11/2/24

Ιστορική και χωρική εποπτεία

Μάρκος Καμπάνης, λεπτομέρεια του έργου Google Ταύρος, 2018, ακρυλικό, κάρβουνο και παστέλ σε χαρτί, 40 x 430 εκ.

Του Φωκίωνα Κοτζαγεώργη*
 
ΗΛΙΑΣ ΚΟΛΟΒΟΣ, Στους καιρούς των σουλτάνων. Οι κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου υπό οθωμανική κυριαρχία (14ος-19ος αιώνας), εκδόσεις Ασίνη, σελ. 363
 
Πώς σχετίζονται οι «συντροφίες» των «αλυκαρίων» του Στύλου, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη με τους πετρίτες της Αγίας Μαύρας; Ή το κάστρο του Χλεμουτσίου με το λιμάνι του Βόλου; Τι μοιράζονται το πανηγύρι του Μοσχολουριού και τα 1.700 καταστήματα του Χάνδακα; Ή οι μουσουλμάνοι Εδεσσαίοι που μπορούν τις μέρες των γιορτών τους να αρπάζουν, με νόμιμο τρόπο, παιδιά Ρωμιών και να τα εξισλαμίζουν με τους ρωμιούς Τυρναβίτες που σκότωναν επί τόπου όποιον μουσουλμάνο συντοπίτη τους φερόταν προσβλητικά; Οι αναφορές σε παρόμοια αντιθετικά και παράταιρα ζεύγη θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Η φαινομενική αυτή παραδοξότητα αίρεται με το σχήμα της πληθυντικότητας των κοινωνιών της ελληνικής χερσονήσου, κοινής σε όλη την επικράτεια του οθωμανού σουλτάνου. Αυτό το στοιχείο φιλοδοξεί να αναδείξει η νέα μελέτη του καθηγητή οθωμανικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηλία Κολοβού. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ένα ευρηματικά αρμοσμένο σύνολο πηγών διατρέχει την ελληνική χερσόνησο κατά τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας από την έναρξή της, κάπου στα μέσα του 14ου αιώνα, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, προσφέροντας, ταυτόχρονα, ένα δημιουργικά δομημένο περίγραμμα της ιστορίας μέσα στο ίδιο χωροχρονικό πλαίσιο.
Ο συγγραφέας είναι ο ιδανικότερος γι’ αυτό το εγχείρημα, καθώς είναι ο μόνος έλληνας οθωμανολόγος που έχει μελετήσει ερευνητικά (δηλαδή μέσω της ενδελεχούς ανάλυσης και ερμηνείας πηγών) σχεδόν το σύνολο της ελληνικής χερσονήσου και του νησιωτικού χώρου υπό τους Οθωμανούς. Αυτό, όμως, που καθιστά το βιβλίο περισσότερο ελκυστικό για τον αναγνώστη, ιδίως τον μέσο, είναι η γλώσσα και το ύφος του: χωρίς να χρησιμοποιεί βαρύγδουπες εκφράσεις ή δυσνόητα διατυπωμένες απόψεις, ο σ. γράφει με ένα λιτό, αλλά συνάμα γλαφυρό ύφος, το οποίο συμπυκνώνει μια βαθιά γνώση των πηγών και της βιβλιογραφίας και συνάμα επενδύεται με μια απλή γλώσσα. Σε πολλά σημεία ο αναγνώστης, ιδίως ο ειδικός, θαυμάζει την απλότητα, αλλά ταυτόχρονα και εννοιολογική ακρίβεια και σαφήνεια με την οποία παρουσιάζονται όροι, διαδικασίες, θεσμοί του οθωμανικού κράτους, για τα οποία έχει χυθεί αρκετό ερευνητικό μελάνι για την κατανόησή τους. Είναι μεγάλη «ασφάλεια» για τον αναγνώστη, συνεπώς, να γνωρίζει ότι αυτό που θα διαβάσει αποτελεί απόσταγμα δεκαετιών επιστημονικής έρευνας και ως εκ τούτου πατά σε στερεά θεμέλια. Αλλά το βιβλίο δεν είναι μόνο σύνθεση της ως τώρα έρευνας ή σύνοψη της βιβλιογραφίας. Στηρίζεται και σε πρωτότυπη έρευνα του συγγραφέα, τόσο μεταφραστική, όσο –και κυρίως– συνθετική και ερμηνευτική. Συνεπώς, πρόκειται για βιβλίο που απευθύνεται τόσο στον ειδικό, όσο και στον μέσο αναγνώστη και ξεφεύγοντας από την «ασθένεια» των επιστημόνων που λέγεται «εξειδίκευση», απλώνεται στη σύνθεση του ευρύ συνόλου, επιτυγχάνοντας να ισορροπήσει με μαστοριά μεταξύ γενικού και ειδικού.
Το βιβλίο αρθρώνεται σε τέσσερα μεγάλα κεφάλαια, από τα οποία το πρώτο λειτουργεί ως εισαγωγικό στην ιστορική περίοδο και τα άλλα τρία περιστρέφονται γύρω από ισάριθμες πηγές, ενώ πλαισιώνεται από Εισαγωγή, Συμπεράσματα, Παράρτημα και πλούσια βιβλιογραφία. Στην Εισαγωγή, ο συγγραφέας θέτει το πλαίσιο της μελέτης του, παρουσιάζοντας τους λαούς, τον χώρο, τις πόλεις και την ύπαιθρο της ελληνικής χερσονήσου, ενώ υπογραμμίζει τρεις αναλυτικές κατηγορίες που αποτελούν ερευνητικά ζητούμενα των ιστορικών για τη μελέτη των κοινωνιών της ελληνικής χερσονήσου υπό τους Οθωμανούς: το περιβάλλον, τις γυναίκες και την αρχαιολογία.
Στο πρώτο σύντομο κεφάλαιο περιγράφεται η πορεία της οθωμανικής κατάκτησης της ελληνικής χερσονήσου με ένα πρωτότυπο τρόπο. Ξεκινώντας από τρία γεγονότα (ένα γάμο, ένα σεισμό και μια επιδημία) ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μέσω ιστορικών στιγμιότυπων την πορεία της εγκατάστασης των Οθωμανών, εστιάζοντας σε κρίσιμα σημεία της: τον τουρκομουσουλμανικό εποικισμό, τον ρόλο των συνοριακών πολέμαρχων, την προσαρμογή των χριστιανικών πληθυσμών και την εμπέδωση του κεντρικού σουλτανικού ελέγχου, κυρίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Το δεύτερο χρησιμοποιεί μια γνωστή μεν, αλλά μη αξιοποιηθείσα ως τώρα πηγή, για να αναπαραστήσει τις εικόνες της χερσονήσου κατά τον 16ο αιώνα. Γύρω στο 1530 ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής συνέταξε συγκεντρωτικά κατάστιχα για όλη την αυτοκρατορία. Αξιοποιώντας το τεράστιο πλήθος αριθμητικών δεδομένων που αυτά περιέχουν, ο συγγραφέας, ενθέτοντας χρηστικότατους συνθετικούς πίνακες, ομαδοποιεί ανά διοικητική/γεωγραφική περιφέρεια τις εικόνες αναφορικά με τις χωρικές ταξινομήσεις (πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά, τσιφλίκια, μεζράδες) και τις φορολογικές κατηγορίες που παραπέμπουν σε αντίστοιχες οικονομικές δραστηριότητες (μεταλλωρύχοι, γερακοτρόφοι, αλατάδες κτλ). Επιπλέον, επισημαίνει τη σημασία της συνήθως απούσας από την οθωμανολογική ιστοριογραφία υπαίθρου. Πρόκειται για ένα τιτάνιο ερευνητικά έργο που προσφέρει ένα πρώτης τάξεως υλικό για το μελλοντικό ερευνητή, προκείμενου να εξειδικεύσει σε επιμέρους περιοχές ή θεματικές κατηγορίες. Η τελευταία ενότητα του κεφαλαίου («Τέλος εποχής, κρίση και μετασχηματισμός») λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος με το τρίτο κεφάλαιο και παραθέτει τις αλλαγές που συνέβησαν, ιδίως στην ελληνική χερσόνησο, από την εποχή του Σουλεϊμάν μέχρι τα μέσα του επόμενου αιώνα.
Στο τρίτο και μεγαλύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας καταπιάνεται με το «είδωλό» του. Ταξιδευτής ο ίδιος στην έρευνα της οθωμανικής Ελλάδας παρουσιάζει και αναλύει τον κατεξοχήν ταξιδευτή της οθωμανικής ιστορίας, αλλά και της ελληνικής χερσονήσου, τον Εβλιγιά Τσελεμπί. Παρακολουθώντας το ταξίδι του τελευταίου το 1668 από την Αδριανούπολη μέχρι την Πελοπόννησο και τέλος την Κρήτη τις παραμονές της άλωσης του Χάνδακα, ο συγγραφέας ζωγραφίζει με τα μάτια του οθωμανού περιηγητή εικόνες της ελληνικής χερσονήσου, με τα πολύ πιο έντονα χρώματα που προσφέρει μια αφηγηματική πηγή, και μάλιστα ιδιαίτερα γλαφυρή, σε σχέση με το άχρωμον των φορολογικών καταστίχων. Έτσι, εκτός από τους αριθμούς ανθρώπων, οικιών, δημοσίων κτιρίων, λατρευτικών ιδρυμάτων, καταστημάτων ή οθωμανών υπαλλήλων που έχει η πηγή αυτή και τους οποίους αξιοποιεί ο σ. για τις ταξινομικές προσεγγίσεις των οθωμανικών πόλεων, η σχολαστική παρατήρηση του Εβλιγιά επί των γλωσσών και διαλέκτων, αλλά και επί των «γενών» των ανθρώπων δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να αναλύσει και ερμηνεύσει όρους όπως «Τούρκος», «Ρωμιός», αλλά και «ρωμαίικα», «Αλβανός», «Βούλγαρος» ή «Σέρβος» σε μια χρονική περίοδο πριν από την εμφάνιση της νεωτερικής έννοιας του «έθνους». Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του σ. ότι αν και η θρησκευτική διάκριση μουσουλμάνων και «απίστων» είναι η κυρίαρχη μέσα στο έργο του Εβλιγιά, αλλά και ευρύτερα στις κοινωνίες της εποχής, και με σαφώς αντιπαραθετική διάθεση, σπανίως αυτή κατέληγε σε πολιτική αντιπαράθεση. Αρωγός στην ερμηνευτική εργασία του παρόντος κεφαλαίου υπήρξε για τον σ. και το κείμενο του σερραίου χρονογράφου Παπα-Συναδινού, μοναδικό τεκμήριο για τον αιώνα αυτό. Το «Οδοιπορικό» του Εβλιγιά Τσελεμπί για την ελληνική χερσόνησο, το οποίο παρακολουθεί από το πρωτότυπο ο συγγραφέας, αξίζει, όπως επισημαίνει και ο ίδιος, να τύχει μετάφρασης και σχολιασμού, καθώς οι υπάρχουσες ελληνικές μεταφράσεις αφενός δεν έχουν γίνει επί τη βάσει του πρόσφατα ανακαλυφθέντος και θεωρούμενου ως αυτογράφου χειρογράφου και αφετέρου δεν περιλαμβάνουν κατά κανόνα ικανοποιητικό σχολιασμό.
Άλλη μια πηγή, ελληνική αυτή τη φορά, που προσφέρει μια «εγκυκλοπαιδική θεώρηση της γεωγραφίας», αποτελεί το κέντρο της αφήγησης του τέταρτου κεφαλαίου. Πρόκειται για τη «Νεωτερική Γεωγραφία» των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, των αποκαλούμενων και «Δημητριέων». Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτή την πηγή περισσότερο ως καμβά, λόγω του περισσότερο συνοπτικού περιεχομένου της σε σχέση με το «Οδοιπορικό» του Εβλιγιά, για να αναπαραστήσει την χερσόνησο κατά τον 18ο αιώνα. Ο Διαφωτισμός είναι το εννοιολογικό πλαίσιο τόσο για την συγκεκριμένη πηγή, όσο και για την αφήγηση του συγγραφέα, προκειμένου να διαφανούν οι πολιτικές αναζητήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των πληθυσμών της κατά τον κρίσιμο αυτόν αιώνα. Έτσι, με αφορμή την αναφορά των Δημητριέων στην Πελοπόννησο, αναλύεται και προσεγγίζεται ερμηνευτικά η εξέγερση των Ορλωφικών. Η αναφορά στην «παλαιά και περίφημη πόλη» των Αθηνών δίνει την ευκαιρία στον σ. να αφηγηθεί την ιστορία του «βοεβόδα» της Χατζή Αλή και δι’ αυτής την «αντιπαράθεση μεταξύ παραχωρησιούχων και κοινοτήτων και τους προύχοντές τους για την τοπική διακυβέρνηση» (σ. 270), φαινόμενο του οθωμανικού 18ου αιώνα. Η αναλυτική περιγραφή των πηλιορίτεικων χωριών από τους Δημητριείς, οδηγεί τον συγγραφέα να μιλήσει για την «πρωτο-δημοκρατικοποίηση» που παρατηρείται την εποχή εκείνη. Η περίπτωση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων προσφέρει στον σ. μια πολύ καλή αφορμή για να τονίσει ότι «δεν υπήρχαν παγιωμένες συσσωματώσεις αντιπαράθεσης μεταξύ κέντρου και επαρχιών, αλλά μάλλον αντιπαρατιθέμενοι συνασπισμοί μεταξύ φατριών της κεντρικής διοίκησης και επαρχιακών ηγεμόνων» (σ. 281). Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μια ενότητα-κατακλείδα της όλης αφήγησης (σ. 293-298). Σε αυτήν ο συγγραφέας υπογραμμίζει την αντιπαράθεση κέντρου και επαρχιών ως ερμηνευτικό εργαλείο για την Ελληνική Επανάσταση και τονίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν των αποκλεισμένων του συστήματος, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από το κέντρο προς τις επαρχίες μέχρι τις παραμονές της έναρξης της Επανάστασης.
Στα σύντομα, αλλά εμβριθή, Συμπεράσματα, ο συγγραφέας επισημαίνει τον «συμβολαιακό» χαρακτήρα των σχέσεων της οθωμανικής εξουσίας με τις τοπικές κοινωνίες, ο οποίος, όταν εμφανίστηκε εναλλακτική πολιτική πρόταση με τη Γαλλική Επανάσταση, διερράγη και οδήγησε όχι μόνο στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, αλλά και σε έναν μακρύ και βαθύ μετασχηματισμό όλης της αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα. Καταλήγει σε μια πολύ εύστοχη παρατήρηση: ο νότος της ελληνικής χερσονήσου –κατεξοχήν τα νησιά– μπορεί να ιδωθεί ως «μεθόριος» και οι ορεινοί της όγκοι ως «περιθώριο» της αυτοκρατορίας με επίκεντρο της Κωνσταντινούπολη. Η σημασία της «μεθορίου» και του «περιθωρίου» είναι ιδιαίτερη, «καθώς μας προκαλεί να σκεφτούμε και το ίδιο το «κέντρο» από μια οπτική γωνία που δεν εγκλωβίζεται στον ιδεολογικό λόγο του αυτοκρατορικού κέντρου» (σ. 301). Τέλος, κάνει ένα σχόλιο για τις ίδιες τις πηγές, ελληνικές και οθωμανικές, και υποστηρίζει, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι η ερευνητική προσέγγιση θα πρέπει να είναι κοινή και να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των θρησκευτικών και γλωσσικών ομάδων των κοινωνιών της ελληνικής χερσονήσου. Δυστυχώς το παραπάνω ιστοριογραφικό αίτημα, αποτελεί ακόμη ζητούμενο της ελληνικής ιστοριογραφίας. Η έκδοση πλαισιώνεται από Παράρτημα δύο χρηστικών πινάκων, στους οποίους ο συγγραφέας ενέταξε τα δεδομένα των συγκεντρωτικών καταστίχων του Σουλεϊμάν και του «Οδοιπορικού» του Εβλιγιά Τσελεμπί.
Όλο το βιβλίο, όπως προαναφέρθηκε, κινείται από το ειδικό στο γενικό και απευθύνεται εξίσου στον ειδικό επιστήμονα και στον μέσο αναγνώστη. Η «γενική θέαση» των ελληνικών κοινωνιών της οθωμανικής περιόδου ήταν κάτι που έλειπε από τη βιβλιογραφική παραγωγή. Πολύ περισσότερο, που ακόμη και οι ειδικές μονογραφίες για την περίοδο ελλείπουν. Η τελευταία παρατήρηση αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη συμβολή του παρόντος βιβλίου στη γνώση μας για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο χώρος είναι παρών σε όλο το βιβλίο, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μελέτη της ιστορίας των κοινωνιών μέσα στο χωρικό τους πλαίσιο, του «διαλόγου» μεταξύ ανθρώπων και τοπίου. Η απόπειρα συνθετικής προσέγγισης των κοινωνιών δεν καταργεί την πληθυντικότητά τους, αλλά αρνείται τον κατακερματισμό τους. Έτσι, για παράδειγμα οι χριστιανοί ψαράδες του Πόρτο Λάγος συνυπήρχαν με τους μουσουλμάνους γιουρούκους της Γενισέας, μοιραζόμενοι κοινές αγορές και κοινές grosso modo βιωτές, χωρίς να ζουν διαφορετικές ζωές. Οι πόλεις, ασφαλώς, αποτελούν το κατεξοχήν παράδειγμα τέτοιας «ποικιλόχρωμης» συνύπαρξης. Συνολικά, το βιβλίο αυτό συνεισφέρει στην ελληνική ιστοριογραφική παραγωγή και σε κάτι άλλο. Μας εισάγει στην εποχή της ιστοριογραφικής μας «ενηλικίωσης» για την οθωμανική περίοδο. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ θρησκειών, εθνοτήτων, γλωσσών αίρονται και θεώνται, κατά το δυνατό, υπό την οπτική των ίδιων των δρώντων ιστορικών υποκειμένων. Με άλλα λόγια, ελαχιστοποιούνται οι παραμορφωτικοί φακοί του παρόντος και ερμηνεύονται προσεκτικά οι πηγές του παρελθόντος. Τέλος, είναι ένα βιβλίο που ανοίγει μελλοντικές προοπτικές για την έρευνα, γι’ αυτό και είναι συνεπές ως προς τη λειτουργία ενός επιστημονικού έργου.

*Ο Φωκίων Κοτζαγεώργης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας, ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: