Του Γιώργου
Βαρθαλίτη*
Όσο κι αν πληθαίνουν,
τα τελευταία χρόνια, οι βιογραφικές πληροφορίες για τον “μεγάλο ωδοποιό” κι όσο
κι αν η φιλολογική έρευνα εξονυχίζει και την παραμικρή λέξη του έργου του, ο
Ανδρέας Κάλβος παραμένει ο πιο μυστηριώδης, ο πιο αινιγματικός ποιητής μας (στη
δημιουργία και διατήρηση αυτού του μυστηρίου συνέτεινε ίσως κι η απουσία
κάποιας προσωπογραφίας του). Μετά από μια φιλόδοξη τραγωδία στα ιταλικά, τις Δαναΐδες
(έχει προηγηθεί ο λιγότερο επιτυχημένος Θηραμένης), γράφει, στα
τριάντα περίπου χρόνια του, τις Ωδές, ένα από τα πιο ιδιόρρυθμα κι
αριστουργηματικά έργα της γραμματείας μας, κι έπειτα σωπαίνει οριστικά ως
ποιητής − αν και όχι ως συγγραφέας με πολυσχιδή ενδιαφέροντα, που ξεφεύγουν
πάντως απ' τη σφαίρα της λογοτεχνίας. Το ποιητικό του πρόσωπο έχει ήδη
αποπερατωθεί κι αποσπασθεί από το πραγματικό του. Μια μαρμάρινη προτομή κοσμεί
πλέον το πάνθεον των αθανάτων. Ασφαλώς, μια τέτοια προτομή δεν είναι ένα
εκμαγείο. Ωστόσο είναι το πιο ασφαλές τεκμήριο για να ανασυστήσουμε την αληθινή
φυσιογνωμία του Ανδρέα Κάλβου. Την ανασύσταση αυτή αποτόλμησε πρώτος ο Ελύτης.
Πιστεύουμε πως ο Ελύτης χάραξε τη σωστή κατεύθυνση, έστω κι αν τα επιμέρους
συμπεράσματά του είναι συζητήσιμα. Ο δρόμος που άνοιξε εκείνος, σε συνδυασμό με
τα πορίσματα της σύγχρονης έρευνας, θα μας βοηθήσει -πιστεύω- να ξεκλειδώσουμε
κάπως το καλβικό αίνιγμα.
Αυτό που κατά τον
Ελύτη χαρακτηρίζει την αληθινή φυσιογνωμία του Ανδρέα Κάλβου είναι “ιδιορρυθμία
και ανταρσία”: είναι οι αρετές που συχνά τις πλαστογραφούν οι ματαιόδοξοι, μα
που όταν πηγάζουν από βαθύτερη πνευματική ανάγκη, γίνονται οι αρετές που κάθε
ζωντανός άνθρωπος φιλοδοξεί να έχει. Η ιδιορρυθμία κι η ανταρσία είναι -πάντα
κατά τον Ελύτη- “η ενσυνείδητη θέληση του καλλιτέχνη να μην συμμορφώνει τον
εαυτό του στις απαιτήσεις μιας καλοκαθισμένης πλειοψηφίας, μήτε να αποδέχεται
την παράδοση, μήτε να ξεθωριάζει τη ζωή του αφήνοντάς τη μέσα στους χλιαρούς
ανέμους της καθημερινής συναλλαγής”.
Φαίνεται γοητευτική η
σύνδεση της επαναστατικότητας που χαρακτηρίζει την ψυχοσύνθεση του Ανδρέα
Κάλβου και της εκφραστικής επανάστασης που πραγματώνει το έργο του. Γιατί το
ελληνόγλωσσο έργο του όντως σημειώνει μια επανάσταση στην ποιητική τέχνη.
Βέβαια, ένας άνθρωπος που είναι επαναστάτης στην πραγματική ζωή δεν είναι κατ'
ανάγκην επαναστάτης και στην τέχνη. Και το αντίθετο. Ο Κάλβος είναι και τα δύο.
Κι όμως η σύνδεση της επαναστατικής ιδιοσυγκρασίας του και των εκφραστικών
καινοτομιών που επέτυχε φαίνεται συμπτωματική κι όχι αιτιακή. Όπως όμως θα
δείξουμε, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, υπάρχει αιτιακή σύνδεση.
Η σύγχρονη έρευνα
έχει αποδείξει πως πολλές τολμηρές φράσεις του Κάλβου δεν είναι παρά
μεταφόρτωση ιταλικών τρόπων στα αδέξια ελληνικά του. Ό,τι μας ξενίζει
γοητευτικά, ως απόκλιση από τα συνήθη, συχνά οφείλεται σε τέτοιους ιταλισμούς.
Ας αφήσουμε τις
επιμέρους φράσεις των Ωδών κι ας δούμε τους δυο κυριότερους άξονες της
καλβικής καινοτομίας: τη γλώσσα και τη μετρική. Εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία: η
ιδιαίτερη γλώσσα του Κάλβου κι η ιδιαίτερη μετρική του είναι συνειδητές
επιλογές. Το ερώτημα εντούτοις παραμένει: αυτές οι επιλογές υπαγορεύθηκαν από
την προσπάθεια του Κάλβου να καινοτομήσει ή από άλλους λόγους; Η καινοτομία στο
επίπεδο του αποτελέσματος υπάρχει. Υπάρχει όμως και στο επίπεδο της πρόθεσης;
Αυτό που συνειδητά
επιχειρεί να κάνει ο Κάλβος στη γλώσσα μας, όπως παρατηρεί ο Δημαράς, είναι να
εφαρμόσει τις υποθήκες του Φώσκολου. Η μέθοδος του Φώσκολου ήταν μια σύγκραση
λόγιων και δημοτικών στοιχείων. Ο Φώσκολος κι ο κύκλος του θέλουν ως βάση της
ποιητικής γλώσσας τη γλώσσα του λαού. Στη συνέχεια, αυτή η γλώσσα πρέπει να
εμπλουτισθεί και να διανθιστεί με λέξεις και τρόπους αρχαιοπρεπείς.
Η εφαρμογή αυτής της
μεθόδου απ' τον Κάλβο έδωσε όχι κάτι ανάλογο αλλά κάτι ριζικά διαφορετικό. Εδώ
η σύγκραση όλων αυτών των στοιχείων δεν οδήγησε σε μια “λυρική κοινή”, σε
υποδειγματική αρμονία, αλλά στην απόκλιση, στη σαγηνευτική ανορθοδοξία. Τα δύο
αυτά ρεύματα, το αρχαίο και το δημώδες, που ο Κάλβος θέλει να τα βάλει σε μια
κοινή κοίτη είναι τόσο αντίρροπα, που από την ίδια τους τη φύση αρνούνται να
υπαχθούν σε μιαν ενότητα. Πώς να ενοφθαλμιστούν τα ομηρικά επίθετα και τα
ασυναίρετα ρήματα στον κορμό της δημοτικής; Αλλά κι η ελλιπής γλωσσική εμπειρία
του Κάλβου στην ελληνική δίνει στην προσπάθειά του έναν χαρακτήρα άγαρπο και βεβιασμένο.
Μια βαθύτερη εξοικείωση με τη γλώσσα μας ίσως να τον απομάκρυνε από το μοντέλο
του Φώσκολου και να τον έκανε να υιοθετήσει τη μέση οδό του Κοραή. Όταν, μετά
από χρόνια, έρθει στην Κέρκυρα και μάθει καλά τα ελληνικά, θα χρησιμοποιήσει
στις παραδόσεις του φιλοσοφικών μαθημάτων μια γλώσσα μετριοπαθή, “κοραηκή”.
Αυτή τη μέση οδό ή την καθαρή δημοτική ή έστω την αρχαΐζουσα θα επέτασσε η
φρόνηση. Ο Κάλβος –κι ευτυχώς− παρασύρθηκε απ’ την αφροσύνη της υπεροψίας του.
Έτσι, χωρίς να το επιζητήσει και χωρίς βέβαια να το καταλάβει, εφηύρε -και
γλωσσικά και ρυθμικά- τον νεωτερικό ποιητικό τρόπο. Οι περισσότεροι
μεγάλοι νεωτεριστές μας –ο Καβάφης, ο Παπατσώνης, οι υπερρεαλιστές− επιδίωξαν,
συνειδητά αυτή τη φορά, τη γλωσσική ανορθοδοξία και την ανακάλυψαν -ο καθένας
με τον τρόπο του- σε μια σύγκραση λόγιας και δημοτικής. Σύντριψαν τα δεσμά της
γλωσσικής ορθοδοξίας και απελευθερώθηκαν, στο ρυθμικό επίπεδο, από την ακαμψία
της παραδοσιακής στιχουργικής.
Ο Κάλβος, όπως
παρατηρεί ο Παλαμάς, ελευθεριάζει στα μέτρα του και φέρνει τον στίχο του πολύ
κοντά στον ελεύθερο. Αυτή δεν θα ήταν η επιλογή του, αν έγραφε τις Ωδές
στα ιταλικά. Έχουμε μια ωδή του σ' αυτή τη γλώσσα, όπου τον βλέπουμε να
χρησιμοποιεί παραδεδομένες μορφές. Αν πάλι ήταν ριζωμένος στην ελληνική παράδοση,
ίσως μας έδινε σαπφικές στροφές σαν αυτές που έγραψε, κάποια χρόνια μετά, ο
Ραγκαβής:
Πλην χειμών ως
ήλθε, μακράν ο ψάλτης,
φως ζητών και
θέρμην μακράν απέπτη
και το ρόδον
έμεινε κι εμαράνθη
φυλλοροήσαν
Συγκρίνετε τώρα μ'
αυτή τη στροφή του Ραγκαβή οποιαδήποτε στροφή του Κάλβου, έστω και την πιο
ρητορική:
Ωκεανέ, πατέρα
των χορών
αθανάτων,
άκουσον την φωνήν
μου,
και της ψυχής μου
τέλεσον
τον μέγαν πόθον
Ο Κάλβος ανυψώνεται
απ' τη γη και πετάει ψηλά σαν εκείνο το “όρνεον του Διός”, τη στιγμή που ο
Ραγκαβής απλώς βηματίζει ρυθμικά.
Η καινότροπη γλώσσα
και ρυθμοποιία του Κάλβου οξύνει τα νοήματα των στίχων του στο έπακρον, φωτίζει
με πρωτόφαντη λάμψη όλους του θησαυρούς της έμπνευσής του. Εκεί που τα
συμβατικά μέτρα κι οι ομοιοκαταληξίες σκεπάζουν μ’ ένα ρυθμικό πέπλο τα νοήματα
των στίχων, ο Κάλβος, αφαιρώντας με μια βίαιη, θά ’λεγες, κίνηση αυτόν τον
πέπλο, μας παρουσιάζει το σώμα της ποίησης σ' όλη τη γυμνή ομορφιά του. Έτσι,
όπως είπαμε, γίνεται ο εισηγητής της νεωτερικής ποιητικής έκφρασης, δίχως να το
επιδιώξει. Μοιάζει με τον Κολόμβο που, προσπαθώντας να φτάσει στις δυτικές
Ινδίες, ανακαλύπτει εν αγνοία του μια καινούρια ήπειρο. Παρόμοια κι ο Κάλβος:
προσπαθώντας να αναστήσει την αρχαία ωδή, ανοίγει έναν νέο ποιητικό τρόπο,
που τον φέρνει κοντά στην πρωτοπορία του εικοστού αιώνα.
Στη ρίζα όλων αυτών
βρίσκεται η τόλμη, την οποία δεν πρέπει να αναζητήσουμε στις επιμέρους
προθέσεις αλλά στην ίδια την αρχική πράξη που κυοφορεί όλα, τα
επιδιωκόμενα ή μη, αποτελέσματα: αυτός ο εξόριστος, ο ιταλοθρεμμένος και
πολυταξιδεμένος και πολυμαθής, παρά την πενιχρή ελληνική σκευή του, αποφασίζει
να αφήσει τα ιταλικά που γνωρίζει καλά και να δείξει στους Έλληνες τι είναι
ποίηση. Τι θράσος! Και πετυχαίνει, όπως πέτυχε από άλλους δρόμους κι ο Σολωμός,
εκεί που άλλοι με γερή ελληνομάθεια αποτυγχάνουν.
Θα συνεχίσω την
επόμενη Κυριακή
*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου