Ο προσφυγικός καταυλισμός στο Θησείο (Ναός του Ηφαίστου), Αθήνα, 1922, Library of Congress, Prints & Photographs Division, American National Red Cross Collection |
Της Κωστούλας Μάκη*
Μετά τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, μας «βρίσκει» η επέτειος για τα 100 χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή. Ανάμεσά τους όμως ορθώνεται μια σημαντική αντίστιξη, με συγκεκριμένες συνέπειες στους τρόπους με τους οποίους εξελίσσεται και λειτουργεί η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στο παρόν. Ενώ το 1821 συνδέεται με την έναρξη του αγώνα για την απελευθέρωση, η μικρασιατική καταστροφή αφορά στις συνέπειες της επεκτατικής πολιτικής του έθνους και εμπλέκει πλήθος νεκρών, σφαγιασμούς, πυρπολήσεις, εκτοπισμούς Ελλήνων και Τούρκων από τα εδάφη στα οποία διέμεναν, και μικρασιάτες πρόσφυγες που αντιμετωπίστηκαν ως παρίες του εθνικού σώματος. H κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας οδήγησε στην επανασυγκρότηση του νεοελληνικού κράτους και η νεοελληνική κοινωνία διαποτίζεται «από τα αιτούμενα, τις αντιθέσεις, τα διλήμματα και τα αδιέξοδα της αστικής εποχής», τα οποία μάλιστα εκφράζονται χαρακτηριστικά στη μετά το 1922 λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση.
Στο σώμα των εθνικών κατασκευών, το βασικό δίλημμα παραμένει ενεργό: πώς να ενταχθούν με όρους επετειακούς οι καταστροφικές συνέπειες του μεγαλοϊδεατισμού, χωρίς να πληγεί συνολικά η ένδοξη ιστορία του έθνους; Απέναντι σε κάθε τύπου γραμμικές αφηγήσεις της ιστορίας, η γλωσσική ανάλυση, με όρους ιστορικότητας των κατασκευών για τη μικρασιατική καταστροφή, στέκεται ως αντίβαρο στον ιστορικισμό και αναδεικνύει τις διλημματικές πλευρές τους, συγκροτώντας την ιστορικότητα των αφηγήσεων και το ιδεολογικοπολιτικό τους περιεχόμενο.
Αν το παρελθόν δεν συγκεκριμενοποιείται αλλά μιλιέται με έναν ρηχό ιστορικισμό, που δεν εστιάζει στην κριτική κατανόηση και αλλαγή του παρόντος, σε ένα εγγενές δηλαδή πολιτικό έργο, τότε το παρελθόν καταλήγει σε μια αποπολιτικοποιημένη κομφορμιστική «δημόσια επετειακή ιερουργία» . Έτσι, οι τόποι μνήμης στις επίσημες εθνικές πολιτικές μνήμης και ανάκλησης, χωρίς τον απαραίτητο κριτικό αναστοχασμό, καταλήγουν «νεκρά αντικείμενα, ουδέτερα κι ασηπτικά» . Εδώ, καθοριστικό είναι το περιεχόμενο της ιστορικότητας των εννοιών και το πώς αυτές αποκτούν κάθε φορά διαφορετικό περιεχόμενο, ανάλογα με την ιδεολογική τους χρήση, όπως επεσήμανε ο Παναγιώτης Κονδύλης, ασκώντας κριτική σε κάποιους ιστορικούς, κάθε φορά που αυτοί «βλέποντας λέξεις όπως ‘λαός’ ή ‘ελευθερία’, σε κάπως παλιότερα κείμενα, μυρίζονται λαϊκή κυριαρχία και κοινοβουλευτισμό με τη σύγχρονη σημασία τους».
Επομένως, το περιεχόμενο της μνήμης, για να μην είναι γραμμικό, καλείται να εμπλουτιστεί από πολυπρισματικούς διαλόγους, ώστε να καταδεικνύονται συγκεκριμένα τα ιστορικά συμβάντα, από το ατομικό στο συλλογικό, από το ιστορικό στο ψυχολογικό, από το κοινωνικό στο πολιτικό. Εφόσον η αφήγηση των ιστορικών συμβάντων γίνεται πάντα με τη χρήση του λόγου και της αφήγησης, είναι χρήσιμο, πέρα από την ανάλυση των ίδιων των γεγονότων της μικρασιατικής καταστροφής, να εξεταστούν την ίδια στιγμή λογοαναλυτικά οι θέσεις και οι συνέπειες που προκύπτουν από κάθε νέα αφήγηση για αυτό το γεγονός. Με αυτούς τους τρόπους, θα εντοπιστούν οι διαφορές μνήμης, νοσταλγίας και λήθης, θα αναδειχθεί το περιεχόμενο του χώρου και του χρόνου, θα εξεταστούν οι θέσεις υποκειμένων των αφηγητών και των ανθρώπων που έζησαν από διαφορετικές θέσεις τα ιστορικά γεγονότα, θα σημειωθούν και θα αξιολογηθούν οι διαφορετικές ιστορικές προσλήψεις και το πώς κατασκευάζονται τα γεγονότα, ως «παλιά» ή «σύγχρονα». Μιλάμε εδώ για «πολιτικές αφήγησης», οι οποίες αναλύουν το πολιτικό στις διαφορετικές ιστορικοποιημένες διηγήσεις. Οι διαφορετικές θέσεις υποκειμένου, που προκύπτουν στην πολυφωνικότητα των ιστορικοποιημένων φωνών και συμβάντων, έχουν προφανώς συγκεκριμένες συνέπειες, στην εξέλιξη και το περιεχόμενο της εθνικής μνήμης και ταυτότητας, αλλά και στις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τα άλλα κράτη. Ας μην ξεχνάμε, ότι αυτό που για μας ήταν καταστροφή, για την Τουρκία ήταν η έναρξη μιας μεγάλης σειράς αλλαγών.
Είναι κοινότοπη διαπίστωση, πως οι εθνικές επέτειοι και η διδασκαλία της ιστορίας παραμένουν οι πιο συμβατικοί τρόποι, με τους οποίους επιτυγχάνεται διαχρονικά η κατασκευή και συνέχιση της εθνικής ταυτότητας. Το φανερώνει αυτό και η φετινή επιλογή των θεμάτων της Γλώσσας, όπου τέθηκαν στους μαθητές/τριες διάφορα ρητορικά ψευτοδιλήμματα, σχετικά με το «γιατί δεν αγαπάνε οι μαθητές την ιστορία», με όρους κατά τη γνώμη μου ιστορικού σχετικισμού. Εκεί δηλώνεται ρητά, αν και αοριστολογικά, πως οι νεκροί του παρελθόντος μεταφέρουν τις πεποιθήσεις, τις αξίες, τις γνώσεις και τους κανόνες του ελληνικού πολιτισμού στο σήμερα, ενώ τα λάθη του ιστορικού παρελθόντος δρουν «παιδαγωγικά» στις σημερινές ιστορικές συγκυρίες, με στόχο να μην επαναληφθούν. Στα θέματα των εξετάσεων ακολουθούσε το απόσπασμα της Κικής Δημουλά, στο οποίο η επετειακή μνήμη είναι συνυφασμένη με τη νοσταλγία, τον πατριωτισμό, τον ηρωισμό, και λειτουργεί «ως ένα δωρεάν μεταφορικό μέσον με το οποίο μεταφέρεται το πολυπληθές παρελθόν εδώ στο παρόν». Τα παραπάνω επανεγγράφουν γραμμικές αφηγήσεις της ιστορίας, αναπαράγουν το πλαίσιο της παντοδύναμης αφήγησης για την εθνική συμφιλίωση, που ηγεμονικά προτάσσεται σε κάθε οδυνηρό ιστορικό γεγονός.
Καθώς το 2022 ορίστηκε ως έτος εθνικής ενθύμησης της μικρασιατικής καταστροφής, ας γίνει τουλάχιστον η παραδοχή πως όσο οι νεκροί και οι πρόσφυγες στις επίσημες εθνικές αφηγήσεις αντιμετωπίζονται ισοπεδωτικά, ως ένα συγκροτημένο σώμα χωρίς συγκεκριμένες ιδεολογικές, ταξικές, έμφυλες, εθνικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, τότε οι επετειακοί εορτασμοί θα επαναλαμβάνουν την γραμμική ακολουθία της προόδου και της σταθερής διαιώνισης του έθνους εις το διηνεκές. Μια τέτοια ανάγνωση στέκεται στην αντίπερα όχθη σύγχρονων ιστορικοποιημένων αφηγήσεων, οι οποίες αναδεικνύουν τη διλημματικότητα των ιστορικών συμβάντων και των προσλήψεών τους, επισημαίνοντας διαρκώς ιδεολογικές ασυνέχειες και πολυφωνικές εκδοχές, που προκαλούν τη σύζευξη πολιτικών και ιστορικών στοιχείων. Διευρύνοντας της θέση του Critchley, νομίζω πως η τραγικότητα στα ιστορικά συμβάντα, στην περίπτωση αυτή της μικρασιατικής καταστροφής και των πολυεπίπεδων συνεπειών της, λειτουργεί παράλληλα σε μια σύγχρονη ιστοριογραφική κριτική ανάλυση, ως ισχυρή κριτική της ιδεολογίας. Έτσι, η σύνδεση της μικρασιατικής καταστροφής με διάφορες μεθοδολογικές προσεγγίσεις που επισημαίνουν τις διαχρονικές επιδράσεις παρελθόντος-παρόντος, αναδεικνύει επίσης τη «σφοδρότητα της ζωής», που παραμένει ενεργή στις ιστορίες των ανθρώπων στα ιστορικά περάσματα. Σε κάθε άλλο ενδεχόμενο, οι επετειακοί εορτασμοί θα λειτουργούν σαν το «ταγάρι» στο απόσπασμα του Θανάση Βαλτινού, το οποίο ακολουθεί αυτό της Δημουλά στα θέματα της Γλώσσας: ένα συγκινησιακό φορτισμένο αντικείμενο, το οποίο κινητοποιεί νοσταλγικές αναμνήσεις χωρίς ιδιαίτερο βάρος και διάρκεια.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου