμός του Γιώργου Βέη, Ημέρες καλοσύνης της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, Σιγκιρίγες για τον ταύρο του Τερουέλ της Αγγελικής Κορρέ και Μύθοι για το τέλος του κόσμου της Ευτυχίας Παναγιώτου. Σε αυτές ανοίγεται μια ευρύτατη προοπτική, η οποία χαρακτηρίζεται τόσο από την οικουμενική όσο και από την ιστορική διάσταση. Σημαντικές επιτυχίες, κόντρα στην κακή ποίηση.

*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι ποιητής και δρ κλασικής φιλολογίας

Γιάννης Φωκάς, «Trophies», 2016, μικτή τεχνική σε καμβά, 240 x 300 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: