26/5/24

Ένα εφήμερο μνημείο;

25 Μαρτίου 1952, πλατεία Ελ. Βενιζέλου, Νίκαια. Το εφήμερο ηρώο μετά την κατάθεση στεφάνων. Φωτ. Δημήτρης Ιωαννίδης, συλλογή του ιδίου.

Μια εαμική μνημονική πρακτική σε καιρούς ανασυγκρότησης
Της Μαρίας Πούλου*

Στις 25 Μαρτίου 1952 για πρώτη φορά από τα χρόνια του Εμφυλίου η Νίκαια τίμησε μια εθνική επέτειο με πλήρη εορτασμό, δηλαδή με κατάθεση στεφάνων και παρέλαση εν τω δήμω. Μετά τη δοξολογία στο ναό του Αγίου Νικολάου, υπό τους παιανισμούς της τοπικής Φιλαρμονικής και την παρουσία στρατιωτικών αγημάτων, δημοτική αρχή και επίσημοι προχώρησαν σε κατάθεση στεφάνων στο ηρώο της γειτονικής πλατείας. Μια φωτογραφία από την ημέρα εκείνη καταγράφει το γεγονός στη λήξη του: στη μέση της πλατείας Ελ. Βενιζέλου, ανάμεσα σε κατοίκους που παρακολουθούν τον εορτασμό και άλλους που απομακρύνονται, νεαροί πρόσκοποι με τον κοντό παρά πόδα κάνουν χρέη τιμητικής φρουράς γύρω από το κατάμεστο από στεφάνια ηρώο (εικ. 1).
Όλα είναι αναμενόμενα στο πλαίσιο ενός τοπικού εορτασμού εθνικής επετείου της δεκαετίας του ΄50. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, κοιτάζοντας ανυποψίαστος τη φωτογραφία, ότι το κεντρικό σύμβολο του εορτασμού, το ηρώο, δεν είναι μαρμάρινο; Ότι δεν είναι παρά μια ξύλινη κατασκευή, ένα «σκηνικό», κατά τον χαρακτηρισμό των Κοκκινιωτών της εποχής; Και τι θα είχε να πει διαπιστώνοντας ότι η απίθανη αυτή πρακτική δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της τελετής; Το ιδιαίτερο στο κατά τ΄ άλλα συμβατικό φωτογραφικό στιγμιότυπο είναι ετούτο ακριβώς: το ότι σε καιρό εδραιωμένης ειρήνης ο επίσημος τοπικός εορτασμός μιας εθνικής επετείου επιτελείται γύρω από μια εφήμερη κατασκευή που λειτουργεί στο δημόσιο χώρο ισότιμα με ένα γλυπτό μνημείο πεσόντων.
Γιατί  όμως η πόλη να κάνει την επιλογή αυτή; Γιατί δεν μερίμνησε να αποκτήσει το ηρώο της, όπως υπέδειξε η πολιτεία από το 1946[1] και έκαναν όσοι δήμοι και κοινότητες δεν διέθεταν ήδη με αφορμή τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο; Πόλη Μικρασιατών προσφύγων που ιδρύθηκε το 1923, η Νίκαια δεν είχε ανάλογο μνημείο. Είχε συμβάλει όμως στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την κατοχική Αντίσταση, συνεπώς όφειλε να έχει επιδιώξει την ανέγερση ηρώου μετά τη λήξη του πολέμου. Γιατί δεν το έκανε και πώς οδηγήθηκε στην απόφαση να αναπληρώσει την έλλειψη με την κατασκευή ενός «σκηνικού», όπως δηλαδή θα έκανε αν προετοίμαζε μια θεατρική παράσταση στο πλαίσιο του επετειακού εορτασμού; Πολλά τα ερωτήματα, για τα οποία το νήμα της απάντησης οδηγεί μια δεκαετία περίπου πίσω.
Την κατοχική περίοδο η Κοκκινιά, όπως λεγόταν τότε η Νίκαια, είχε μαζική συμμετοχή στο ΕΑΜ. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, μετά το συμμαχικό βομβαρδισμό του Πειραιά τον Ιανουάριο του 1944 έγινε ο πυρήνας της ένοπλης πειραϊκής Αντίστασης,[2] μια συνοικία-οχυρό, απροσπέλαστη στις δυνάμεις κατοχής. Για το λόγο αυτό, μαζί με τις άλλες προσφυγικές συνοικίες, έγινε στόχος των μαζικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που εξαπέλυσαν την ίδια χρονιά οι ελληνικές και γερμανικές κατοχικές αρχές. Μετά τη μάχη της Κοκκινιάς τον Μάρτιο, οι κατοχικές δυνάμεις επέστρεψαν στην πόλη στις 17 Αυγούστου και διενέργησαν στην πλατεία της Οσίας Ξένης ένα από τα βιαιότερα και πιο αιματηρά μπλόκα της Κατοχής.
Τον επόμενο Αύγουστο, με πρωτοβουλία της Ένωσης Θυμάτων Κατοχής και τη συνδρομή επαγγελματικών σωματείων της πόλης και ιδιωτών, οργανώθηκε πάνδημη τελετή μνήμης για την πρώτη επέτειο του μπλόκου.[3] Η τελετή δεν περιορίστηκε στο θρησκευτικό μνημόσυνο, αντίθετα πήρε δημόσιο χαρακτήρα με αντιφασιστικές ομιλίες και κατάθεση στεφάνων στην πλατεία όπου έλαβε χώρα το μπλόκο. Η μαζική συμμετοχή του κόσμου σε συνδυασμό με την παρουσία ηγετικών στελεχών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, εκπροσώπων των δημοκρατικών κομμάτων, της βρετανικής πρεσβείας, των δήμων με αντιστασιακή δράση, των Επιτροπών Εθνικής Αλληλεγγύης, σωματείων και συλλόγων την ανέδειξαν σε μια εμβληματική αντιφασιστική εκδήλωση (εικ. 2).[4]
Το αίτημα της δημόσιας μνημόνευσης συνδεόταν με την εαμική διεκδίκηση της εθνικής μνήμης για τον πόλεμο. Την περίοδο της Κατοχής το ΕΑΜ οικειοποιήθηκε τις επίσημες μνημονικές πρακτικές δίνοντάς τους αντιστασιακό περιεχόμενο. Από την Απελευθέρωση έως τα τέλη του 1945 οργάνωσε στις συνοικίες τελετές μνήμης για τις επετείους αντιστασιακών γεγονότων, στήνοντας για τις ανάγκες τους εφήμερα ηρώα από μη ευγενή υλικά.[5] Η ίδια πρακτική ακολουθήθηκε στην επέτειο του μπλόκου της Κοκκινιάς. Ένα εφήμερο, ξύλινο προφανώς, ηρώο, σε σχέδιο του αυτοδίδακτου τότε ζωγράφου, Μιχάλη Νικολινάκου, κατασκευάστηκε από «ομάδα εργασίας», προφανώς από τα μέλη του εαμικού καλλιτεχνικού συνεργείου Κοκκινιάς, και στήθηκε εν όψει της τελετής στην πλατεία της Οσίας Ξένης (εικ. 3).[6]
Μέχρι την ανέγερση του μόνιμου μνημείου της πόλης έντεκα χρόνια αργότερα, το 1945 ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που το μπλόκο της Κοκκινιάς τιμήθηκε δημόσια στην πλατεία όπου έλαβε χώρα. Ωστόσο, παρά τη συντονισμένη προώθηση της θεσμικής αφήγησης για τον πόλεμο από τις εθνικόφρονες κυβερνήσεις των επόμενων χρόνων,[7] δεν ανεγέρθηκε ηρώο πεσόντων σε κεντρικό σημείο της Νίκαιας -κατά την υπόδειξη της Νομαρχίας- υπό διορισμένη δημοτική αρχή, δηλαδή κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και μέχρι τις πρώτες δημοτικές εκλογές. Το ζήτημα του μνημείου παρέμεινε σε εκκρεμότητα λόγω της έντονης διαμάχης των δημοτικών συμβούλων για τη χωροθέτησή του, ουσιαστικά δηλαδή για τη σύνδεση ή μη της δημόσιας μνήμης της πόλης με την αντιστασιακή της ταυτότητα.[8]
Η λύση δόθηκε με τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Απριλίου 1951. Η συμμαχία των αριστερών δυνάμεων, με υποψήφιο δήμαρχο τον Δημήτριο Καρακουλουξή, υπερίσχυσε με απόλυτη πλειοψηφία, ενώ ο δεύτερος συνδυασμός, οι συνεργαζόμενοι με την ΕΠΕΚ, έλαβε το επίσης μεγάλο ποσοστό του 30,43%. Τον Οκτώβριο του επόμενου χρόνου το δημοτικό συμβούλιο της πόλης ψήφισε την ανέγερση μνημείου πεσόντων στην πλατεία Οσίας Ξένης.[9] Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, πρόκειται για το πρώτο ψήφισμα δημοτικού συμβουλίου στον αστικό χώρο που επικυρώνει την ανέγερση ηρώου πεσόντων στον τόπο διεξαγωγής κατοχικού μπλόκου. Θα χρειάζονταν ωστόσο άλλα τέσσερα χρόνια, έως ότου η πόλη αποκτήσει το μνημείο της, το ιδιαίτερο έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Έτσι, όταν τον Μάρτιο του 1952 το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε τον εορτασμό της εθνικής επετείου σε όλους τους δήμους και κοινότητες, η Νίκαια βρέθηκε μπροστά σε μια θεσμική πρόκληση χωρίς να διαθέτει ηρώο.
Παρόμοια ανάγκη δεν είχε προκύψει νωρίτερα. Πλήρης εορτασμός εθνικής επετείου πραγματοποιήθηκε για τελευταία φορά στην Κοκκινιά τον Οκτώβριο του 1947.[10] Έκτοτε, με εξαίρεση την 28η Οκτωβρίου 1950, η πολιτεία προέβλεπε έναν κεντρικό εορτασμό στην Αθήνα και τον Πειραιά -«κατ΄ εξαίρεσιν», δε, στην Κηφισιά και το Μαρούσι-,[11] όπου συμμετείχαν οι εκπρόσωποι των όμορων δήμων και κοινοτήτων. Κοκκινιώτες δημοσιογράφοι διαμαρτύρονταν για τη ρύθμιση αυτή, που θεωρούσαν πως υποτιμά την πόλη και αμφισβητεί τον πατριωτισμό των κατοίκων: «Ο εορτασμός εις την πόλιν μας της 25ης Μαρτίου επεβάλλετο να γίνη, διότι και η εφετινή απαγόρευσίς του θα ήτο αψυχολόγητος και θα επλήγωνε την φιλοτιμίαν του λαού της Νικαίας», δήλωνε τον Μάρτιο του 1952 η σύνταξη του Παρατηρητή, τοπικής εφημερίδας προσκείμενης στην ΕΠΕΚ.[12] Ενάμιση χρόνο αργότερα η ίδια εφημερίδα εξέφραζε απροκάλυπτα τη δυσαρέσκειά της: «Ένα άτοπον, το ολιγώτερον, εξακολουθεί να διαπράττη από ετών ο νομάρχης Αττικής κ. Γεωργιάδης. Συγκεκριμένως απηγόρευσε και πάλιν να εορτάση η Νίκαια εις τον τόπον της την επέτειον του ιστορικού «ΟΧΙ» του ελληνικού λαού κατά της φασιστικής βίας που επεβουλεύθη την ελευθερίαν και την ανεξαρτησίαν της Πατρίδος μας. Και ενώ ο κ. Νομάρχης απαγορεύει τον εορτασμόν της 28ης Οκτωβρίου 1940 εις την πόλιν μας, επιτρέπει τούτον εις το Αμαρούσιον και την Κηφισιάν! Κατόπιν τούτου ευλόγως διερωτάται ο λαός της Νικαίας διατί αυτή η άνισος μεταχείρισις. Μήπως άρά γε, κατά τον κ. Νομάρχην, η πόλις μας δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα πιστοποιητικά πατριωτισμού; Διότι μέχρι του σημείου αυτού φθάσαμε, να διερωτώμεθα δηλαδή εάν πράγματι είμεθα Έλληνες πατριώται, ώστε να δικαιούμεθα να εορτάσωμεν και ημείς εις την πόλιν μας το “ΟΧΙ”».[13]
Η χορήγηση ή η άρνηση άδειας τέλεσης πλήρους εορτασμού των εθνικών επετείων στους δήμους και τις κοινότητες της Αττικής φαίνεται πως στάθηκε μια ακόμη επιτηρητική πρακτική της κεντρικής διοίκησης για τον έλεγχο των συνοικιών ως προς την αυτόνομη δημόσια παρουσία τους και τη διαχείριση της θεσμικής μνήμης. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 1952 η άδεια δόθηκε. Η πόλη των προσφύγων ανέσυρε τότε την εαμική εμπειρία της και την επανέλαβε. Απευθύνθηκε και πάλι στον Νικολινάκο, απόφοιτο πλέον της Σχολής Καλών Τεχνών, ο οποίος σχεδίασε και φιλοτέχνησε, με ανάθεση τώρα, ένα ακόμη εφήμερο ηρώο. Στα δημοτικά πρακτικά καταγράφονται τα οικονομικά στοιχεία της συνεργασίας αυτής, χωρίς πληροφορίες για τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν.[14] Πιθανότατα η κατασκευή ήταν από ξύλο, που επιχρωματίστηκε και κοσμήθηκε με τη γραπτή αφιερωματική επιγραφή «Εις τους Ελευθερωτάς του Έθνους».
Οι Νικαιώτες χαρακτήρισαν την εφήμερη κατασκευή «σκηνικό», διατύπωση που είχε περιγραφική και όχι αρνητική χροιά: «Ευτύχημα που με την άδεια των αρμοδίων δόθηκε η ευκαιρία στους Κοκκινιώτες να γιορτάσουν την εθνική ανεξαρτησία. Και σαν πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση πέτυχε. Φέτος και με το Ηρώον (σκηνικό) που διέθεσε ο Δήμος στη μέση της πλατείας του Άη Νικόλα για την κατάθεση στεφάνου έδωσε κάποιο τόνο πανηγυρικό και ηρωικό».[15] Η πρακτική του «σκηνικού» είχε την αποδοχή της κοινότητας, γι΄ αυτό και επαναλήφθηκε στην αντίστοιχη επέτειο του επόμενου χρόνου με την ίδια εφήμερη κατασκευή.[16] Δεν προέκυψε ανάγκη να χρησιμοποιηθεί άλλη φορά, αφού μέχρι την ανέγερση του μόνιμου μνημείου της πόλης δεν ξαναδόθηκε άδεια πλήρους εορτασμού σε δήμους και κοινότητες.
Σε καιρούς ανασυγκρότησης θα προχωρούσε η πόλη στο στήσιμο ενός εφήμερου μνημείου για τον εορτασμό μιας εθνικής επετείου, αν δεν διοικούνταν από αριστερή δημοτική αρχή και δεν είχε εγγραφεί στην τοπική συλλογική μνήμη ο εμβληματικός εορτασμός της πρώτης επετείου του μπλόκου της Κοκκινιάς; Σίγουρα όχι. Χωρίς την εξοικείωση με τις εαμικές πρακτικές η αντισυμβατική αυτή λύση δεν θα μπορούσε καν να προταθεί, γιατί δεν θα είχε συλλογική νομιμοποίηση. Πέρα όμως από τη σημασία της ως εναλλακτική επίσημη πρακτική με μη θεσμική ιδεολογική καταγωγή, η νικαιώτικη εμπειρία των εφήμερων ηρώων φέρνει στο προσκήνιο μια ουσιαστική διάσταση της λειτουργίας της μνημόνευσης. Όσον αφορά τη μνημειακή γλυπτική, γνωρίζουμε πόσο η τιμώμενη μνήμη προέχει και καθορίζει τη μορφή των μνημείων. Στην περίπτωση των εφήμερων ηρώων η διαπίστωση αυτή οδηγείται στην ακραία συνέπειά της, χωρίς να κλυδωνίζεται η εγκυρότητα της μνημόνευσης. Ως προς την εγκυρότητα αυτή, δηλαδή ως προς τη φύση, τη λειτουργία και τη συλλογική αποδοχή των μνημονικών τελετών, ο χαρακτηρισμός της εφήμερης κατασκευής ως «σκηνικού» είναι αποκαλυπτικός. Το γεγονός ότι η έννοια του σκηνικού, στην πρόσληψη της κοινότητας, δεν προσκρούει ούτε αλληλοαποκλείεται με εκείνη του επίσημου τελετουργικού αναδεικνύει μια ουσιώδη συγγένεια ανάμεσα στη μνημονική και τη θεατρική επιτέλεση. Η πράξη της μνημόνευσης μπορεί να υπηρετηθεί από μια εφήμερη κατασκευή, γιατί το μνημείο λειτουργεί στο πλαίσιο της τελετής ως μεταφορά. Τα υπόλοιπα είναι επιστρώσεις της πρωταρχικής αυτής συνθήκης. Η μονιμότητα του ηρώου, το υλικό του, η κλίμακα, οι αναπαραστατικές συμβάσεις που υιοθετεί, το βάθρο και η επιγραφή δεν συνδέονται πρωτογενώς με τη μνημονική τελετουργία, είναι ιδεολογικές επενδύσεις που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν τη διάρκεια της θεσμοποιημένης μνήμης στο χώρο και το χρόνο.
 
*Η Μαρία Πούλου είναι ιστορικός τέχνης
[1] Εγκύκλιος Νομαρχίας Αττικής 20173/178/17.7.1946. Πρακτικά Δήμου Νίκαιας 52/5/11.9.1946.
[2] Ιάσονας Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού, Θεμέλιο, Αθήνα 2012, σ. 200.
[3] «Στη μνήμη όσων έπεσαν για λευτεριά», εφ. Η Κοκκινιά μας, 12.8.1945. «Το παλλαϊκό πένθος της Παρασκευής», εφ. Η Κοκκινιά μας, 19.8.1945· στο ίδιο «Η συμμετοχή του λαού στο μνημόσυνο»..
[4] «Πενήντα χιλιάδες αντιφασίστες τιμήσανε τους ήρωες της Κοκκινιάς στο μνημόσυνο», εφ. Η Κοκκινιά μας, 26.8.1945. «Ένας όρκος που δόθηκε χθες στο ιστορικό μνημόσυνο της Νεας Κοκκινιάς», εφ. Δημοκρατικός Φρουρός, 20.8.1945.
[5] Σπάμε την άτιμη την αλυσσίδα, Περιοχή ΕΠΟΝ Πειραιά, Πειραιάς 1945. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2012, σ. 284 (βλ. εικόνα).
[6] «Στη μνήμη όσων έπεσαν για λευτεριά εκδηλώσεις τιμής και σεβασμού», εφ. Η Κοκκινιά μας, 19.8.1945.
[7] Γιώργος Μαργαρίτης, «Από τον Μεταξά στον Εμφύλιο. Τα σύμβολα της πατρίδας», στο Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), Η Ελλάδα ΄36-΄49. Από τη Δικτατορία στον  Εμφύλιο. Τομές και συνέχειες, Αθήνα, Καστανιώτης, 2003, σ. 128-129. Αλέξανδρος Τενεκετζής, Τα μνημεία για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρόλ. Ε. Δ. Ματθιόπουλος, Ασινη, Αθήνα 2020, σ. 148-154.
[8] Maria Poulou, “Designated Locations for the Veneration of Victory: the Placement of War Memorials in Athens and Piraeus (1945-1960) in Areas with an Active Role in the Resistance during the Axis Occupation”, Political Monuments from the 20th to the 21st Century: Memory, Form and Meaning, Lia Yoka (ed.), Association of Greek Art Historians, 2021, p. 225-240.
[9]  Πρακτικά Δήμου Νίκαιας, 707/36Α/17.10.1952.
[10] ΓΑΚ, Αρχείο Νομαρχίας Αττικής, τηλεγράφημα ΥΠΕΣ, 89801/10.10.1947.
[11] ΓΑΚ, Αρχείο Νομαρχίας Αττικής, «Περί εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου», ΥΠΕΣ, 70754/15.10.1951.
[12] «Θα εορτασθή με μεγαλοπρέπειαν εν τη πόλει μας η επέτειος της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας», εφ. Παρατηρητής (Νίκαια), 22.3.1952.
[13] «Πατριώται και μη πατριώται;», εφ. Παρατηρητής, 28.10.1953.
[14] Πρακτικά Δήμου Νίκαιας, 427/22Α/19.5.1952.
[15] Καλλιτεχνικός (Λ. Πετράκος;), στήλη Καλλιτεχνικά, εφ. Παρατηρητής, 30.3.1952.
[16] «Πρόγραμμα εορτασμού υπό του Δήμου Νικαίας της επετείου της Εθνικής ημών Παλιγγενεσίας», εφ. Ταχυδρόμος (Νίκαια), 24.3.1953.

Εφ. Η Κοκκινιά μας, 26 Αυγούστου 1945

Εφήμερο ηρώο πεσόντων για την πρώτη επέτειο του μπλόκου της Κοκκινιάς, 1945. Σχέδιο Μιχάλη Νικολινάκου, φωτ. Πωλ Φαρατζιάν. Συλλογή Νίκου Νικολινάκου, ψηφιοποίηση Γιώργου Βεράνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: