Του
Κώστα Βούλγαρη
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΤΖΙΟΒΑΣ, Ιστορία, έθνος και μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση. Τραύμα, μνήμη και
μεταφορά, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 454
Πενήντα
χρόνια πέρασαν και η Μεταπολίτευση είναι παρούσα, ως περίοδος που άνοιξε με την
πολιτειακή αλλαγή και τη συνακόλουθη, παντοειδή κοινωνική έκρηξη,
αποδεικνύοντας πως ο ιστορικός χρόνος δεν είναι γραμμικός αλλά αραιούται και
πυκνούται, έχει χάσματα και αναστροφές, γιατί καθορίζεται από τα όντως σημαντικά
γεγονότα, τα οποία δίνουν τον τόνο και τη διάρκεια των ποιοτήτων και των τάσεων
που δημιουργούνται κάθε φορά. Αποδεικνύοντας και την αφέλεια, ή μάλλον την
ανταγωνιστική στράτευση όσων κάθε τόσο, όλα αυτά τα χρόνια, κήρυτταν το τέλος
της Μεταπολίτευσης, δηλαδή το τέλος όσων επέσυρε και πυροδότησε.
Αρκετές
οι μελέτες της περιόδου, ιστορικές και ταυτόχρονα συγχρονικές, οι περισσότερες
από τις οποίες εγγράφονται στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης, και δίπλα τους
αυτές του Δημήτρη Τζιόβα, αφού μέχρι τώρα μας είχε δώσει και άλλα βιβλία
επικεντρωμένα στη Μεταπολίτευση, με κύριο χαρακτηριστικό τους ότι δεν την
αντιμετωπίζουν ως ένα χρονικό άνυσμα αλλά ως μια ιστορική περίοδο με την
ιδιοπροσωπία της, όπως το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, Η Ελλάδα από τη
χούντα στην κρίση: Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης.
Στο
ανά χείρας βιβλίο, ο Τζιόβας αναδεικνύει τις παραμέτρους που ορίζουν το πολιτισμικό
τοπίο της Μεταπολίτευσης σε σχέση με τα κειμενικά γεγονότα της νεοελληνικής
πεζογραφίας. Οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου είναι χαρακτηριστικοί: «Οι
χρόνοι της ιστορίας: Μεταπολίτευση και παροντισμός», «Έθνος και ιστορικό
μυθιστόρημα», «Εθνική αλήθεια και ετερότητα: από το πένθος στην αυτογνωσία»,
«Υπερβαίνοντας το τραύμα: από τη νοσταλγία στη μεταμνήμη», «Ιστορία και
αφηγηματικοί τρόποι: από τη μαρτυρία στην αρχειακή ποιητική», «Μεταξύ
παρελθόντος και παρόντος: χρονικότητα, μεταφορά και μυθιστόρημα», «Οι γέφυρες
της ιστορίας: το μυθιστόρημα ως εθνική μεταφορά», «Το παρελθόν είναι μια ξένη
χώρα: από το εθνικό στο δι-εθνικό».
Με
αυτές τις παραμέτρους, ήδη από την Εισαγωγή του, τοποθετεί την πεζογραφία των
εν λόγω ετών μέσα στην παροντική, μεταμοντέρνα συνθήκη: «Θα μπορούσαμε να
πούμε ότι στην πεζογραφία της Μεταπολίτευσης συνυπάρχουν δύο βασικές
κατευθύνσεις: η αναθεωρητική και η βιοπολιτική, χωρίς να λείπουν βέβαια οι
αλληλοεπικαλύψεις τους. Η πρώτη εστιάζει στην αναμόχλευση και επανεξέταση του
(ιστορικού) παρελθόντος με ιδιαίτερη έμφαση στον Εμφύλιο πόλεμο και τις
υποφωτισμένες πτυχές της ιστορίας. Η δεύτερη ασχολείται με θέματα που θα
μπορούσαν σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστούν βιοπολιτικά (διαφορετικότητα,
ταυτότητα, φύλο, μετανάστευση, βία, κρίση, οικογενειακές σχέσεις)».
Παρ’
ότι ο Τζιόβας δηλώνει, στις αμέσως επόμενες σειρές, ότι «από εδώ και πέρα
θεωρώ ότι το ενδιαφέρον θα στρέφεται ολοένα και περισσότερο σε τρέχοντα
βιοπολιτικά ζητήματα», στα Επιλεγόμενα μιλά μόνο για την πρώτη κατεύθυνση,
την «αναθεωρητική», τονίζοντας πως η σχέση ιστορίας και πεζογραφίας πλέον δεν «συνιστά
τη γραμμική μετάβαση από την αλήθεια στη σχετικότητα και από την αυθεντικότητα
στην υπονόμευσή της αλλά έναν μετεωρισμό μεταξύ των δύο. Οι ανατρεπτικές
στρατηγικές της μεταμυθοπλασίας [κλπ]»
Μήπως
πρόκειται για κάποια αντίφαση; Όχι, γιατί θα πρέπει να κάνουμε τη διάκριση
μεταξύ, από τη μια, της πεζογραφίας «της εποχής», που γράφεται σύμφωνα με τον
εκάστοτε συρμό, αντανακλώντας/αναπαριστώντας το «περιβάλλον», όπου όντως έχουμε
την (αγχωτική και επισπεύδουσα) ανάδυση βιοπολιτικών θεματικών, δηλαδή ενός
«περιεχομένου» που υποδύεται την μορφή, και, από την άλλη, της πεζογραφίας του
ιστορικού παρόντος, η οποία εγγράφεται στην αλληλουχία των καλλιτεχνικών μορφών,
γιατί διά της μορφής και της αφηγηματικής κατασκευής προσδίδει «περιεχόμενο»
στην αφήγηση.
Επ’
αυτού, ο Τζιόβας επικαλείται την Linta Hutcheon, και τη ρήση της ότι «το ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί την
καθαρότερη καλλιτεχνική έκφραση του μεταμοντερνισμού», για να συμπληρώσει: «Ως
εκ τούτου, αποτελεί την καταλληλότερη αφετηρία για να διερευνήσουμε και την
ιδιαιτερότητα του ελληνικού μεταμοντερνισμού», αφού βέβαια στις σελίδες που
προηγήθηκαν έχει εξηγήσει αναλυτικά τις διαφορές του παλαιότερου ιστορικού
μυθιστορήματος με το σύγχρονο, όπου οι πιο προωθημένες εκφάνσεις του υπάρχουν
στη μεταμυθοπλασία.
Μάλιστα,
το γεγονός ότι «η εμφάνιση της μεταμυθοπλασίας συμπίπτει περίπου με την αρχή
της Μεταπολίτευσης είναι κάτι που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη όταν εξετάζουμε τη
σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας στην Ελλάδα». Γιατί αυτό είναι το μείζον
αισθητικό γεγονός που συμβαίνει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όσον αφορά την
πεζογραφία (αντίστοιχα και την ποίηση, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση): η
μετάβαση από τον ύστερο μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Και έτσι, είναι
χαώδης η απόσταση που χωρίζει δύο κορυφαία και ομοθεματικά (Εμφύλιος)
μυθιστορήματα, το Κιβώτιο (1974) του Άρη Αλεξάνδρου και την Ορθοκωστά
(1994) του Θανάση Βαλτινού. Εδώ νομίζω ταιριάζει η εύστοχη παρατήρηση του
Τζιόβα: «Από την αποδόμηση της αιτιότητας ή τη μυθοποίηση της ιστορίας στην
πρώιμη Μεταπολίτευση περνούμε σταδιακά στην έρευνα και την κατασκευή της
ιστορίας μέσω αρχειακού υλικού».
Τα
τελευταία χρόνια, είδαν το φως τα αντίστοιχα −από άποψη θεματικής και χρονικού
ανύσματος− βιβλία των Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, Ελισάβετ Κοτζιά, Δημοσθένη
Κούρτοβικ, τα οποία όμως υπόκειντο, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, στις αναδρομικές
δεσμεύσεις της συγχρονικής κριτικής που οι συγγραφείς τους άσκησαν επί
δεκαετίες∙ αυτή η παρελθοντική εγγύτητα κατά τη γνώμη μου τα καθηλώνει.
Αντίθετα, το βιβλίο του Τζιόβα ισορροπεί ανάμεσα στην εγγύτητα μιας παροντικής
ανάγνωσης και την αποστασιοποίηση μιας ακαδημαϊκής προσέγγισης, κι έτσι προκύπτει
παραγωγικότερο και σίγουρα εγκυρότερο.
Το
βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα έχει συνθέσει όλες τις προϋποθέσεις για ένα επόμενο
βήμα: την αισθητική αποτίμηση μορφών και αφηγηματικών τεχνικών, μέσα στην
αλληλουχία που συνιστά την ιστορία της λογοτεχνίας. Δεν ξέρω αν θα το κάνει ο
ίδιος αυτό το βήμα, απαλλαγμένος πια από τις δουλείες καταγραφής και
παρουσίασης του πεδίου, όπως εδώ το έχει ορίσει θεματολογικά, όμως πιστεύω πως
θα ήταν κρίμα να μην το κάνει∙ έχει όλες τις γνωσιοθεωρητικές προϋποθέσεις και
δυνατότητες, και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον,
ερεθιστικό θα έλεγα.
Βέβαια,
σε τέτοια εγχειρήματα εγείρονται άλλες απαιτήσεις πληρότητας και αποτίμησης, επιλογής
και διαύγασης, αλλάζουν δραματικά τα κριτήρια∙ π.χ., πρόσκαιρες αφηγηματικές
τεχνικές διαχωρίζονται από καλλιτεχνικά προτάγματα, που χρησιμοποιούν συστηματικά
τις ίδιες ή ανάλογες τεχνικές, κλπ. Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν είναι δυνατόν
να απουσιάζει το κατά τη γνώμη μου κορυφαίο μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης, η Ιστορία
των μεταμορφώσεων του Γιάννη Πάνου, το οποίο ικανοποιεί στο έπακρο όσα
αποτελούν το «χαρακτηριστικό γνώρισμα» της μεταμυθοπλασίας, όπως το ορίζει ο
Τζιόβας: «καθιστά προβληματικά και ρευστά τα όρια γλώσσας και
πραγματικότητας, ιστορίας και μυθοπλασίας, λογοτεχνίας και κριτικής, σχολίου
και αφήγησης, παρόντος και παρελθόντος».
Ένα
τέτοιο έδαφος, με «προβληματικά και ρευστά» τα όριά του, είναι το
ιστορικό παρόν, και ο Δημήτρης Τζιόβας κατάφερε να το αναδείξει. Ένα πολύ
σημαντικό βιβλίο.
![]() |
Jan Fabre, The bleeding arm armour, 2023, χρυσές ψηφίδες 24ων καρατίων και σμάλτο, 120,5 x 100,5 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου