4/5/24

Γ[εώργιος] Α[θανασίου] Β[ελουδής]


Της Μαρίας Οικονόμου*

Κάποια από τα βιβλία του, δερματόδετα ή επενδεδυμένα με χαρτόνι σκληρό, έφεραν στη ράχη τους ανάγλυφα τα χρυσά γράμματα ΓΑΒ, τα οποία —έσπευδε εκείνος να εξηγήσει— παρέπεμπαν στα αρχικά του ιδιοκτήτη τους, στον ίδιο δηλαδή: Γ[εώργιος] Α[θανασίου] Β[ελουδής]. Ο ΓΑΒ διέθετε ασυναγώνιστο χιούμορ, το οποίο κάποτε —σε αντίθεση με το αθώο ευφυολόγημα του μονογράμματός του— μπορούσε να αφήσει πίσω κάθε ευπρέπεια και να σκάσει σαν κροτίδα που σε άφηνε σύξυλο, μπορούσε να πάρει τη μορφή λογοπαιγνίων με αναγραμματισμούς και αντιστροφές συλλαβών, ή να είναι απλώς «διήγησις ανεκδότων» που όμως, και πάλι, σε άρπαζε πλαγίως και εξαπίνης («το άλλο με τον Χρουστσόφ, το ξέρεις;»). Έπρεπε, ασφαλώς, για να τα ανακαλύψεις όλα αυτά να αποτολμήσεις το άλμα και να εισχωρήσεις στο σύμπαν του, το οποίο θρυλούταν ότι ήταν —και ως έναν βαθμό ήταν πράγματι— ρευστό και απρόβλεπτο.
Στα Γιάννενα, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, η παρουσία του τροφοδότησε διάφορες αφηγήσεις που όλο διαστέλλονταν, αγγίζοντας τη φήμη ενός μυθικού όντος κάποιος μισός άνθρωπος, μισός δερμάτινο παντελόνι— με τρόπους ξένους προς τα ακαδημαϊκά πρωτόκολλα, εγρήγορος, διαυγής και ακραίος (μπορούσε να γίνει στουρμ-και-ντραγκ, προειδοποιούσαν κάποιοι), κυκλοφορούσε ανάμεσά μας και το κυριότερο: δίδασκε. Όσοι βρήκαμε το θάρρος να προσέλθουμε για να τον ακούσουμε από κοντά, αμφιρρέπαμε στην αρχή: μας είλκυε και μας δυσφορούσε ταυτοχρόνως. Όσοι έμειναν, φιλοδωρήθηκαν γενναιόδωρα. Τα μαθήματά του δεν ήταν μόνον τεκμηριωμένες και ευαίσθητες διαλέξεις για τη λογοτεχνία, προϊόντα πολύχρονης και στέρεας έρευνας, συχνά αρχειακής∙ ιδίως στόχευαν να προαγάγουν συστηματικά τη μελέτη της λογοτεχνίας σε επιστήμη. Αυτό δηλαδή που αργότερα έλαβε σάρκα και οστά στην —καινοτόμο τότε— εργασία του Γραμματολογία, προπομπός της οποίας υπήρξε το γραμματολογικό μωσαϊκό που εκείνος ονόμασε Ψηφίδες, ζυμωνόταν ήδη τότε, εκεί. Άοκνα εκείνος δούλευε προς αυτήν την κατεύθυνση∙ καταγγέλλοντας από την άλλη (με τη γνωστή βελούδεια γλώσσα και κάμποση σκατολογία) την «ορολογιακή ένδεια», την κυρίαρχη ενασχόληση με τα κείμενα, «ερασιτεχνική και κατάφωρα παρερμηνευτική», χλευάζοντας ανελέητα τις κακοχωνεμένες παραλλαγές του «γαλλικού παραδείγματος» που κυριαρχούσε στις νεοελληνικές σπουδές και γεννούσε «τριμμένα αποφόρια παρισινών μοντέλων». (Όμως, το «υβρεολόγιο» του δεν ήταν ποτέ μόνο αποφόρτιση ενός μαινόμενου πνεύματος∙ ήταν η γλώσσα της εναντίωσης απέναντι σε ευκολίες και κλισέ, ήταν απόκλιση ηθελημένη που κατασκεύαζε επιμελώς την πρόκληση…) 
Πολύγλωσσος και έχοντας γευτεί «havyar»[1] στο Λουδοβίκειο Μαξιμιλιάνειο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου σπούδασε και δίδαξε για έτη, καλλιεργούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον για τη «Συγκριτική Γραμματολογία», επί το απλούστερον: τη συνομιλία μεταξύ κειμένων, συγγραφέων, ιδεών διαφορετικών τόπων και «εποχών». Μπορούσε να μεταμορφώσει τα πάντα σε συναστρίες. Έξαφνα, ας πούμε, δίπλα στον Ρίτσο στεκόταν ο Μαγιακόφσκι, ή συζητούνταν φαινόμενα όπως η «Αγκιτπρόπ»∙ ο Batman και ο Ξενόπουλος ήταν εγκάτοικοι της επικράτειας της «μαζικής κουλτούρας»∙ στίχοι του Σολωμού επιβαλλόταν να διαβαστούν αντικριστά με στίχους του GoetheDes Menschen Seele / Gleicht dem Wasser»…) ή του Schiller, τους οποίους εκείνος, όμοια με ντετέκτιβ, αποθησαύριζε με πείσμα και επιμονή για χρόνια, πριν από τα χρόνια του internet, πάνω σε καρτέλες αποδελτίωσης ή σε λίστες που διατηρούσε, προκειμένου να αναδείξει τη σύνδεση της ποιητικής πράξης του Σολωμού με τη φιλοσοφική θεωρία του γερμανικού ρομαντισμού. Κι αφού όλα αυτά τα συνέθεσε stufenweise (που πάει να πει: βαθμηδόν) σε περισσότερες από μία διεξοδικές μελέτες, έφτασε η ώρα —και έφτασε επαξίως— να διασχίσει το βήμα και να παραλάβει το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου από την τότε Υπουργό Πολιτισμού: ήταν το 1984 (κι ύστερα πάλι το 1990)∙ και ο φωτογράφος, που απαθανάτισε το συμβάν, τον πάγωσε να κοιτάζει με βλέμμα αμήχανο το βραβείο (μπορεί, όμως, και το torso της Μελίνας).
Εξίσου κινούταν με άνεση πέραν των ορίων της κειμενοκεντρικής φιλολογίας, επιχειρώντας ανοίγματα σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα «διαμεσικότητα» και εν γένει «πολιτισμικές σπουδές» — αρκεί μια ματιά στα πρώιμα κείμενά του για τη μελοποίηση της ποίησης του Ρίτσου, φέρ’ ειπείν∙ ή στον τρόπο που αξιοποίησε «εξωλογοτεχνικά τεκμήρια» (από την ονοματοθεσία οδών και πλοίων έως και γελοιογραφίες εφημερίδων), τα οποία συνέδραμαν στη μεταμόρφωση του Σολωμού σε «εθνικό τοτέμ». Ιδίως το ζήτημα της ιδεολογίας (σε διάλογο με τον Marx) και αυτό της ιστορικότητας υπήρξαν νόμοι ακατάλυτοι στην έρευνα και τη διδασκαλία του· γύρω από αυτούς έχτιζε —και προέκρινε— μια βαθιά πολιτική σκέψη. Προπάντων με ό,τι έκανε και ό,τι έλεγε έμοιαζε να θέτει διαρκώς το θέμα ενός κριτικού ήθους: ενός στοχασμού που όφειλε να εναντιώνεται σε συνήθειες, πρακτικές και θεσμούς, να γίνεται ταραξίας και αναρχικός, να αποκαλύπτει αλήθειες, να ενέχει κινδύνους.
Ίσως, έλεγε ο ίδιος, να ήταν η επιδεινούμενη παθολογία της χώρας που άρχισε να υφαρπάζει ένα κομμάτι του εαυτού του. Κι όταν αφηνόταν να βυθιστεί εντός της (πάντα για λίγο μόνον), όταν ένιωθε «ξένο σώμα» και αναφομοίωτος, ή νοσταλγούσε το γερμανικό παρελθόν μιλώντας σαν τον Λίβιο του Δάντη (: «Nessun maggior dolore / che ricordarsi del tempo felice ne la miseria», «Κανένας πόνος δεν είναι πιο μεγάλος απ’ το να αναθυμάσαι μες στη δυστυχία σου τις ευτυχισμένες μέρες»), άλλο τόσο γινόταν ευάλωτος. Αλλά και τότε ακόμη παρέμενε για εμάς, μια αχνή κοινότητα «Followers», κατ’ ουσίαν ο ίδιος: κρυστάλλινος, απροϋπόθετος και συνεπής.
Post mortem κυκλοφορεί στο διαδίκτυο μια φωτογραφία που τον απεικονίζει σοβαρό, με πρόσωπο ελαφρώς ασύμμετρο, λες και βγήκε από πορτρέτο του Valerio Adami. Τον αδικεί καταφανώς. Σε κάποιο αρχείο ευτυχώς σώζεται μιαν άλλη, που αποτυπώνει την ιδιοσυγκρασία του ευκρινέστερα: Τώρα —βρίσκεται σε κάποια φοιτητική εκδρομή, κι είναι νέος ακόμη∙ με συγκρατημένο χαμόγελο στρέφεται στον φακό, ενώ η ομήγυρη εκρήγνυται σε γέλια. Να συμπεράνουμε ότι κάποιο ευφυολόγημά του έσκασε πάλι εκεί; Σχεδόν το γέλιο φτάνει ως εδώ, το παρελθόν ανοίγει. Κι έτσι όπως κοιτώ το βλέμμα στην αντίπερα όχθη, μου έρχεται προς στιγμήν να βγάλω το τετράδιο και να κρατήσω σημειώσεις.      
 
*Η Μαρία Οικονόμου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΑΠΘ

[1] Αστείο του ιδίου μόνο για μυημένους: «χαβιάρι» σε αντιδιαστολή προς τη «λαδορίγανη».  

Δεν υπάρχουν σχόλια: