11/12/22

Το δικαίωμα στην έλλειψη του νοήματος στις εικαστικές τέχνες

Θάλεια Χιώτη, Υφαντό ΙΙΙ, καρούλι, μαγνητοταινία ήχου

Του Κωστή Βελώνη*

Μια σειρά από πρόσφατα απαξιωτικά άρθρα για το καθεστώς της σύγχρονης τέχνης στηλιτεύουν ένα μέρος της εικαστικής παραγωγής που στοχεύει στην επέλαση του ασήμαντου και του ανόητου, με στόχο τη δημιουργία σκανδάλου και την οικονομική του επιβράβευση στον χώρο της αγοράς. Από την πίκλα στο ταβάνι που εκτόξευσε ο αυστραλός καλλιτέχνης Matthew Griffin όταν παρήγγειλε cheeseburger της αλυσίδας McDonald στην γκαλερί, μέχρι τη μονωτική ταινία που συγκρατεί μία μπανάνα στον τοίχο του ιταλού Maurizio Cattelan με τον τίτλο «Comedian», αυτές οι χειρονομίες μπορούν και συνήθως ανήκουν στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που αφορά την υπεραξία της τέχνης.
Όμως, εάν σκεφτούμε λίγο προσεκτικότερα, πέρα από τα βδελυρά επιχειρήματα των αρθρογράφων και τα συνοφρυωμένα πρόσωπα στις art fairs, αυτό που συνιστά την τέχνη ενδιαφέρουσα έως απαράμιλλα σαγηνευτική, δεν ταυτίζεται με την ύπαρξη κάποιου βαθύτερου νοήματος που, υποτίθεται, ότι η τέχνη μας αποκαλύπτει.
Επιπλέον, υπάρχει μια πρόθεση που δεν εξαντλείται μόνο στην αναζήτηση του νοήματος του έργου αλλά περιλαμβάνει και το τυπικό μέρος της διαδικασίας, της αιτιολόγησης του εκθεσιακού συμβάντος. Οι εικαστικοί, ως μια ομάδα δημιουργών που χειρίζονται πρωτίστως την εικόνα, προσπερνούν την ‘αμετάφραστη’ γοητεία της φόρμας και γίνονται θύματα αυτής της συμβολικής τάξης πραγμάτων, όπου ο λόγος δεσμεύεται με την παραγωγή του νοήματος. Έχοντας διαπαιδαγωγηθεί με την καρτεσιανή ενθάρρυνση για έναν κόσμο οικείο και κατανοητό, η αξία του νοήματος στο έργο τέχνης θεωρείται αυταπόδεικτη.
Αυτό που παρατηρώ γύρω μου είναι μια ψυχαναγκαστική ανάγκη για νοηματοδότηση, η οποία εισπράττεται θετικά στον κόσμο της αγοράς, αφού πρόκειται για ένα προϊόν που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της «εργασίας» του και τόσο ο επιμελητής όσο και ο dealer έχουν φροντίσει για τη θεωρητική υπεραξία του έργου. Σε αντίθεση με αυτό που επικαλούνται οι αυστηροί κριτές που αποδοκιμάζουν την ελαφρότητα της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής, σπανίως καλλιτέχνες, επιμελητές και dealers μπαίνουν στη διαδικασία να αποδεχτούν την ύπαρξη μη νοήματος στα έργα που προωθούν.
Θα πρόσθετα ότι αυτή η επένδυση μέσω του λόγου και του νοήματος είναι ακόμη εντονότερη όσο το πλαίσιο στο οποίο οι καλλιτέχνες εκθέτουν είναι θεσμικό ή πάσχει από το σύνδρομο της «θεσμικοτητας». Όμως, το έργο δεν εργαλειοποιείται θεωρητικά και ιδεολογικά μονάχα από τους θεσμικούς φορείς όπως οι Biennale, τα μουσεία και τα ινστιτούτα. Με τα σημερινά δεδομένα, η συγγραφή ενός κειμένου και η υποστήριξη του έργου είναι μια επιλογή η οποία μπορεί να αφορά και τη σκοπιμότητα της ίδιας της έκθεσης. Είναι κατανοητό η βούληση του επιμελητικού λόγου να παίρνει το ρίσκο της ερμηνείας των έργων.
Όμως αυτό που θέλω να θίξω είναι το πλεόνασμα του νοήματος με το οποίο τροφοδοτείται ένα έργο, τόσο από τους καλλιτέχνες όσο και από τους επαγγελματίες του λόγου που είναι αποφασισμένοι να το υποστηρίξουν. Ασφαλώς δεν αρνούμαι την αναζήτηση μιας ιδέας, ενός συλλογισμού και ενός τρόπου ερμηνείας, ειδικά όταν αυτή η επιλογή γίνεται αντιληπτή με τους όρους μιας αμφισημίας και όχι ως μια μονοσήμαντη επιλογή, όπως έθιξα σε παλιότερη δημοσίευση.[i] Όμως, όσο περισσότερο ασκείται συνειδητά ένας μονοσήμαντος μηχανισμός εκλογικευμένης υποστήριξης τόσο το έργο απομακρύνεται από την πιθανή αποδομητική λογική, την οποία έχουμε περίστερο ανάγκη από οποιοδήποτε εγχείρημα νοηματοδότησης.
Παρατηρούμε πολλές φορές μια γελοία επιμονή στην αναζήτηση του νοήματος, έναν κομφορμισμό της εξήγησης, ο οποίος συμβάλει στο να απομακρύνει τον θεατή τόσο από την απόλαυση του έργου όσο και από το στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής. Ίσως να μην χρειάζεται πολλή σκέψη για να διαπιστώσουμε ότι ένα έργο μπορεί να λειτουργεί θετικά στην πρόσληψη του θεατή επειδή ακριβώς δεν έχει απολύτως τίποτα να υποστηρίξει και αρνείται τις συνήθεις αναφορές του νοήματος που παρατηρούμε στις θεσμικές εκθέσεις με τα στεγνά εννοιολογικά εγχειρήματα.
Θα προσέθετα ότι η προσωπική αξία που φέρει ένα έργο δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ στην περιχαρακωμένη του νοηματοδότηση.[ii] Αν εξαιρέσουμε περιπτώσεις σαν τον Banksy, όπου ο εξυπνακίστικος χλευασμός του μπορεί να κρατήσει σε εγρήγορση τον θεατή για να επιτεθεί και αυτός με τη σειρά του στην απέραντη «ασημαντότητα» της σύγχρονης τέχνης, γνωρίζουμε ότι η γραμμικότητα στη σηματοδότηση του μηνύματος μάλλον μας εξασφαλίζει περισσότερα χασμουρητά.
Ευτυχώς για την τέχνη, στη «μετέωρη» συνθήκη μιας διευρυμένης ερμηνείας οφείλεται και η γέννηση του πεδίου της αισθητικής και των κλάδων της καθώς και των αφηγήσεων των ιστοριών της τέχνης, με τις επιστημολογικές προοπτικές τους, εν ολίγοις τις συγκείμενες αναγνώσεις της. Χωρίς την αρχική απορία και την αινιγματικότητα, το ρίσκο του λάθος στην ερμηνεία αυτού που δεν είναι αυστηρώς προσδιορισμένο, δεν θα συγκροτούσαμε πεδία μελέτης.
Είναι γεγονός ότι ένα προνομιακό πεδίο το οποίο μας φανερώνει την αδυναμία της υποστήριξης κάποιου νοήματος βρίσκεται στον ανατρεπτικό χώρο της κωμωδίας. Σύγχρονοι διανοητές και συγγράφεις, όπως οι Milan Kundera,Terry Eagleton και Simon Critchley, αιτιολογούν την έρευνα και τις αφηγήσεις τους στις κωμικές ασυνάφειες της ανθρώπινης συνθήκης, η οποία μας προσφέρει μια υπέροχη έστω και προσωρινή διατάραξη του νοήματος. Η θεωρητικός της ψυχανάλυσης Alenka Zupančič υποστηρίζει την καθολικότητα του α-νοήματος ως βασική προϋπόθεση κάθε νοήματος, όπου το κωμικό μας φέρνει αντιμέτωπους με την παράδοξη συγκρότηση του κόσμου μας.[iii]
Ίσως να μην αντιλαμβανόμαστε ότι στην εικαστική πρακτική η χαρά της απόλαυσης συνοδεύεται συχνά από μια εμπειρία απεμπλοκής του νοήματος από το έργο. Το να παραμένουμε σοβαροί απέναντι στην υψηλή τέχνη μπορεί να συνιστά έναν εξασφαλισμένο τρόπο επαγγελματικής επιβίωσης στον εικαστικό χώρο. Αλλά η γοητεία που μας ασκούν τα έργα δεν σχετίζεται τόσο με την ευπρεπή μας στάση όσο με την αποδέσμευσή μας από το βάρος του νοήματος που αυτά διακυβεύουν.

* Ο Κωστής Βελώνης είναι εικαστικός καλλιτέχνης, αναπληρωτής καθηγητής στην ΑΣΚΤ

[i] Κωστής Βελώνης, «Για την τυραννία της βεβαιότητας στην καλλιτεχνική και την επιμελητική πρακτική», Η Αυγή της Κυριακής, 05.04.22 (https://www.avgi.gr/entheta/anagnoseis/411932_gia-tin-tyrannia-tis-bebaiotitas)
[ii] Για μια πρόσφατη κριτική ενάντια στην απονοηματοδότηση του έργου τέχνης βλ. Νικόλας Σεβαστάκης, «Η πίκλα στο ταβάνι ή για την τέχνη του τίποτα», Lifo, 6.8.2022
(https://www.lifo.gr/stiles/optiki-gonia/i-pikla-sto-tabani-i-gia-tin-tehni-toy-tipota) και Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Ποιος θα φτιάξει τη σπασμένη καρέκλα;» Καθημερινή, Παρασκευή, 16 Οκτωβρίου 2020 (https://www.kathimerini.gr/opinion/561119629/poios-tha-ftiaxei-ti-spasmeni-karekla/)
[iii] Alenka Zupančič, The Odd One In: On Comedy (Short Circuits), Cambridge, MA: MIT Press, 2009

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό και σε ευχαριστούμε Κωστή!

Ολυμπία είπε...

Πολλά θαυμαστικά!!!! Εξαιρετικό κείμενο.

Ανώνυμος είπε...

Τολμηρο και βαθυστοχαστο!!!χαιρομαι που η κορη μου εχει δασκαλους οπως ο κ.Βελωνης