Fred Boissonnas, Ο Παρνασσός από το Ζεμενό, 1903, Τρικόγλειος Βιβλιοθήκη - Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ |
Του Κωστή Γκοτσίνα*
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΦΩΤΑΚΗΣ, Αστυνομία Πόλεων. Τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 369
Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, αν όχι από τα επαναστατικά χρόνια, μια σειρά ξένες αποστολές (προσ)κλήθηκαν να φέρουν στην Ελλάδα την τεχνογνωσία τους σε κρίσιμους τομείς. Στόχος ήταν η ταχύτερη και βέλτιστη οργάνωση του κρατικού μηχανισμού κατά τα δυτικά πρότυπα - και βέβαια η σύσφιξη διπλωματικών, στρατιωτικών ή οικονομικών σχέσεων στο πλαίσιο ευρύτερων συμμαχιών. Έτσι, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (για να μην αναφερθούμε στην οθωνική περίοδο), βρετανικές, γαλλικές ή ιταλικές αποστολές ανέλαβαν την αναδιοργάνωση του στρατού, του στόλου και της χωροφυλακής ή την εκτέλεση τεχνικών έργων. Το βιβλίο του Αχιλλέα Φωτάκη παρακολουθεί ακριβώς μια τέτοια αποστολή, η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα ανέλαβε να στήσει ένα αστυνομικό σώμα επιφορτισμένο με καθήκοντα τάξης και ασφάλειας στα αστικά κέντρα.
Ιστορίες της αστυνομίας ή της χωροφυλακής έχουν δει το φως και στο παρελθόν, ήταν όμως γραμμένες από εν ενεργεία ή πρώην στελέχη των σωμάτων αυτών, γεγονός που τις καθιστούσε, στη χειρότερη περίπτωση, ηρωποιητικά αφηγήματα και, στην καλύτερη, πηγή γλαφυρών ανεκδότων. Ο Φωτάκης δεν αγνοεί αυτή τη βιβλιογραφία και τη χρησιμοποιεί με περίσκεψη. Κυρίως, όμως, στηρίζεται σε πρωτογενείς πηγές που συγκέντρωσε μετά από έρευνα τόσο σε βρετανικά όσο και σε ελληνικά αρχεία, προκειμένου να ανασυνθέσει το έργο της βρετανικής αποστολής και να το εντάξει στη διεθνή ιστοριογραφία περί αστυνομίας - άλλωστε, η Ελλάδα δεν ήταν η μοναδική χώρα όπου έδρασαν βρετανικές αστυνομικές αποστολές: όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, το έκαναν σε βρετανικές αποικίες, όπως η Νότιος Αφρική και η Ινδία, αλλά και στην Οθωμανική αυτοκρατορία, για την οργάνωση της εκεί χωροφυλακής.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να εντοπίσουμε μια πρώτη σημαντική συμβολή του βιβλίου, στην ευρύτερη συζήτηση σχετικά με την εισαγωγή θεσμών, ιδεών και αντιλήψεων σε ένα κράτος. Η εισαγωγή αυτή δεν γίνεται με όρους μονόπλευρης επιβολής, αλλά προσαρμογής των ξένων μοντέλων στις τοπικές συνθήκες - και, κάποτε, παραμόρφωσης ή εκ βάθρων μεταβολής των αρχικών προτύπων. Με τα λόγια του συγγραφέα, «είναι η αστυνομική τεχνογνωσία που προσαρμόζεται στο εκάστοτε κοινωνικό πεδίο, παρά το κοινωνικό πεδίο στην τεχνογνωσία». Στην περίπτωση της Αστυνομίας Πόλεων, η προσαρμογή κατέληξε σε ένα «ελληνικό μοντέλο αστυνόμευσης», το οποίο, κάτω από το βάρος των κοινωνικών εντάσεων και των τεταμένων πολιτικών σχέσεων της μεσοπολεμικής Ελλάδας, δεν άργησε να απομακρυνθεί από τα σχέδια των Βρετανών περί ενός άοπλου σώματος. Πρόκειται για ένα καίριο θεωρητικό ζήτημα, αλλά συγχρόνως και για έναν εξαιρετικά επίκαιρο προβληματισμό σε σχέση με τον ρόλο και τα καθήκοντα της αστυνομίας.
Μια δεύτερη σημαντική συμβολή του βιβλίου έχει να κάνει με τον τρόπο που προσεγγίζουμε το κράτος. Αναλύοντας τη γέννηση και τις μεταλλάξεις της Αστυνομίας Πόλεων, ο συγγραφέας δείχνει ανάγλυφα ότι το κράτος δεν είναι κάτι το ενιαίο, αλλά προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ ομάδων και προσώπων. Αυτό προκύπτει, για παράδειγμα, μέσα από την παρουσίαση της μακρόχρονης διαμάχης ανάμεσα στην Αστυνομία Πόλεων και τη Χωροφυλακή, όπου συμμετείχαν όχι μόνο μέλη των σωμάτων αυτών αλλά και πολιτικοί ή στρατιωτικοί υποστηρικτές τους, ξένες διπλωματικές αποστολές, ο ημερήσιος Τύπος, ακόμα και ομάδες πίεσης, όπως επαγγελματικές οργανώσεις που υπέγραφαν ψηφίσματα υπέρ της μίας ή της άλλης. Όπως επισημαίνει ο Φωτάκης, η αστυνομία συνετέλεσε «στη διαμόρφωση του μεσοπολεμικού κράτους όσο και του εαυτού της», διεκδικώντας μάλιστα και κατορθώνοντας, «σε πολλές περιπτώσεις, να κατακτήσει έναν ρόλο χάραξης κρατικών πολιτικών» που έφτανε μέχρι την προετοιμασία και υποβολή σχεδίων νόμου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία της Αστυνομίας Πόλεων από τις κυβερνήσεις Βενιζέλου, με τα όποια σκαμπανεβάσματα και παλινωδίες συνάντησε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, σχετίζεται άμεσα με τη μεταβολή του κοινωνικού και του αστικού πεδίου κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, σε μια άνωθεν προσπάθεια εκσυγχρονισμού, με την εισαγωγή νέων προτύπων συμπεριφοράς και νέων ορίων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Έτσι, πέρα από τις δύο παραπάνω σημαντικότατες συμβολές, λόγω ακριβώς του πλούτου και του εύρους των καθηκόντων που ανέλαβε η Αστυνομία Πόλεων με την ίδρυσή της, το βιβλίο του Αχιλλέα Φωτάκη πραγματεύεται μια μεγάλη ποικιλία θεματικών που άπτονται της κοινωνικής ιστορίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας, άλλωστε, ομολογεί στην εισαγωγή ότι θέλησε να ανοίξει «όσο το δυνατόν περισσότερο τη βεντάλια των θεμάτων» που θα διερευνήσει, και το επιτυγχάνει πλήρως στα δέκα κεφάλαια του βιβλίου, είτε ρίχνοντας νέο φως σε ζητήματα που έχουν ήδη απασχολήσει εκτεταμένα την έρευνα (όπως ο Εθνικός Διχασμός) είτε σκύβοντας σε λιγότερο μελετημένες πτυχές της ιστορίας του Μεσοπολέμου. Ενδεικτικά μπορώ να αναφέρω τα ηχοτοπία των νέων πόλεων, τις έμφυλες σχέσεις ή τον «αντεγκληματικό κύκλο δράσης», μέσα από τον οποίο κατασκευάζονται «κοινωνικά προβλήματα» και διαμορφώνονται νέα πεδία δράσης για την αστυνομία, αλλά και για τους κάθε λογής κοινωνικούς συμμάχους της.
Εντέλει, ο Αχιλλέας Φωτάκης μάς προσφέρει όχι μόνο μια θεσμική ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, εξαιρετικά χρήσιμη και πλαίσιο αναφοράς για μελλοντικές μελέτες· όχι μόνο μια πολιτική και κοινωνική ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, όπως εξαγγέλλει προγραμματικά· αλλά και ένα βιβλίο που μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί ως μια σπουδή της ελληνικής κοινωνίας κατά την κρίσιμη περίοδο του Μεσοπολέμου, μια ιστορία «από τα πάνω», μέσω της μελέτης και ανάλυσης των θεσμικών λόγων, αλλά και «από τα κάτω», μέσα από την ευαίσθητη εξέταση της εμπειρίας των χαμηλόβαθμων αστυνομικών ή και κοινωνικών ομάδων που συνήθως βρίσκονται στο περιθώριο, αν μη τι άλλο της ιστοριογραφίας, όπως οι εκδιδόμενες γυναίκες ή οι χρήστες και οι χρήστριες ναρκωτικών.
* Ο Κ. Γκοτσίνας είναι ιστορικός, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου