Του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου*
ΠΑΥΛΟΣ ΠΕΖΑΡΟΣ, Υγρός
Αμφιβληστροειδής, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 56
Η ποίηση του Πέζαρου είναι φτιαγμένη
από τα απλά υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η ίδια τη ζωή, και με απλό τρόπο
παρουσιάζονται στον αναγνώστη ο οποίος μαγεύεται από την απλότητα αυτή.
Ταυτοχρόνως είναι μια ποίηση που δεν
κρύβει ότι εξελίσσεται μαζί με τη ζωή, δεν υπερίπταται εκτός της, δεν
ανήκει σε μια φαντασιακή σφαίρα λογισμών αποκομμένη από την πραγματικότητα.
Ενώ, λοιπόν, η ζωή συμβαίνει ολόγυρα από τον ποιητή, εκείνος φαίνεται να
δημιουργεί χωροχρονικές γωνιές που στην αγκαλιά τους ζεσταίνει - ίσως και για
χρόνια- την ποιητική ιδέα η οποία
ωριμάζει και απλώνεται ή μπορεί να πει κανείς είναι σα να χτίζει η ίδια -στη
συνείδηση του ποιητή- το σπίτι όπου πρόκειται να κατοικήσει.
Στη συλλογή μοιραία συναντάμε ποιήματα που έχουν γραφτεί και ολοκληρωθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους (όπως φαίνεται και από τις χρονολογικές σημειώσεις που τα συνοδεύουν). Στα περισσότερα ποιήματα η κοινωνική συνθήκη, ο προβληματισμός για την εκφυλιστική πορεία της αστικής «δημοκρατίας», ο ειλικρινής και αυθόρμητος ουμανισμός, η αγωνία εν γένει για τη πολιτική και κυρίως η λαχτάρα του ποιητή για τον πρόσφυγα, τον κατατρεγμένο, τον αποσυνάγωγο, είναι κραταιά. Ως εκφραστής όλων αυτών λειτουργεί το ποίημα Ιδού εγώ, ο Ξένος (σελ. 11) αλλά και κάποια από τα αρχαιόθεμα ποιήματα της συλλογής όπως ο Αμφιβληστροειδής του Ποσειδώνα (σελ. 9). Αυτά ακριβώς τα αρχαιόθεμα ποιήματα (για παράδειγμα οι Αφροδισιείς, ή το εξαιρετικό η Θλίψη του Παλαίμονα (σελ. 30)) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν à la manière de, «Καβαφικά» σε ότι αφορά την ιστορική τοποθέτηση και μόνο καθώς ο ερωτισμός του Καβάφη στηρίζεται στον υπαινιγμό και την ενοχή, αντίθετα, τα ερωτικά ποιήματα του Πέζαρου είναι εντελώς απενοχοποιημένα. Τέλος, στην καταληκτική ενότητα Δεκαπέντε αδέσποτα συγκεντρώνει την ποιητική ουσία του σε ολιγόστιχα ποιήματα που είναι γεμάτα παύσεις και κορυφώσεις, χαρακτηρίζονται από έντονη εικονοποιία και το φως τους είναι σύντομο και αιχμηρό σαν φλας. Ξεχωρίζω το ερωτικό Καΐκι, το αινιγματικό Στον Επιτάφιο, το αποφθεγματικό Ψυχή κλπ. Σε πολλά ποιήματα προβάλλεται η αγωνία του θανάτου και η συνεπακόλουθη απελπισία, η συνυφασμένη με τη συντριπτική πρόσληψη του χρόνου. Αριστοτεχνικά ενώνει και τα δυο, για παράδειγμα στο ποίημα Το κομποσκοίνι (σελ. 21), όπου βάζει τον Χάρο δέσμιο, κι αυτόν, του Χρόνου που υπηρετεί. Λέει χαρακτηριστικά: Έλα μωρέ που θέλει νόμισμα ο Βαρκάρης! / Τι να το κάνει ο τυφλός μες στο σκοτάδι; Και πιο κάτω: Χρόνο δεν έχει για σουλάτσο/ άσκοπο ή καθυστερήσεις.
Ο Χρόνος γενικά παρουσιάζεται ως ένα αγαθό κλεμμένο, που ο ιδιοκτήτης του δεν αντιλαμβάνεται την αξία του, όπως στο γλυκόπικρο Λες και τους βιάζει ο χρόνος, (σελ. 33), ή στο κυνικό Το απροσδόκητο, (σελ. 22). Αλλά η ουσία της ποίησής του είναι σταθερά και επίμονα ερωτική. Ο Πέζαρος είναι κυρίως ένας ερωτικός ποιητής. Στο ποίημα Καΐκι, με το οποίο ξεκινάει η εκλεκτή ενότητα Δεκαπέντε αδέσποτα, παραδίδει ένα ολιγόστιχο ορισμό της αρσενικής ταυτότητας: Της πρύμνης χάρη,/ Να σειέται να λυγιέται./ Και της πλώρης/ ο αρσενικός παλμός,/ να υψώνεται, βυθίζεται και δώσ’ του/ τα κύματα να σκίζει.
Αυτά λοιπόν, τα ερωτικά του ποιήματα, εφηβικής φρεσκάδας, εξαρχής δηλώνουν και εκδηλώνουν τον έρωτα ως πρόθεση κι ως επιδίωξη, διαχωρίζουν τα φύλα δίχως αναγωγές σε στερεότυπα, όπως για παράδειγμα στο τρίπτυχο Των φύλων οι ανισότητες, μια τριλογία: Ι. Τα αγόρια, ΙΙ. Η σουσουράδα και ΙΙΙ. Η Θεά (σελ. 16) και ορίζουν αβίαστα την ερωτική υπόσταση με την απλότητα και την αισθαντικότητά τους. Ο ερωτισμός τους είναι ένα φαλλικό βέλος, μια κατεύθυνση που διακορεύει τη μαλακή γη, μια βελόνα πυξίδας που δείχνει με σαφήνεια το βορά καθώς και την απολύτως ακριβή χάραξη του δρόμου ως εκεί. Αυτό θα αφήσει πίσω του μια αιδοιακή χαράδρα ή ένα φαράγγι, ένα σχήμα που μοιάζει με πληγή, το πρόπλασμα του εμβόλου που έρχεται να ταυτοποιηθεί, που σαρώνει και διαχωρίζει το δέρμα του κόσμου σε δύο όχθες, ένα σχήμα που δεν έχει ανάγκη την αιτία του για να αναδειχθεί (και που επαναλαμβάνεται, συνειδητά ή ασύνειδα, σε διάφορα σημεία της συλλογής) ως σύμβολο. Αυτός ο προσανατολισμός (όπως και η αναλογία βέλους – χαράδρας) γίνεται σχεδόν γεωγραφικός στο ποίημα Κέρκυρα (Γεωγραφία σώματος), (σελ. 19) όπου ο γλυκός νόστος για έναν τόπο ταυτίζεται με τον ερωτικό πόθο και τα τοπόσημα του νησιού γίνονται ερωτικές ζώνες ενός κορμιού ερωμένης. Καταλήγοντας, ενώ θέλω να επαναβεβαιώσω την παλαιότερή μου παρατήρηση για την τοποθέτηση του ποιητή στη γενιά του 70 (στην οποία ιστορικά - δικαιωματικά και ηλικιακά - ανήκει) και να επαληθεύσω κι εδώ τις αναλογίες με την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου, δεν πρέπει να παραλείψω να υπογραμμίσω τη μοναδικότητα αυτής της ποίησης όπως προκύπτει και από τη συλλογή Υγρός Αμφιβληστροειδής που έρχεται να προστεθεί στις προηγούμενες τιμώντας και επαυξάνοντας την εικόνα που έχουμε σχηματίσει για την ποίηση του Πέζαρου. Μια ποίηση που, αποφεύγοντας τον λυρισμό, τις καλολογίες και τα φούμαρα - σαν το διάολο το λιβάνι - μιλάει για τα πάντα με εξέχουσα απλότητα, ευαισθησία, ανθρωπιά και ερωτισμό.
Στη συλλογή μοιραία συναντάμε ποιήματα που έχουν γραφτεί και ολοκληρωθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους (όπως φαίνεται και από τις χρονολογικές σημειώσεις που τα συνοδεύουν). Στα περισσότερα ποιήματα η κοινωνική συνθήκη, ο προβληματισμός για την εκφυλιστική πορεία της αστικής «δημοκρατίας», ο ειλικρινής και αυθόρμητος ουμανισμός, η αγωνία εν γένει για τη πολιτική και κυρίως η λαχτάρα του ποιητή για τον πρόσφυγα, τον κατατρεγμένο, τον αποσυνάγωγο, είναι κραταιά. Ως εκφραστής όλων αυτών λειτουργεί το ποίημα Ιδού εγώ, ο Ξένος (σελ. 11) αλλά και κάποια από τα αρχαιόθεμα ποιήματα της συλλογής όπως ο Αμφιβληστροειδής του Ποσειδώνα (σελ. 9). Αυτά ακριβώς τα αρχαιόθεμα ποιήματα (για παράδειγμα οι Αφροδισιείς, ή το εξαιρετικό η Θλίψη του Παλαίμονα (σελ. 30)) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν à la manière de, «Καβαφικά» σε ότι αφορά την ιστορική τοποθέτηση και μόνο καθώς ο ερωτισμός του Καβάφη στηρίζεται στον υπαινιγμό και την ενοχή, αντίθετα, τα ερωτικά ποιήματα του Πέζαρου είναι εντελώς απενοχοποιημένα. Τέλος, στην καταληκτική ενότητα Δεκαπέντε αδέσποτα συγκεντρώνει την ποιητική ουσία του σε ολιγόστιχα ποιήματα που είναι γεμάτα παύσεις και κορυφώσεις, χαρακτηρίζονται από έντονη εικονοποιία και το φως τους είναι σύντομο και αιχμηρό σαν φλας. Ξεχωρίζω το ερωτικό Καΐκι, το αινιγματικό Στον Επιτάφιο, το αποφθεγματικό Ψυχή κλπ. Σε πολλά ποιήματα προβάλλεται η αγωνία του θανάτου και η συνεπακόλουθη απελπισία, η συνυφασμένη με τη συντριπτική πρόσληψη του χρόνου. Αριστοτεχνικά ενώνει και τα δυο, για παράδειγμα στο ποίημα Το κομποσκοίνι (σελ. 21), όπου βάζει τον Χάρο δέσμιο, κι αυτόν, του Χρόνου που υπηρετεί. Λέει χαρακτηριστικά: Έλα μωρέ που θέλει νόμισμα ο Βαρκάρης! / Τι να το κάνει ο τυφλός μες στο σκοτάδι; Και πιο κάτω: Χρόνο δεν έχει για σουλάτσο/ άσκοπο ή καθυστερήσεις.
Ο Χρόνος γενικά παρουσιάζεται ως ένα αγαθό κλεμμένο, που ο ιδιοκτήτης του δεν αντιλαμβάνεται την αξία του, όπως στο γλυκόπικρο Λες και τους βιάζει ο χρόνος, (σελ. 33), ή στο κυνικό Το απροσδόκητο, (σελ. 22). Αλλά η ουσία της ποίησής του είναι σταθερά και επίμονα ερωτική. Ο Πέζαρος είναι κυρίως ένας ερωτικός ποιητής. Στο ποίημα Καΐκι, με το οποίο ξεκινάει η εκλεκτή ενότητα Δεκαπέντε αδέσποτα, παραδίδει ένα ολιγόστιχο ορισμό της αρσενικής ταυτότητας: Της πρύμνης χάρη,/ Να σειέται να λυγιέται./ Και της πλώρης/ ο αρσενικός παλμός,/ να υψώνεται, βυθίζεται και δώσ’ του/ τα κύματα να σκίζει.
Αυτά λοιπόν, τα ερωτικά του ποιήματα, εφηβικής φρεσκάδας, εξαρχής δηλώνουν και εκδηλώνουν τον έρωτα ως πρόθεση κι ως επιδίωξη, διαχωρίζουν τα φύλα δίχως αναγωγές σε στερεότυπα, όπως για παράδειγμα στο τρίπτυχο Των φύλων οι ανισότητες, μια τριλογία: Ι. Τα αγόρια, ΙΙ. Η σουσουράδα και ΙΙΙ. Η Θεά (σελ. 16) και ορίζουν αβίαστα την ερωτική υπόσταση με την απλότητα και την αισθαντικότητά τους. Ο ερωτισμός τους είναι ένα φαλλικό βέλος, μια κατεύθυνση που διακορεύει τη μαλακή γη, μια βελόνα πυξίδας που δείχνει με σαφήνεια το βορά καθώς και την απολύτως ακριβή χάραξη του δρόμου ως εκεί. Αυτό θα αφήσει πίσω του μια αιδοιακή χαράδρα ή ένα φαράγγι, ένα σχήμα που μοιάζει με πληγή, το πρόπλασμα του εμβόλου που έρχεται να ταυτοποιηθεί, που σαρώνει και διαχωρίζει το δέρμα του κόσμου σε δύο όχθες, ένα σχήμα που δεν έχει ανάγκη την αιτία του για να αναδειχθεί (και που επαναλαμβάνεται, συνειδητά ή ασύνειδα, σε διάφορα σημεία της συλλογής) ως σύμβολο. Αυτός ο προσανατολισμός (όπως και η αναλογία βέλους – χαράδρας) γίνεται σχεδόν γεωγραφικός στο ποίημα Κέρκυρα (Γεωγραφία σώματος), (σελ. 19) όπου ο γλυκός νόστος για έναν τόπο ταυτίζεται με τον ερωτικό πόθο και τα τοπόσημα του νησιού γίνονται ερωτικές ζώνες ενός κορμιού ερωμένης. Καταλήγοντας, ενώ θέλω να επαναβεβαιώσω την παλαιότερή μου παρατήρηση για την τοποθέτηση του ποιητή στη γενιά του 70 (στην οποία ιστορικά - δικαιωματικά και ηλικιακά - ανήκει) και να επαληθεύσω κι εδώ τις αναλογίες με την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου, δεν πρέπει να παραλείψω να υπογραμμίσω τη μοναδικότητα αυτής της ποίησης όπως προκύπτει και από τη συλλογή Υγρός Αμφιβληστροειδής που έρχεται να προστεθεί στις προηγούμενες τιμώντας και επαυξάνοντας την εικόνα που έχουμε σχηματίσει για την ποίηση του Πέζαρου. Μια ποίηση που, αποφεύγοντας τον λυρισμό, τις καλολογίες και τα φούμαρα - σαν το διάολο το λιβάνι - μιλάει για τα πάντα με εξέχουσα απλότητα, ευαισθησία, ανθρωπιά και ερωτισμό.
*Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου