2/4/23

Carl Schmitt: Στεριά, Θάλασσα, Εχθρότητα

Jacques Villeglé, «Arcueil», 1971, σκισμένες αφίσες επικολλημένες σε καμβά, 117 × 159 εκ., Ιδιωτική συλλογή, Παρίσι

Του Γιάννη-Παναγιώτη Βούλγαρη*

CARL SCHMITT, Στεριά και Θάλασσα. Μια κοσμοϊστορική θεώρηση, μτφρ. Ι. Αβραμίδου, επιμ. Δ. Καββαθάς, εκδόσεις Σμίλη, 2022, σελ. 116.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της σμιττιανής ανάλυσης, ανεξάρτητα από το πως κρίνει κανείς το έργο και τη συνολική διαδρομή του Schmitt, είναι η εξής διαπίστωση: απαιτείται μια προσέγγιση του διακρατικού ανταγωνισμού εξ αρχής, και όχι εκ των υστέρων, όσον αφορά τα ζητήματα πολιτικής θεμελίωσης των κρατών στη νεωτερικότητα, άρα και ως προς τη μελέτη της συγκρότησης τής κυριαρχίας στο εσωτερικό των κρατών.
Στο έργο του Στεριά και Θάλασσα [Land und Meer, 1942][1] και στη συνέχεια στο Νόμο της Γης [Der Nomos Der Erde, 1950],[2] ο Schmitt εκκινεί από την πρώτη ανάλυση, προκειμένου να σχηματίσει την δεύτερη. Αυτή η μεθοδολογική επιλογή, συγκροτεί μια συγκεκριμένη οπτική (κυριολεκτικά) θέασης των πολιτικών πραγμάτων της νεωτερικότητας σε παγκόσμια κλίμακα, αναζητώντας τα κάθε φορά συγκεκριμένα υποκείμενα της κυριαρχίας στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Με αυτόν τον τρόπο, δύναται να μελετά την άνοδο και την πτώση πολιτικών μορφών που γίνονται τα νέα υποδείγματα εσωτερικής κυριαρχίας επειδή τα κράτη που τις ενσαρκώνουν κυριαρχούν στο διακρατικό ανταγωνισμό, και αντιστρόφως, την άνοδο και την πτώση των κρατών που καταφέρνουν να επικρατήσουν στο διακρατικό ανταγωνισμό επειδή μετέβαλλαν έγκαιρα την εσωτερική τους δομή και τον τρόπο θέασης του εαυτού τους, προς την «σωστή» (για τα ίδια) κατεύθυνση. Με αυτόν τον τρόπο, ο Schmitt είναι ικανός να σκιαγραφήσει με μεγάλη ακρίβεια ένα σημαντικό μέρος των όρων διαμόρφωσης της νεωτερικότητας, τουλάχιστον αυτών που μπορούν να αναχθούν σε σχέσεις φίλου-εχθρού.

1. Όρια και προϋποθέσεις της σμιττιανής ανάλυσης

Όπως παρατηρεί ο Leo Strauss, «κατά τον Σμιτ, κάθε πολιτική συμπεριφορά προσανατολίζεται με γνώμονα το ποιός είναι [φίλος] και ποιός είναι εχθρός»∙[3] το οποίο σημαίνει, όπως παρατηρεί ο J. Derrida, ότι «the concept of the enemy is […] the very concept of the political».[4] Ο Π. Κονδύλης, στο αφιερωμένο στον ίδιο τεύχος του περιοδικού Λεβιάθαν, υποστηρίζει ότι δεν αποδέχεται τον σμιττιανό «ορισμό της πολιτικής ως σχέσης φίλου-εχθρού»,[5],[6] καθώς εντός της πολιτικής «υφίστανται σχέσεις φίλων-εχθρών, αλλά αυτές υφίστανται και εκτός της, άρα το ειδοποιό γνώρισμα της πολιτικής πρέπει ν’ αναζητηθεί αλλού».[7] Κατά Κονδύλη, «το κρίσιμο λογικό σφάλμα και άλμα του Schmitt είναι ότι πήρε μια σχέση με ανθρωπολογικό και καθολικό βεληνεκές»[8] (φιλότητα-εχθρότητα) και «τη χρησιμοποίησε για να οριοθετήσει ένα πεδίο στενότερο από αυτό της ανθρωπολογίας και της κοινωνίας»[9],[10] (το Πολιτικό), δηλαδή ουσιαστικά να ταυτίσει «την πολιτική και την κοινωνική σχέση».[11],[12]
Κατά Schmitt, «το Πολιτικόν θα πρέπει αναγκαστικά να έγκειται στις δικές του ιδιαίτερες τελικές διακρίσεις, στις οποίες δύναται να αναχθεί κάθε, με το ειδικό νόημα της λέξης, πολιτικό πράττειν».[13] Τελικά, έχουμε να κάνουμε με μία και μοναδική «ειδικά πολιτική διάκριση, στην οποία μπορούν να αναχθούν οι πολιτικές πράξεις και τα πολιτικά κίνητρα»,[14] κι αυτή είναι «η διάκριση Φίλου και Εχθρού».[15]Αυτή η διάκριση «έχει το νόημα ότι χαρακτηρίζει τον ακραίο βαθμό έντασης μιας σύνδεσης ή διαχώρισης, εντός συνεταιρισμού ή απεταιρισμού».[16] Στην περίπτωση όπου δύο εχθροί συγκρούονται, «ο καθένας από αυτούς μπορεί μόνο ο ίδιος να αποφασίσει αν η διαφορετική ύπαρξη»[17] του άλλου σημαίνει την «άρνηση του δικού του τρόπου ύπαρξης».[18]
Η θεώρηση του Schmitt, αν και αρκετά χρήσιμη σε έκρυθμες περιόδους, όπως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, καθίσταται ιδιαίτερα προβληματική σε περιόδους περιορισμένων κοινωνικών εντάσεων και συγκρούσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η διαδικασία αναγνώρισης του Εχθρού είναι αγκιστρωμένη στην οπτική του κυριάρχου: είτε ο κυρίαρχος αναγνωρίζει έναν Εχθρό ως τέτοιο είτε μια κοινωνική ομάδα αναγνωρίζει τον κυρίαρχο ως Εχθρό, και λειτουργεί έτσι ώστε να αναγκαστεί να την αναγνωρίσει και αυτός ως Εχθρό. Η αντιμετώπιση της διάκρισης φίλου-εχθρού ως «κριτηρίου»[19] και όχι ως εξαντλητικού ορισμού ή «δήλωσης περιεχομένου», σημαίνει την αντιμετώπιση του Πολιτικού ως κριτηρίου και όχι ως πεδίου. Στις περιπτώσεις, λοιπόν, όπου η πολιτική συνθήκη δεν χαρακτηρίζεται ως επί το πλείστον (ή και έως καθόλου) από συγκρούσεις μεταξύ Εχθρών, η σμιττιανή ανάλυση αδυνατεί να μας δώσει έναν τρόπο διάκρισης των διαδικασιών που είναι όντως πολιτικές από αυτές που δεν είναι, καθώς καμία από τις δύο δεν μπορεί να λάβει τη μορφή της υπαρξιακής σύγκρουσης στη συγκεκριμένη συνθήκη.
Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα, αν κάποιος αυτοπροσδιοριστεί ως Εχθρός του Κυριάρχου σε μια κατά το μάλλον ή ήττον ειρηνική συνθήκη, και θεωρήσει ότι η σύγκρουση που επιδιώκει «είναι» ή «θα γίνει» υπαρξιακή, τότε η σμιττιανή ανάλυση μπορεί να αντιμετωπίσει την κατηγορία της σύγχυσης Δέοντος και Είναι. Είναι σαφές ότι ο Εχθρός δεν μπορεί να είναι «ο ανταγωνιστής ή ο αντίπαλος γενικά»,[20] ή «ο ιδιωτικός αντίπαλος που μισεί κανείς με αισθήματα αντιπάθειας».[21] Ο Schmitt, όμως, παραθέτει και τον εξής ορισμό: «Εχθρός είναι μόνο μία, τουλάχιστον ενδεχομένως, δηλαδή κατά πραγματική δυνατότητα, μαχόμενη ολότητα ανθρώπων η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια άλλη ακριβώς τέτοια ολότητα».[22]
Ο αόριστος χρονικός ορίζοντας πραγμάτωσης αυτής της «πραγματικής δυνατότητας», από τη στιγμή που τον πραγματικό της χαρακτήρα δεν τον καθορίζει ένας αμερόληπτος τρίτος[23] αλλά οι ίδιοι οι εχθροί που αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι, υπάρχει το ενδεχόμενο να μην είναι, ακόμη κι όταν έχουν την ελπίδα, ή και τη βεβαιότητα ότι θα γίνουν. Όπως παρατηρεί ο Αιμ. Μεταξόπουλος, «το βήμα από την έννοια του Εχθρού προς την ανθρώπινη ‘ολότητα’ ως condition sine qua non για να αποδοθεί σε κάποιον Άλλο η ιδιότητα του Εχθρού δεν είναι λογικώς συναγωγικό. Το βήμα είναι, εντέλει, άλμα».[24] Τα παραπάνω μπορούν να οδηγήσουν έναν πολιτικό φορέα στην αυτοαναφορική αναγωγή του σε «πραγματικό» Εχθρό του Κυριάρχου ή σε ιστορικά αναγκαία πρωτοπόρα μελλοντική ηγεσία (λ.χ. ηγέτης ή πολιτικό κόμμα) του κοινωνικού υποκειμένου που θα «συνειδητοποιήσει» ότι αποτελεί τον «πραγματικό» Εχθρό (λ.χ. εργατική τάξη) στο μέλλον, όταν επιτέλους «ακούσει» το «ειλικρινές» κάλεσμα αυτής της επίδοξης ηγεσίας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Schmitt δίνει σε πολλές περιπτώσεις τα εργαλεία για να διακρίνει κανείς την πολιτική από τα «παραμορφωμένα είδη ‘πολιτικής’, στα οποία από την αρχική κατάταξη σε Εχθρούς και Φίλους δεν έχει απομείνει πλέον παρά μόνο ένα κάποιο ανταγωνιστικό στοιχείο που εκφράζεται σε τακτικές και πρακτικές κάθε είδους, σε ανταγωνισμούς και ραδιουργίες [...] παράξενες δοσοληψίες και φαλκιδεύσεις».[25] Με βάση τα παραπάνω, δίνει και τα εργαλεία για να μη θεωρεί κανείς και την απολιτική ενασχόληση με τα παραπάνω είδη «πολιτικής» ως «πολιτική ενασχόληση». Επομένως, καθιστά διαυγή τη διάκριση του Πολιτικού τόσο από το παραπολιτικό,[26] δηλαδή το επικοινωνιακό «κομματικοπολιτικό» που ταυτίζεται ψευδώς με το «πολιτικό»,[27] όσο και από τον «εξωπολιτικό»[28] χαρακτήρα του φιλελεύθερου κράτους, όπου «το Πολιτικό υποχρεούται να περιορίζεται σε έναν [...] παράγωγο λειτουργικό ρόλο, που οριοθετείται από τους δεδομένους εξωπολιτικούς στόχους τους οποίους καλείται να προωθήσει».[29]
Όταν όμως ο Schmitt επιχειρεί να δώσει μια συγκεκριμένη εικόνα των πολιτικών διαδικασιών όπως θεωρεί ότι θα έπρεπε να είναι, τότε γίνεται σαφές ότι η «διά βοής ανάδειξη του ηγέτη σε ανοιχτές ‘παλλαϊκές’ συγκεντρώσεις»[30] και η αντιμετώπιση της acclamatio[31] ως «δημοκρατίας άμεσης»[32], τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όλες οι πολιτικές διαδικασίες έχουν ως αδιαπραγμάτευτο συστατικό τους την «αρχηγική αρχή».[33] Η κατά Schmitt ιδεώδης πολιτική μορφή, προϋποθέτει, κατά τη ναζιστική περίοδο, αυτό που ο ίδιος ονομάζει «πολιτική ενότητα»[34] κράτους-κοινωνίας, η οποία διαπλάθεται σε «τρεις αρμούς τάξης – κράτος, κίνημα, λαό»[35] και στην οποία «το κράτος [...] δεν διαθέτει πλέον το μονοπώλιο του Πολιτικού, αλλά είναι μόνο ένα όργανο του αρχηγού του κινήματος».[36]
Ακόμη κι αν δεν γενικεύσουμε την παραπάνω θέση ως την κατεξοχήν θέση του Schmitt, και πάλι δεν μπορούμε να μη χαρακτηρίσουμε το λιγότερο ως αντιδραστικό το πολιτικό του πρόταγμα, καθώς δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την αρχηγική αρχή που διαρκώς προϋποθέτει, ακόμη κι αν αυτή μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές. Βέβαια, η παραπάνω προβληματική αφορά οποιαδήποτε μορφή αντιπροσώπευσης, και όχι μόνο τον Schmitt, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Είναι όμως ιδιαίτερα διαφωτιστική για τη διαύγαση της σμιττιανής θεώρησης, αφού ωθεί τη λογική της αντιπροσώπευσης στα άκρα της:

Ελλείψει απόλυτης ταυτότητας του λαού με τον εαυτό του, λοιπόν, η εκάστοτε αντιπροσώπευση αποφασίζει σε ποιον βαθμό και με ποιον τρόπο θα διαχειριστεί την όποια ανομοιογένεια, προκειμένου η ίδια η αντιπροσώπευση να ενσωματώσει, καθιστώντας εμφανή την ώς τότε αφανή πολιτική ενότητα -και επομένως την εθνική βούληση- του λαού.[37]

Αν «όλες οι πολιτικές έννοιες, παραστάσεις και λέξεις έχουν ένα πολεμικό νόημα»[38] τότε η διάκριση φίλου-εχθρού θα περιέγραφε πλήρως το Πολιτικό. Αν υιοθετήσουμε τη συγκεκριμένη θέση για το εσωτερικό των πολιτικών διαδικασιών, αυτό θα σήμαινε ότι η διατήρηση της εσωτερικής «ενότητας», και άρα των σχέσεων φιλότητας, υφίσταται μόνο ως «πίστη, υποταγή, πειθαρχία»[39] έναντι ενός αρχηγού. Τότε, έχουμε τρεις δυνατές περιπτώσεις: (α) δύνανται να υπάρξουν υπαρξιακές συγκρούσεις στο εσωτερικό μιας πολιτικής διαδικασίας, και η παρουσία του αρχηγού, ως μικρογραφία του «κατέχοντος»,[40] αναβάλλει τη σύγκρουση. (β) δεν υπάρχει ουσιαστική δυνατότητα υπαρξιακής σύγκρουσης εντός μιας επικράτειας φιλότητας, δηλαδή δεν υπάρχουν (ούτε δυνητικά) Εχθροί αλλά ανταγωνιστές. (γ) υπάρχει Εχθρός και είναι πάντα εξωτερικός της πολιτικής διαδικασίας.
Στις πρώτες δύο περιπτώσεις, η έννοια του φίλου δεν φέρει κανένα ιδιαίτερο νόημα και συνιστά συγχρόνως απλή αντανάκλαση της σχέσης των «απλών μελών» με τον αρχηγό, αλλά και προσωρινός συσχετισμός δυνάμεων, οι ισορροπίες και το περιεχόμενο του οποίου μπορούν να αλλάξουν. Η τρίτη περίπτωση εμπεριέχει το εξής πρόβλημα: ο σχηματισμός της πολιτικής διαδικασίας, και άρα (με βάση τη σμιττιανή ανάλυση) η αναγνώριση του Εχθρού ως τέτοιου, προηγείται της αναγνώρισης του συλλογικού υποκειμένου που συγκροτεί αυτή τη διαδικασία, ως Εχθρού, από τον Εχθρό του. Συγχρόνως, η εξωτερική ύπαρξη του Εχθρού, δεν διασφαλίζει από μόνη της καμία συγκεκριμένη μορφή εσωτερικής ενότητας.
Για παράδειγμα, η συγκρότηση μιας πολιτικής οργάνωσης επί τη βάσει της αναγνώρισης του Κυριάρχου ως Εχθρού, προηγείται από την αναγνώριση αυτής της οργάνωσης ως Εχθρού από τον Κυρίαρχο. Και ακριβώς επειδή προηγείται, γίνεται σαφής ο ενδεχομενικός χαρακτήρας αυτής της αναγνώρισης: πολλές οργανώσεις θα αυτοπροσδιοριστούν ως Εχθρός του Κυριάρχου, όμως λίγες θα αναγνωριστούν ως τέτοιες, αφού λίγες θα καταφέρουν όντως να γίνουν. Ακόμη όμως και η αναγνώριση του Κυριάρχου ως Εχθρού, εν προκειμένω, δεν μας προσφέρει καμία πληροφορία για την εσωτερική διάρθρωση της πολιτικής διαδικασίας ως εδραίωσης σχέσεων φιλότητας, ούτε εγγυάται βέβαια την αντίστροφή αναγνώριση από τον Κυρίαρχο.
Αντίστοιχα, η αντίστροφη αναγνώριση του Εχθρού από τον Κυρίαρχο, προϋποθέτει τη δυνατότητα του Κυριάρχου να προσδιορίζει σύνολα υποκειμένων ως Εχθρούς, ακόμη κι αν αυτά δεν είναι καν συγκροτημένα. Αυτή η δυνατότητα προκύπτει από το γεγονός ότι ο Κυρίαρχος είναι σε κάθε περίπτωση ήδη συγκροτημένος σε σχέση με αυτά, και η γνώση της δομής του τού υπαγορεύει ποια κοινωνικά υποκείμενα θα τον συνέφερε να προσδιορίζει ως Εχθρούς προκειμένου να διατηρήσει την κυριαρχία του.
Η αυτάρεσκη αναγωγή του εαυτού σε πραγματικό έσχατο Εχθρό του Κυριάρχου είναι συχνή σε συνθήκες παρατεταμένης ειρήνης, και παρατηρείται όταν μια οργάνωση μετατρέπει τη σμιττιανή θέση ότι «ο πόλεμος [...] είναι η ως πραγματική δυνατότητα πάντα υπαρκτή προϋπόθεση [της πολιτικής]»[41] στην ψευδαίσθηση ότι η ίδια «προσωπικά» έχει την «επιστημονικότερη» στρατηγική ακόμη και για την πολεμική σύγκρουση, αλλά και ότι θα μπορούσε την φέρει και εις πέρας.
Ο «καιροσκοπισμός»[42] του Schmitt, μπορεί να εξηγηθεί ακριβώς από την ασάφεια της ανάλυσής του ως προς τις πολιτικές διαδικασίες, όταν αυτές θα πρέπει να ιδωθούν «από τα κάτω», σε σχέση με τον κυρίαρχο. Και πάλι το αδιέξοδο φαίνεται στις κατά το μάλλον ή ήττον ειρηνικές περιόδους, όπου δεν τίθεται «σε ημερήσια διάταξη» το ερώτημα «ποιος είναι ο κυρίαρχος», ακόμη κι αν πρέπει να τεθεί θεωρητικά ως προς τα ζητήματα θεμελίωσης, σε επίπεδο ανάλυσης. Η φράση «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης»[43] συνιστά απάντηση σε θεωρητικό ερώτημα θεμελίωσης, σε περιόδους ειρήνης, ενώ γίνεται συγκεκριμένη και σχεδόν εντελώς πρακτική απάντηση, όταν το ερώτημα τεθεί κυριολεκτικά εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Η ανάλυση του Schmitt δύναται να απαντήσει στα ερωτήματα θεμελίωσης σε μια συγκεκριμένη κατάσταση κυριαρχίας, προσδιορίζοντας τον κατ’ ουσίαν κυρίαρχο αντί για τον τυπικά-δεοντικά κυρίαρχο, μέσα από συγκεκριμένες αναλύσεις.[44] Μετά από αυτές τις αναλύσεις, δύναται να απαντήσει σε ερωτήματα ως προς την πορεία των ζητημάτων θεμελίωσης σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ανάμεσα όμως σε μια ανάλυση για την (εκάστοτε) υπάρχουσα κυριαρχία, και στην ανάλυση που είναι απαραίτητη «αν προκύψει μια τέτοια κατάσταση [έκτακτης ανάγκης]»,[45] απουσιάζει μια ανάλυση για τις συγκεκριμένη δομή που πρέπει να έχει μια πολιτική διαδικασία, ανταγωνιστική προς τον κυρίαρχο, ώστε να φτάσει σε μια τέτοια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, και αυτή η πορεία να έχει κάποιο νόημα, ώστε η νέα κατάσταση να μην είναι εξίσου ή περισσότερο προβληματική σε σχέση με την προηγούμενη. Μπορεί η εξαίρεση να είναι «πιο ενδιαφέρουσα από την κανονική περίπτωση»,[46] και να ισχύει ότι «το κανονικό δεν αποδεικνύει τίποτε, η εξαίρεση αποδεικνύει τα πάντα»,[47] αλλά αυτά που αποδεικνύει αφορούν την προηγούμενη κατάσταση. Καμία εξαίρεση δεν αποδεικνύει τίποτα για την κυριαρχία που έρχεται.
Η ασάφεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο ένα κοινωνικό υποκείμενο μπορεί να θέσει κυριολεκτικά σε κοινωνικό επίπεδο το ερώτημα περί του «υποκειμένου της κυριαρχίας»,[48] δεν ανοίγει τον δρόμο μόνο στην αυτάρεσκη αντιμετώπιση του εαυτού ως του ιστορικά αναγκαίου μελλοντικού κυριάρχου, για αρκετές οργανώσεις. Δημιουργεί επίσης τη δυνατότητα τα υποκείμενα να είναι διατεθειμένα να συνταχθούν με οποιοδήποτε άλλο υποκείμενο καταφέρει να θέσει το ερώτημα περί κυριαρχίας, και στη συνέχεια γίνει κυρίαρχο. Ιδιαίτερα, η σύνταξη με ένα τέτοιο υποκείμενο εκ των υστέρων, αφού γίνει κυρίαρχο, είναι η πλέον εύκολη και καιροσκοπική από τις παραπάνω. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να δούμε την όχι και τόσο «παράξενη»[49] στροφή του Schmitt μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Nazi, η οποία οδήγησε στην στράτευσή του μαζί τους.
Τα παραπάνω, μας δείχνουν ότι η διάκριση φίλου-εχθρού δεν περιγράφει πλήρως το Πολιτικό, και ότι πολιτικές έννοιες δεν γίνονται πάντα συγκεκριμένες[50] μόνο όταν «γνωρίζει κανείς [απλώς και μόνο] ποιον in concreto θέλει να πετύχει, να καταπολεμήσει, να αρνηθεί και να καταρρίψει».[51] Το συγκεκριμένο δεν ανάγεται πάντα στη σχέση φίλου-εχθρού, αλλά, αντιστρόφως, η σχέση φίλου-εχθρού λειτουργεί ως εργαλείο ανάλυσης ακριβώς εκεί που δύναται να είναι συγκεκριμένη. Επομένως, αν περιορίσουμε το πεδίο αναφοράς της σχέσης φίλου-εχθρού από το σύνολο της επικράτειας του Πολιτικού μόνο στα σημεία όπου μπορεί να αποτελέσει εργαλείο συγκεκριμένης ανάλυσης, τότε μπορούμε να διασώσουμε ένα μεγάλο μέρος της σμιττιανής θεώρησης, αλλά μόνο στο πεδίο όπου είναι λειτουργική.

2. Στεριά και Θάλασσα: από τον Schmitt στον Grotius

2.1. Οι τρεις εποχές της Ιστορίας κατά Kapp και η τεχνολογία πολέμου

Για τον Schmitt, «η παγκόσμια Ιστορία είναι η ιστορία του αγώνα των θαλάσσιων δυνάμεων ενάντια στις στεριανές δυνάμεις και αντιστρόφως».[52] Το αντιθετικό ζεύγος Λεβιάθαν εναντίον Βεεμώθ, αντλούμενο από την Παλαιά Διαθήκη (Ιώβ 40-41), σε διάφορες παραλλαγές,[53] απεικονίζει την πάλη ανάμεσα σε ένα μεγάλο μυθικό κήτος, και σε ένα εξ ίσου μεγάλο ζώο της στεριάς. Για να εξετάσει την ιστορική ισχύ του παραπάνω αντιθετικού σχήματος, ο Schmitt υιοθετεί το σχήμα του -εγελιανών επιρροών- Ernst Kapp, σύμφωνα με τον οποίο η Ιστορία χωρίζεται σε τρεις εποχές: αρχίζει «με τον ‘ποτάμιο’ πολιτισμό της Ανατολής στη Μεσοποταμία»[54] (ασσυριακές, βαβυλωνιακές και αιγυπτιακές αυτοκρατορίες), και ακολουθεί η «θαλάσσια εποχή ενός πολιτισμού κλειστών θαλασσών και μεσογειακών λεκανών»[55] (αρχαία Ελλάδα, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μεσογειακός Μεσαίωνας). Τέλος, «με την ανακάλυψη της Αμερικής και τον περίπλου της γης, κατακτήθηκε και η τελευταία και υψηλότερη βαθμίδα, εκείνη του ωκεάνιου πολιτισμού, φορείς του οποίου είναι οι διάφοροι γερμανικοί λαοί».[56]
Οι τρεις εποχές αντιστοιχούν κατά σειρά στον ποταμό, τη Μεσόγειο θάλασσα και τον ωκεανό. Ο Schmitt ενδιαφέρεται, εν προκειμένω, για τη μετάβαση από την θαλάσσια εποχή στον ωκεάνιο πολιτισμό, και συγκροτεί τη μελέτη αυτής της μετάβασης, διερευνώντας τα τεχνολογικά και πολεμικά χαρακτηριστικά εκείνων των ναυτικών δυνάμεων ανά εποχή, οι οποίες στη θαλάσσια εποχή δημιούργησαν απλώς έναν πολιτισμό με στόχο «την εκμετάλλευση της ευνοϊκής θέσης των ακτών»,[57] ενώ στην ωκεάνια εποχή μετατόπισαν συνολικά την ιστορική τους ύπαρξη «από τη στεριά προς τη θάλασσα».[58]
Ως παράδειγμα της ακμής και του τέλους της θαλάσσιας εποχής παρουσιάζεται η Βενετία, η οποία από το «έτος 1000 [μ.Χ.] [...] δεν εγκατέλειψε ποτέ, μέχρι την πτώση της το 1797, την τεχνολογία της Μεσογείου και του Μεσαίωνα. Όπως και άλλοι λαοί της Μεσογείου, γνώριζε μόνον το κωπήλατο σκάφος, τη γαλέρα».[59] Η χρήση ιστίων από τις βενετικές γαλέρες γινόταν «όπως και στην Αρχαιότητα, συμπληρωματικά και μόνο στην περίπτωση που έπνεε ούριος άνεμος».[60] Η πυξίδα, αν και γνωστή στην Ιταλία από το 1302,[61] δεν χρησιμοποιείτο από τους Βενετούς για «ωκεάνια ταξίδια».[62] Τα παραπάνω τεχνολογικά χαρακτηριστικά, καθόριζαν και τη μορφή των ναυμαχιών μεταξύ δυνάμεων αυτού του τύπου. Πόλεμοι αυτής της μορφή παρέμεναν, όπως και στην αρχαιότητα, μια «μάχη εκ του συστάδην»,[63] έχοντας επί της ουσίας χερσαία χαρακτηριστικά:

Πρώτοι οι Ρωμαίοι, στη ναυμαχία των Μυλών, εισέβαλαν στα εχθρικά πλοία ρίχνοντας σανίδες ώστε να σχηματίσουν γέφυρα, και βαδίζοντας πάνω σε αυτήν, κατάφεραν να πατήσουν στα πλοία του εχθρού. Με αυτόν τον τρόπο, η ναυμαχία μετατρεπόταν σε χερσαία μάχη πάνω σε πλοία.[64]

Η λήξη της βενετικής κυριαρχίας και συνολικότερα της θαλάσσιας εποχής έρχεται, κατά τον Schmitt, με την υπέρβαση αυτής της τεχνολογίας πολέμου σε συνθήκες πραγματικής μάχης από την Αγγλία. Η ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) έγινε «με τα ίδια τεχνικά μέσα με τα οποία πολέμησαν πριν από μιάμιση χιλιετία στο Άκτιο (30 π.Χ.)»[65] οι στόλοι του Αντωνίου και του Οκταβιανού, και υπήρξε «η τελευταία μεγάλη ναυμαχία αυτού του τύπου [...] [και] συγχρόνως [...] η τελευταία ένδοξη πράξη της ιστορίας της Βενετίας».[66] Λίγα χρόνια αργότερα, η ήττα της «αήττητης» ισπανικής αρμάδας στη Μάγχη (1588), άλλαξε «τα μέσα διεξαγωγής του ναυτικού πολέμου. Τα μικρά ιστιοφόρα των Άγγλων αποδείχτηκαν ανώτερα των μεγάλων κρατικών πλοίων».[67]
Το ερώτημα που ανακύπτει, όμως, είναι πώς χώρες όπως η Αγγλία κατέληξαν να έχουν μια ανώτερη πολεμική (και άρα: όχι μόνο πολεμική) τεχνολογία, για ποιο λόγο ήταν αυτές που τη γνώριζαν, και οι ανταγωνιστές τους την αγνοούσαν. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη πολεμικής τεχνολογίας που υπερβαίνει τα έως τότε μέσα πολέμου και μας φέρνει τυπικά στην ωκεάνια εποχή, είναι αποτέλεσμα ευρύτερων διεργασιών και επιλογών, τις οποίες κάνουν ορισμένα κράτη πριν αναπτύξουν τη σχετική τεχνολογία πολέμου. Πρέπει λοιπόν να διερευνήσουμε αυτές τις ευρύτερες διεργασίες, και τη σύνδεσή τους με τη μετατόπιση στο στοιχείο της θάλασσας.

2.2. Το κυνήγι του κήτους και η εξερεύνηση των θαλασσών

Κατά Schmitt, η προσοχή μας δεν πρέπει να είναι στην Αγγλία, αλλά στην Ολλανδία, αφού οι Ολλανδοί και όχι οι Άγγλοι ήταν εκείνοι που «υπήρξαν πρωτοπόροι στη ναυπήγηση πλοίων. Από το 1450 έως το 1600 [...] εφηύραν περισσότερους τύπους πλοίων απ’ ό,τι οι υπόλοιποι λαοί».[68] Η ναυπηγική, όμως, αναπτύχθηκε παράλληλα με τη φαλαινοθηρία, με τους Ολλανδούς να «προηγούνται κατά πολύ των άλλων»[69] και στους δύο τομείς.
Η νέα δυνατότητα του ανθρώπου να κυνηγήσει τον «μυθικό Λεβιάθαν»,[70] το «μεγαλύτερο, δυνατότερο, ισχυρότερο ζώο της θάλασσας»,[71] συνιστά κομβική στιγμή στη ευρύτερη διαδικασία απομάγευσης του κόσμου.[72] Η φαλαινοθηρία ήταν χειροκίνητη, αφού γινόταν πάνω σε «ιστιοφόρα ή κωπήλατα σκάφη»,[73] με μόνο όπλο «ένα καμάκι που εξακόντιζε το ανθρώπινο χέρι»∙[74] ήταν ένας «αγώνας μέχρι θανάτου δύο έμβιων όντων, που, χωρίς να είναι [κανένα εκ των δύο ψάρι] με την ζωολογική έννοια του όρου, δρούσαν μέσα στο στοιχείο της θάλασσας».[75]
Όμως, ο Schmitt, μέσω Jules Michelet, υποστηρίζει ότι η φαλαινοθηρία ήταν αυτή που οδήγησε τον άνθρωπο της εποχής να εξερευνήσει τους ωκεανούς και τελικά να εισχωρήσει «ολοένα και περισσότερο στο στοιχειακό βάθος της θαλάσσιας ύπαρξης»:[76]

Χωρίς τη φάλαινα, οι αλιείς θα είχαν παραμείνει στις ακτές. Η φάλαινα τους δελέασε να ανοιχτούν στους ωκεανούς και να απεξαρτηθούν από τις ακτές τους. Χάρη στη φάλαινα ανακαλύφθηκαν τα θαλάσσια ρεύματα και βρέθηκε ο δρόμος προς τον Βορρά. Η φάλαινα μας οδήγησε.[77]

Συνεπώς, στη θάλασσα «οι Βορειοευρωπαίοι και οι Δυτικοευρωπαίοι φαλαινοθήρες [που] κυνηγούσαν σε όλους τους ωκεανούς [...] ανακάλυψαν την υδρόγειο. Είναι οι πρωτότοκοι μιας νέας στοιχειακής ύπαρξης, τα πρώτα γνήσια ‘τέκνα της θάλασσας’».[78] Αντίστοιχα, στη στεριά, «οι Ρώσοι κυνηγοί γούνας, ακολουθώντας τα ζώα, κατέκτησαν τη Σιβηρία και μέσω των ηπειρωτικών δρόμων έφτασαν στις ανατολικές ασιατικές ακτές».[79] Και τα δύο αυτά είδη θηρευτών εμφανίστηκαν τον 16ο αιώνα στον πλανήτη, με τον Schmitt να εστιάζει κυρίως στο θαλάσσιο στοιχείο και στα «τέκνα» του. Αν εστιάσουμε κι εμείς, λοιπόν, στο στοιχείο της θάλασσας, έχουμε τις χωροχρονικές συντεταγμένες του σημείου καμπής, στο οποίο γίνεται η μετάβαση από τον θαλάσσιο στον ωκεάνιο πολιτισμό: την Ολλανδία των τελών του 16ου αιώνα.
Στην Ολλανδία, στα 1595, εμφανίζεται ένας «νέος τύπος πλοίου [...] με τετράγωνα ιστία, το οποίο έπλεε όχι μόνο με ούριο άνεμο, όπως τα παλιά ιστιοφόρα, αλλά και παράλληλα με τον άνεμο. [...] Με αυτή την τεχνική επίδοση, οι Ολλανδοί έγιναν οι ‘μεταφορείς’ όλων των ευρωπαϊκών χωρών».[80] Στο ίδιο πλαίσιο, την Ολλανδία του 16ου αιώνα, αλλάζει και η πολεμική τεχνολογία, καθώς κατασκευάζεται ένα νέο κανονιοφόρο πολεμικό πλοίο: «ένα ιστιοφόρο εξοπλισμένο στις παρειές του με κανόνια εκτοξεύει ομοβροντίες πυρός εναντίον του εχθρού. [...] Έτσι, η ναυμαχία γίνεται υψηλής τέχνης μάχη πυροβολικών μακράς βολής».[81]
Παράλληλα, «ο εκσυγχρονισμός και η τελειοποίηση της πυξίδας»,[82] η σχεδίαση θαλάσσιων χαρτών,[83] και «τα μεγάλα ιστιοφόρα [...] [που] ήρθαν στη Μεσόγειο από τον Ατλαντικό Ωκεανό»[84] έδωσαν πρόσβαση σε «απομακρυσμένες περιοχές όλων των ωκεανών και έτσι ανοίγεται στον άνθρωπο η οικουμένη».[85] Για πρώτη φορά, «ο άνθρωπος έχει στα χέρια του την πραγματική γεώσφαιρα σαν κανονική σφαίρα».[86]

3. Ο ωκεανός ως χώρος ελεύθερου εμπορίου και πειρατείας

3.1. Ο ωκεανός ως πεδίο μάχης χριστιανών

Κατά τον Schmitt, τα υποκείμενα που συνιστούν τους πρωτοπόρους «αυτής της στροφής προς το στοιχείο της θάλασσας, η οποία συντελείται τον 16ο και τον 17ο αιώνα»,[87] είναι οι «θαλασσόλυκοι, όλων των ειδών, πειρατές, κουρσάροι, τυχοδιώκτες του ναυτικού εμπορίου είναι, μαζί με τους φαλαινοθήρες και τους θαλασσοπόρους».[88]
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο νομικός χαρακτηρισμός των πειρατών και των κουρσάρων στα νέα ύδατα, τα οποία βρίσκονται εκτός της επικράτειας των ευρωπαϊκών κρατών. Ο κουρσάρος «σε αντίθεση με τον πειρατή, κατέχει νομικό τίτλο, δηλαδή εξουσιοδότηση από την κυβέρνησή του, μια επίσημη βασιλική άδεια διενέργειας πειρατικών πράξεων»[89] (!). Ο πειρατής «ταξιδεύει χωρίς νομική πληρεξουσιότητα».[90] Φυσικά, όπως σωστά παρατηρεί ο Schmitt, «όσο ωραία και σαφής μπορεί να είναι στη θεωρία αυτή η διαφορά, στην πράξη δεν ίσχυε».[91]
Αυτή η επί της ουσίας ταυτοσημία πειρατή και κουρσάρου, δύναται να μας πει πολλά για τους εντολείς των κουρσάρων, τους βασιλείς των ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίοι «επέβαλαν το δίκαιο, όταν το είχαν με το μέρος τους, και εξεγείρονταν κατά της αδικίας όταν το δίκαιο ήταν με το μέρος του αντιπάλου τους».[92] Στην Αγγλία της ελισαβετιανής περιόδου «το μεγαλύτερο μέρος του αγγλικού στόλου διέπλεε τις θάλασσες επιδιδόμενο σε ληστρικές επιδρομές και παράνομες δραστηριότητες, και λιγότερα πλοία, χωρητικότητας λίγο πάνω από 50.000 τόνους, ταξίδευαν εξυπηρετώντας το νόμιμο εμπόριο».[93] Παράλληλα, «εκατοντάδες και χιλιάδες Άγγλοι και Αγγλίδες έγιναν τότε ‘κουρσάροι-καπιταλιστές’ [corsairs-capitalists]».[94] Έτσι, «μόλις τον 16ο και τον 17ο αιώνα μεταμορφώθηκε αυτός ο λαός προβατοτρόφων σε πραγματικό λαό θαλασσόλυκων και κουρσάρων, σε ‘τέκνα της θάλασσας’».[95] Είναι σαφές λοιπόν, ότι και τα ευρωπαϊκά κράτη της περιόδου λειτουργούσαν κατά κύριο λόγο ως πειρατές στην παγκόσμια σκακιέρα του ωκεανού, καθώς «μεταχειρίστηκαν τις ανακαλυφθείσες μη ευρωπαϊκές και μη χριστιανικές χώρες και τους λαούς τους ως αδέσποτο αγαθό, το οποίο ανήκε στον πρώτο ευρωπαίο κατακτητή».[96]
Καθοριστικό ρόλο έχει, σε αυτό το σημείο, η αντιπαλότητα καθολικών και προτεσταντών. Και οι δύο πλευρές κατέστησαν πρόσχημα τη διάδοση του χριστιανισμού για να δικαιολογήσουν τις κατακτήσεις των νέων εδαφών, βλέποντας τους κατοίκους τους πρώτα ως «μη χριστιανούς», και στη συνέχεια, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ως «απολίτιστους». Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί «το διεθνές δίκαιο των ευρωπαϊκών χριστιανικών λαών της Ευρώπης απέναντι σε όλο τον κόσμο. [...] Η έννοια και ο πυρήνας του ευρωπαϊκού-χριστιανικού διεθνούς δικαίου έγκειται ακριβώς στη διανομή της νέας γης».[97]
Η έναρξη, όμως, αυτής της παγκόσμιας χριστιανικής διαμάχης, βρίσκεται στα 1493, όταν ο Πάπας «δυνάμει της αποστολικής του εξουσίας, χάρισε στον βασιλιά της Καστίλλης και της Λεόν και στους κληρονόμους του τις νεοανακαλυφθείσες Δυτικές Ινδίες ως κοσμικό φέουδο της Εκκλησίας».[98] Η Ισπανία και η Πορτογαλία χάραξαν μια διανεμητική γραμμή στο χάρτη και υπέγραψαν τον διαμοιρασμό των νέων εδαφών, κι έτσι ξεκίνησε «η μεγάλης κλίμακας διανομή όλου του Νέου Κόσμου».[99] Σύμφωνα με τον Schmitt, αυτή η «παπική διανεμητική γραμμή του 1493 αποτελεί την απαρχή του αγώνα για τη νέα συνταγματική τάξη, τον νέο Νόμο της Γης».[100]
Όμως, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι ήταν καθολικοί. Από τη Μεταρρύθμιση και εντεύθεν, δημιουργείται μια νέα θρησκευτική και πολιτική παγκόσμια κατάσταση:

Οι προτεσταντικοί πλέον λαοί αμφισβητούσαν ανοιχτά την εξουσία του Ρωμαίου ποντίφικα. Έτσι, ο αγώνας για την κατάκτηση της νέας γης μετατράπηκε σε αγώνα μεταξύ μεταρρυθμιστών και αντιμεταρρυθμιστών, μεταξύ οικουμενικού καθολικισμού της Ισπανίας και του οικουμενικού προτεσταντισμού των ουγενότων, Ολλανδών και Άγγλων.[101]

Η παραπάνω θρησκευτική παγκόσμια συνθήκη δεν αφορά μόνο τα κράτη, αλλά και τους πειρατές. Γάλλοι πειρατές (Ουγενότοι, «Huguenots») όπως οι Rochellois, Ολλανδοί πειρατές («Seegeuser»), Άγγλοι ελισαβετιανοί κουρσάροι, πειρατές της Καραϊβικής («Buccaneers») έχουν «έναν πολιτικό εχθρό, τουτέστιν την κοσμοκράτειρα [έως τότε] Ισπανία. Αιχμαλώτιζαν πλοία που μετέφεραν πολύτιμο φορτίο, βασικά μόνο καθολικά πλοία, με ήσυχη τη συνείδησή τους, επειδή το θεωρούσαν θεάρεστο έργο, ευλογημένο από τον Θεό».[102]
Με την άνοδο του Προτεσταντισμού, ο Καλβινισμός έγινε σταδιακά «η θρησκεία των Γάλλων ουγενότων, των Ολλανδών ηρώων της ελευθερίας και των Άγγλων πουριτανών»,[103] οι οποίοι, με την υπερφαλάγγιση των Ισπανών και την ταυτόχρονη κατάρρευση της Χανσεατικής Ένωσης στη Βαλτική, κυριαρχούν και φέρνουν την καλβινιστική εποχή, η οποία θα αντικαταστήσει τη λουθηριανή.
Το ερώτημα που ανακύπτει, όμως, είναι ποια αντίληψη για τον κόσμο, ποια κοσμοεικόνα της Γης, διαμόρφωσαν οι προτεστάντες που στράφηκαν στη θάλασσα. Αυτή η κοσμοεικόνα διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από την απάντηση στο κεντρικό ερώτημα που αναδύεται μαζί με τις νέες ναυτικές δυνάμεις στη νεωτερικότητα: «σε ποιον ανήκει η θάλασσα;». Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των απαντήσεων που δόθηκαν στο ερώτημα, σε βαθμό που διαμόρφωσε ολόκληρο το πλαίσιο της σχετικής συζήτησης στην εποχή του, διετέλεσε ο Ολλανδός Hugo Grotius (1583-1645), με το έργο Mare Liberum [Ελεύθερη Θάλασσα, 1609].[104] Ο Schmitt διαβλέπει τη σημαντικότητα της Mare Liberum, και αναφέρεται επανειλημμένα σε αυτό και σε άλλα έργα του Grotius, ειδικά στο Nomos der Erde.[105]

3.2. Ελεύθερη Θάλασσα εναντίον Κλειστής Θάλασσας

Είδαμε προηγουμένως τους λόγους για τους οποίους οι αιτίες μετάβασης από τον θαλάσσιο στον ωκεάνιο πολιτισμό πρέπει να αναζητηθούν στις προτεσταντικές ευρωπαϊκές χώρες στα τέλη του 16ου αιώνα και στις αρχές του 17ου, ενώ έγινε σαφές ότι η Ολλανδία και η Αγγλία της εποχής κατέχουν ιδιάζουσα θέση μεταξύ των υπόλοιπων χωρών. Το ερώτημα που ανακύπτει, είναι ποιες αντιλήψεις διαμορφώθηκαν στην Ολλανδία και την Αγγλία, αφού αυτές στράφηκαν προς την θάλασσα, ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό του ίδιου του ωκεανού, ο οποίος εν πολλοίς καθόρισε και τη νομική επιχειρηματολογία για τις αξιώσεις κυριότητας στις οποίες προέβησαν οι δύο χώρες για τις νέες εκτάσεις που ανακάλυπταν και κυρίως για το εμπόριο από και προς αυτές.
Οι δύο αυτές χώρες ήρθαν αντιμέτωπες με την περατότητα της υδάτινης σφαίρας, η οποία έθεσε εκ νέου το ζήτημα της δια-νομής, αρά το ίδιο το ερώτημα περί δυνατότητας νομής στις θαλάσσιες εκτάσεις. Πριν εξετάσει κανείς τις δύο αντικρουόμενες απόψεις που διαμορφώθηκαν, αποκρυσταλλωνόμενες στα έργα Ελεύθερη Θάλασσα (Grotius) και Κλειστή Θάλασσα (John Selden), θα πρέπει να αναρωτηθεί αν θα ήταν εφικτό δύο χώρες που έρχονται αντιμέτωπες σε παγκόσμιο επίπεδο να έχουν την ίδια αντίληψη για τη δομή του χώρου που προσπαθούν να ελέγξουν. Εμείς δεν θα απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, αλλά σε ένα ακόμη πιο στοιχειώδες, «κατεβάζοντας» το αρχικό ερώτημα ακόμα μια «διάσταση» πιο κάτω: Δύναται μία χώρα, ως χώρα, να έχει την ίδια σταθερή αντίληψη για τον χώρο που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί;
Οποιαδήποτε θεώρηση για τα παγκόσμια πράγματα, όμως, όταν γίνεται από τη σκοπιά ενός εθνικού συμφέροντος, προσκρούει τελικά στο παγόβουνο των προσωρινών συσχετισμών. Όταν μια δύναμη δεν έχει μεγάλο μερίδιο στο παγκόσμιο δίκτυο ανταλλαγών, είναι λογικό να διεκδικεί «και αυτή» ένα «δικαίωμα» να αποκομίσει οφέλη από εκτάσεις ή θαλάσσιες διαδρομές που δεν ελέγχει. Ήδη όμως η προσπάθεια ελέγχου των ίδιων θαλάσσιων εμπορικών διαδρομών, ακόμη κι αν στην αρχή δεν συνοδεύεται από μια αντίληψη που υπεραμύνεται την κυριότητα και αποκλειστική κυριαρχία σε ωκεάνιες εκτάσεις, οδηγεί αργά ή γρήγορα σε μια τέτοια αντίληψη, όταν έρθει κανείς από τη θέση του ασθενέστερου στη θέση του ισχυρού. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον Grotius,[106] οποίος σε επόμενο έργο του, το Δίκαιο του Πολέμου και της Ειρήνης, «θα συμφωνήσει ότι τα χωρικά ύδατα επιδέχονται κατοχής».[107],[108]
Αντίστοιχα, είναι «λογικό» ο ισχυρός να διαμορφώσει μια αντίληψη για τον ωκεανό που θα διασφαλίζει την υπεροχή του, δηλαδή τη διατήρηση των υπαρχόντων συσχετισμών, κι αν οι συσχετισμοί αλλάξουν, να υποστηρίζει το «δικαίωμά του» στην ελεύθερη εκμετάλλευση ωκεάνιων εκτάσεων. Όλα αυτά είναι «λογικά», αν δεχθεί κανείς ως λογικό, και άρα ως «δίκαιο», το «δίκαιο του ισχυροτέρου» μεταξύ των κρατών και όχι μόνο, το οποίο προϋποθέτει κανείς, ανεξάρτητα από το αν κάνει λόγο για «ελεύθερη» ή για «κλειστή» θάλασσα. Κι αυτό επειδή η «ελευθερία» που υφίσταται με αυτούς τους όρους στη θάλασσα είναι η «φυσική» ελευθερία κρατών, κουρσάρων ή ιδιωτικών εταιρειών, ανάλογων με άτομα σε «φυσική κατάσταση». Είναι μια «ελευθερία» που ασκείται πάνω στην περατή, και γι’ αυτό εν τέλει «κλειστή», υδάτινη και στεριανή επιφάνεια της Γης. «Ελεύθερη» και «κλειστή» θάλασσα αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η προτεραιότητα της αντίληψης «ελεύθερης» θάλασσας έναντι της «κλειστής» είναι πρωτίστως ιδεολογική, γι’ αυτό και μπόρεσε να αποτελέσει τη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Η «φιλελεύθερη ουτοπία»,[109] όπως και κάθε ουτοπία, δεν χτίζεται μέσα σε περίφραξη. Ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησης της περατότητας της Γης, τα κράτη συμπεριφέρονται ως εάν να μην είναι περατή-«κλειστή», προσποιούμενα ότι η «ελευθερία» που διεκδικούν δεν είναι καθολική, ενώ είναι. Όπως είδαμε, η «ελεύθερη θάλασσα» συνιστά μια ιδεολογία που είναι βολική για τα «μικρά» κράτη, τα οποία θέλουν να αυξήσουν την κυριαρχία τους. Με αυτόν τον τρόπο, λειτουργεί ως όχημα για τη διαμόρφωση ενός διεθνούς δικαίου, όπου κάθε χώρα προσποιείται ότι είναι μικρή, ότι λειτουργεί ως εάν ήταν μικρή∙ υποτίθεται ότι κανείς δεν συμπεριφέρεται ως μονοπώλιο ισχύος (σε σύγκριση με την ισχύ των άλλων), και συνεπώς ότι αυτό το «διεθνές δίκαιο» είναι υπέρ των μικρών κρατών, άρα υπέρ όλων των κρατών, αφού κανένα δεν αντιμετωπίζει με ειλικρινή τρόπο τον εαυτό του ως «μεγάλο», όταν εκφράζει τη δική του οπτική για το διεθνές δίκαιο.
Βέβαια, η φιλελεύθερη ουτοπία δεν συνίσταται απλώς σε αυτό το πλέγμα διακρατικών σχέσεων, όπου κάθε πόλεμος αντιμετωπίζεται ως «τσακωμός»[110] μεταξύ «ίσων», όπου πρέπει πάντα να γίνεται δίκη προθέσεων, με βάση το ποιος «τράβηξε πρώτος το μαχαίρι».[111] Εμπεριέχει επίσης, και εξίσου, την «ελεύθερη αγορά». Αυτό, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση.

*Ο Γιάννης-Παναγιώτης Βούλγαρης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μαθηματικός

[1] Schmitt C., Στεριά και θάλασσα. Μια κοσμοϊστορική θεώρηση, μτφρ. Ι. Αβραμίδου, επιμ. Δ. Καββαθάς, Σμίλη, Αθήνα 2022 (11942).
[2] Schmitt C., The Nomos of the Earth in the International Law of the Jus Publicum Europaeum, transl. G. L. Ulmen, Telos Press, New York 22006 (11950).
[3] Strauss L., «Σημειώσεις για τον Καρλ Σμιτ, η έννοια του πολιτικού» (11932), μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, στο: Strauss L., Arditi B., Emden Chr.-J., Τα όρια του φιλελευθερισμού. Από τον Καρλ Σμιτ στη Χάννα Άρεντ, μτφρ. Γ. Μερτίκας-Γ. Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον, Αθήνα 2014, σελ. 22.
[4] Derrida J., The politics of friendship, transl. G. Collins, Verso, London-New York 1997 (11994), σελ. 86.
[5] Κονδύλης Π., «Οφειλόμενες απαντήσεις», περιοδικό Λεβιάθαν, τ. 15, 1994, σελ. 109.
[6] Γενικότερα για την πρόσληψη του Schmitt από τον Κονδύλη, βλ. Λάζος Π., Αξιακός σχετικισμός, κανονιστικότητα και αποφασιαρχία στο έργο του Π. Κονδύλη: όροι και προϋποθέσεις συγκρότησης και θεωρητικές συνέπειες μιάς αποφασιαρχής θεωρίας, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2011, σελ. 141-158.
[7] Ό.π.
[8] Ό.π.
[9] Ό.π.
[10] Ομοίως, ο Π. Θανασάς διερωτάται αν «αυτός ο ορισμός της κυριαρχίας είναι πολύ στενός», στο: Θανασάς Π., «Carl Schmitt: ένας επίκαιρος Ρομαντικός», περιοδικό Ο Πολίτης, τ. 88, Μάιος 2001, σελ. 31.
[11] Κονδύλης Π., Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης. Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1998, σελ. 105.
[12] Βλ. και: Νούτσος Π., «Πτυχές της φιλοσοφικής σκέψης του Παναγιώτη Κονδύλη», στο: Ευαγγελόπουλος Γ.-Λ., Μπογιατζής Β.-Α., Νούτσος Π., Παπανικολάου Μ., Παναγιώτης Κονδύλης. Ένας στοχαστής ενάντια στις βεβαιότητες, προλ. Μ. Μπέζγος, Ευρασία, Αθήνα 2016, σελ. 26.
[13] Schmitt C., Η έννοια του Πολιτικού, μτφρ.-εισ. Α. Λαβράνου, επιμ. Γ. Σταμάτης, Κριτική, Αθήνα 22009 (11932), σελ. 59.
[14] Ό.π., σελ. 60.
[15] Ό.π.
[16] Ό.π., σελ. 60-61.
[17] Ό.π., σελ. 61.
[18] Ό.π.
[19] Ό.π., σελ. 60.
[20] Ό.π., σελ. 64.
[21] Ό.π.
[22] Ό.π.
[23] Ό.π., σελ. 61.
[24] Μεταξόπουλος Αιμ., Αυτοσυντήρηση, πόλεμος, πολιτική. Όψεις του μετανεωτερικού κόσμου υπό το φως της θεωρίας της κοσμοκατασκευής, Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2005, σελ. 98.
[25] Η έννοια του Πολιτικού, σελ. 67.
[26] Μεταξόπουλος Αιμ., Αυτοσυντήρηση, πόλεμος, πολιτική, σελ. 99.
[27] Η έννοια του Πολιτικού, σελ. 68.
[28] Ό.π., σελ. 101.
[29] Τσουκαλάς Κ. Είδωλα Πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ. 215.
[30] Σούρλας Π. Κ., Δημοκρατία και Αυτονομία. Δοκίμια πολιτικής φιλοσοφίας, σελ. 29, υποσημείωση.
[31] Schmitt C., «Για την αντίθεση μεταξύ κοινοβουλευτισμού και δημοκρατίας», μτφρ. Ν. Παναγιωτοπούλου, περιοδικό Λεβιάθαν, τ. 16, 1996 (11923), σελ. 121.
[32] Ό.π.
[33] Schmitt C., Σχετικά με τα τρία είδη της νομικής σκέψης, εισ.-μτφρ.-σχολ. Χ. Παπαχαραλάμπους, Παπαζήση, Αθήνα 2009 (11934), σελ. 196.
[34] Ό.π.
[35] Ό.π.
[36] Ό.π., σελ. 199.
[37] Καρούνια Κ., «Οι τρεις όψεις του αντι-εβραϊσμού στον Carl Schmitt», στο: Νικολαϊδου-Κυριανίδου Β. (επιμ.), Οι πολλαπλές εκφάνσεις του αντι-εβραϊσμού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 2022, σελ. 285.
[38] Η έννοια του Πολιτικού, σελ. 67.
[39] Σχετικά με τα τρία είδη της νομικής σκέψης, σελ. 196.
[40] Nomos of the Earth, σελ. 59-60.
[41] Η έννοια του Πολιτικού, σελ. 72.
[42] Καρούνια Κ., «Οι τρεις όψεις του αντι-εβραϊσμού στον Carl Schmitt», στο: Νικολαϊδου-Κυριανίδου Β. (επιμ.), Οι πολλαπλές εκφάνσεις του αντι-εβραϊσμού, σελ. 275.
[43] Πολιτική Θεολογία, μτφρ.-σημ.-επιλ. Π. Κονδύλης, Λεβιάθαν, Αθήνα 1994 (11922), σελ. 17.
[44] Ό.π., σελ. 17-27.
[45] Ό.π. σελ. 27.
[46] Ό.π., σελ. 31.
[47] Ό.π.
[48] Ό.π., σελ. 19.
[49] Derrida J., «Force of Law: The ‘Mystical Foundation of Authority’», στο: D. Cornell, M. Rosenfeld, D.-G. Carlson (ed.), Deconstruction and the Possibility of Justice, Routledge, New York-London 1992, σελ. 30. Στα ελληνικά: Ισχύς νόμου. Το ‘Μυστικιστικό θεμέλιο της αυθεντίας’, μτφρ.-σημ.-επίμ. Β. Μπιτσώρης, Πατάκη, Αθήνα 2015 (11992), σελ. 94.
[50] Πολιτική Θεολογία, σελ. 67.
[51] Ό.π., σελ. 67-68.
[52] Στεριά και Θάλασσα, σελ. 18.
[53] Schmitt C., Ο Λεβιάθαν στην πολιτειολογία του Τόμας Χόμπς. Νόημα και αποτυχία ενός πολιτικού συμβόλου, επιμ.-εισ.-μτφρ. Γ. Σαγκριώτης, εισ. Δ. Καρύδας, Σαββάλας, Αθήνα 2009 (11938), σελ. 56.
[54] Ό.π., σελ. 25.
[55] Ό.π.
[56] Ό.π.
[57] Ό.π., σελ. 27.
[58] Ό.π.
[59] Ό.π.
[60] Ό.π.
[61] Ό.π., σελ. 28.
[62] Ό.π., σελ. 27.
[63] Ό.π., σελ. 28.
[64] Ό.π.
[65] Ό.π., σελ. 29.
[66] Ό.π.
[67] Ό.π.
[68] Ό.π., σελ. 30.
[69] Ό.π., σελ. 31
[70] Ό.π.
[71] Ό.π., σελ. 33.
[72] Weber M., Η επιστήμη ως επάγγελμα, κριτική της θεωρίας του Stammler, η γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού, επιμ.-μτφρ.-σχ. Μ. Κυπραίος, Παπαζήση, Αθήνα 2005 (11919), σελ. 107.
[73] Στεριά και Θάλασσα, σελ. 35.
[74] Ό.π.
[75] Ό.π. Η απόδοση της Ι. Αβραμίδου και του Δ. Καββαθά σε αυτό το σημείο είναι η εξής: «χωρίς να είναι και τα δύο ψάρια με τη ζωολογική έννοια του όρου». Η παραπάνω απόδοση δεν στέκει λογικά, καθώς η χρήση του «και» θα άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο ένα εκ των δύο όντων να είναι ψάρι, αντί για θηλαστικό. Η άρνηση της έκφρασης «ο άνθρωπος και η φάλαινα είναι ψάρια» είναι «ούτε ο άνθρωπος ούτε η φάλαινα είναι ψάρι», ή ισοδύναμα: «κανένα εκ των δύο όντων δεν είναι ψάρι». Γι’ αυτό το λόγο τροποποιούμε το παραπάνω απόσπασμα αναλόγως.
[76] Ό.π., σελ. 36.
[77] Ό.π., σελ. 37.
[78] Ό.π., σελ. 38.
[79] Ό.π.
[80] Ό.π., σελ. 39.
[81] Ό.π., σελ. 40.
[82] Ό.π., σελ. 27.
[83] Ό.π., σελ. 41.
[84] Ό.π.
[85] Ό.π., σελ. 27-28.
[86] Ό.π., σελ. 69.
[87] Ό.π., σελ. 43.
[88] Ό.π.
[89] Ό.π., σελ. 47.
[90] Ό.π.
[91] Ό.π.
[92] Ό.π., σελ. 50.
[93] Ό.π. σελ. 54.
[94] Ό.π., σελ. 50.
[95] Ό.π., σελ. 54.
[96] Ό.π., σελ. 76. Η υπογράμμιση δική μου.
[97] Ό.π., σελ. 77, 79.
[98] Ό.π., σελ. 81.
[99] Ό.π.
[100] Ό.π., σελ. 82.
[101] Ό.π.
[102] Ό.π., σελ. 47-48.
[103] Ό.π., σελ. 87.
[104] Grotius H., Ελεύθερη Θάλασσα, εισ.-μτφρ. Φ.-Η. Χριστακοπούλου, Ρώμη, Αθήνα 2020 (11609).
[105] Αναφορές στον Grotius υπάρχουν διάσπαρτες σε όλο το έργο. Ειδικά για το Mare Liberum, βλ. Nomos of the Earth (11950), Part III, ch. 3: «Freedom of the Sea», το οποίο αποτελεί σε ορισμένα σημεία σύνοψη και σε κάποια άλλα επανεπεξεργασία και προέκταση των θέσεων που παρουσιάζονται στο Στεριά και Θάλασσα (Land und Meer, 1942).
[106] Φ.-Η. Χριστακοπούλου, Εισαγωγή, στο: Ελεύθερη Θάλασσα, σελ. 31.
[107] Ό.π., σελ. 40.
[108] Grotius H., The Rights of War and Peace, ed.-intr. R. Tuck, Liberty Fund, Indianapolis 2005 (11625), §II.I.XII-XV,.σελ. 466-474.
[109] Κονδύλης Π. Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία, Στιγμή, Αθήνα 32013 (11992), σελ. 114.
[110] Lenin V.I., Πόλεμος και Επανάσταση, στο: Άπαντα, 5η Πλήρης Έκδοση, τ. 32: Mάης-Iούλης 1917, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, σελ.79.
[111] Ό.π., σελ. 86.

Δεν υπάρχουν σχόλια: