13/11/22

Ανασυγκρότηση του Ρουσσώ

Άποψη της έκθεσης “My Caves” του Πάνου Φαμέλη στην CITRONNE Gallery. Φωτ.: Θανάσης Γάτος


Του Κώστα Σταμάτη*

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ο ελεύθερος άνθρωπος. Ο πολιτικός ανθρωπισμός και η «πολιτική μηχανή» του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, εκδόσεις Πόλις, σελ. 608

Το έξοχο βιβλίο του Στέφανου Δημητρίου γράφηκε με πρόθεση να προβεί σε επακριβή ανασυγκρότηση της πολιτικής φιλοσοφίας του Ρουσσώ. Κέντρο βάρους του δοκιμίου είναι το ερώτημα τι είναι ο ελεύθερος άνθρωπος. Ιθύνουσα ιδέα της απάντησης είναι ότι ελεύθεροι άνθρωποι μπορεί να υπάρχουν –και μάλιστα επί ίσοις όροις– μόνον εκεί όπου ισχύει η κυριαρχία του νόμου.
Η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων –ή και το αντίθετό της, η ανισότητα– δεν είναι έργο της Φύσης, αλλά της Πολιτείας, προϋποθέτοντας κοινωνική συνύπαρξη. Κατ’ ακριβολογία, στη Φύση αυτή καθ’ εαυτήν επικρατεί απλώς ανομοιότητα και όχι ανισότητα μεταξύ των όντων του ζωικού βασιλείου. Ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος και ίσος προς τους άλλους «μόνο νόμω, όχι φύσει».
Η κυριαρχία του νόμου παρομοιάζεται περαιτέρω από τον Ρουσσώ ως «πολιτική μηχανή». Αυτή ωθεί ή κι εξαναγκάζει τους ανθρώπους να καταστούν αυτοβούλως ελεύθεροι εν κοινωνία, άρα στη βάση «αρχών πολιτικού δικαίου». Εντυπωσιακό στο δοκίμιο του Σ. Δημητρίου είναι ότι καταδεικνύονται τα αθέατα νήματα, που συνδέουν τη ρουσσωική πολιτική φιλοσοφία με τον Πλάτωνα των Νόμων και του Πολιτικού, καθώς και με τον Αριστοτέλη των Πολιτικών.
Γενική κατεύθυνση του δοκιμίου είναι ότι ο πολιτικός ανθρωπισμός του Ρουσσώ είναι αλληλένδετος με τη ρεπουμπλικανική θεωρία. Η αυτονομία καθενός ως ελεύθερη, αυτοθεμελιούμενη ατομικότητα τελεί σε σχέση αμοιβαίας θεμελίωσης με την πολιτική αυτονομία όλων, κάτω από έναν δικαιοπολιτικό θόλο με νόμους καθολικής ισχύος για όλους. Ο Ρουσσώ, περισσότερο από κάθε άλλον στοχαστή του (προεπαναστατικού) Διαφωτισμού, έθεσε μετ’ επιτάσεως το αίτημα της αυτονομίας. Ωστόσο η εις βάθος φιλοσοφική σμίλευση του νοήματος της αυτονομίας θα χρειαστεί να περιμένει τη γραφίδα του Καντ.
Ο Ρουσσώ σκέφθηκε ένα πρόπλασμα διάκρισης, η οποία μετά το 1789 έμελλε να συνδεθεί με το δυναμικό κίνημα του συνταγματισμού. Αντιδιέστειλε ανάμεσα σε νόμους συντακτικής περιωπής και σε κοινούς νόμους. Οι συντακτικοί της Πολιτείας νόμοι συγκροτούν τις βάσεις του πολιτεύματος. Διαλαμβάνουν δηλαδή τις καταστατικές αρχές του και τη θεμελιώδη δομή του, όπως ιδίως η αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών. Κατά τα λοιπά, οι κοινοί νόμοι, σε συμφωνία πάντως με τους συντακτικούς, διέπουν τον ιδιωτικό, τον δημόσιο και τον πολιτικό βίο στο Κράτος.
Κομβική για τον Ρουσσώ είναι η διάκριση ανάμεσα στη νομοθετική εξουσία αφενός και στην εκτελεστική/κυβερνητική εξουσία αφετέρου, προκειμένου να υπηρετείται το κοινό καλό. Όποιος νομοθετεί δεν πρέπει να ασκεί εξουσία σε ανθρώπους. Αλλά κι αντίστροφα, όποιος κυβερνά ως πολιτικός άρχοντας, ασκώντας εξουσία πάνω σε ανθρώπους, δεν πρέπει να νομοθετεί. Ειδάλλως, ενεδρεύει ο κίνδυνος ο κυβερνήτης να αποτυπώνει στους νόμους δικά του «πάθη» ή και να αποδίδει το κύρος νόμου σε αδικίες τις οποίες η δική του πολιτική προκαλεί.
Στο σημείο αυτό γεννιούνται στον υποψιασμένο αναγνώστη της ρουσσωικής θεωρίας τα ακόλουθα ερωτηματικά. Ό,τι ο Ρουσσώ απευχόταν ως προς τη νόθευση του «ιερού έργου» του νομοθέτη από τα «πάθη» του κυβερνώντος, θα αντιστοιχούσε πάνω-κάτω στην ιδεολογική ταυτότητα, σε ανάλογες πολιτικές ιεραρχήσεις ή ακόμη και ιδιοσυγκρασιακές ή αυθαίρετες επιλογές των πολιτικών αρχόντων.
Ο φόβος εκείνος ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Ωστόσο, ήδη η λειτουργία της Εθνοσυνέλευσης στη διάρκεια της γαλλικής Επανάστασης ανέδειξε το ακόλουθο διττό πρόβλημα-πρόκληση στη ρουσσωική θεωρία, αναφορικά με το σχηματισμό γενικής βούλησης ως προς το νομοθετείν.
Πρώτον, τόσο στο πολιτικό σώμα του λαού όσο και στην πολιτική αντιπροσώπευσή του εν Συνελεύσει, διαμορφώνονται αναπότρεπτα ομαδοποιήσεις υπό τη μορφή παρατάξεων, κομματικών σχηματισμών. Βαθύτερη αιτία είναι ότι οι πολίτες, όπως και οι πολιτικοί αντιπρόσωποί τους, είναι ταυτόχρονα και ιδιώτες. Διαθέτουν ορισμένη κοινωνική υπόσταση, καθότι μετέχουν από διαφοροποιημένες θέσεις στην παραγωγή και την κατανομή του κοινωνικού πλούτου.
Έτσι, όμως, κάθε διακριτή παράταξη τελεί κάτω από ορισμένο κοινωνικο-πολιτικό πρόσημο. Αυτό ήταν κάτι γνώριμο, άλλωστε, ήδη από την ιστορική εμπειρία της αθηναϊκής Εκκλησίας του Δήμου (δημοκρατικοί/ολιγαρχικοί). Στα θυελλώδη χρόνια της γαλλικής Επανάστασης εμφανίστηκε η διάκριση ορεινοί/πεδινοί και λίγο αργότερα η διαιρετική τομή Αριστερά/Δεξιά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όμως, προκύπτει πολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο βασικούς πόλους του πολιτικού βίου. Αυτοί εμφορούνται από αποκλίνοντες αστερισμούς πολιτικών ιδεών κι από διαφορετικό πολιτικό πρόγραμμα γύρω από το πρακτέο για νομοθέτηση και διακυβέρνηση.
Δεύτερον, ήδη κατά τη γαλλική Επανάσταση, φάνηκε ότι ο φορέας της εκτελεστικής και κυβερνητικής εξουσίας (η «κυβέρνηση») προέρχεται από, αλλά και συντονίζεται με την ίδια πολιτική κοίτη, από την οποία ξεπροβάλλει κάθε φορά ορισμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πώς επομένως μπορεί να διασφαλιστεί ότι τόσο η διακυβέρνηση όσο και η νομοθέτηση θα υπηρετούν το πολιτικό αγαθό ως κοινό αγαθό; Πώς μπορεί να αποκλειστεί ότι η γενική βούληση δεν θα ρυμουλκείται από την ιδιαίτερη πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβερνώσας πλειοψηφίας;
Στα ερωτήματα αυτά ο Ρουσσώ θα απαντούσε –όπως εν μέρει έπραξε στο Λόγο περί πολιτικής οικονομίας– ότι η συνένωση των ανθρώπων στη μεγάλη κοινωνία αποβλέπει να διασφαλίζονται σταθερά και να προστατεύονται τα αγαθά, η ζωή και η ελευθερία όλων των μελών της πολιτικής κοινότητας. Αυτή η ακρογωνιαία ηθικοπολιτική αξίωση ορθώνει αφενός περιορισμούς στην εξουσία των κυβερνώντων, αφετέρου και ένα πρωταρχικό καθήκον στην αρμοδιότητα των νομοθετούντων.
Στον Λόγο περί πολιτικής οικονομίας, ο Ρουσσώ διείδε έγκαιρα ότι «το πιο αναγκαίο και ίσως το δυσκολότερο πράγμα κατά τη διακυβέρνηση είναι η αυστηρή ακεραιότητα στην απονομή της δικαιοσύνης σε όλους και κυρίως στην προστασία των φτωχών ενάντια στην τυραννία των πλουσίων». Η ίδια έγνοια θα ήταν επιδιωκτέα και κατά τη νομοθέτηση επίσης.
Πράγματι, ο Ρουσσώ εισηγείται μια αριστοτελικής κοπής «αρχή μεσότητας» ως προς την ιδιοκτησία και τα εισοδήματα. Μια αρχή μετριασμού, δηλαδή, της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας ανάμεσα στον υπερβολικό πλούτο των μεν και την απάνθρωπη ένδεια των δε. Το Κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσσώ εισηγείται τη ριζοσπαστική καθοδηγητική αρχή, ότι κανείς δεν πρέπει να είναι τόσο πλούσιος, ώστε να εξαγοράζει άλλον, αλλά και κανείς τόσο φτωχός, ώστε να αναγκάζεται να πωλεί τον εαυτό του.
Ο Ρουσσώ τονίζει περαιτέρω την αξία των νόμων που αποσπούν τη συναίνεση των πολιτών με την πειθώ. Πώς όμως θα πείθονται οι έχοντες και κατέχοντες, ώστε τμήμα του πλούτου τους να οδεύει κάθε χρόνο προς αναπλήρωση του ελλείποντος των φτωχών; Ένα στοιχείο απάντησης μπορεί να είναι ότι τούτο υπαγορεύεται από το κοινό συμφέρον για συνοχή της κοινωνίας και ενότητα της Πολιτείας, στο πλαίσιο της οποίας, εξ άλλου, και οι ίδιοι οι πλούσιοι εξασφαλίζουν τα πλούτη και την ευμάρειά τους. Ένα δεύτερο στοιχείο απάντησης από τη ρουσσωική θεωρία τέμνεται με τη διάκριση των νόμων, την οποία διαπιστώσαμε προηγουμένως.
Ο Ρουσσώ, όμως, προσθέτει και ένα ακόμη είδος «νόμων», που συμπυκνώνουν την πολιτική αρετή και την ουσία του πολιτεύματος ως τρόπου ύπαρξης της πολιτικής κοινότητας. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για το πνεύμα των θεσμών στο λαό, «χαραγμένο στις καρδιές των πολιτών», το οποίο αυτοί ακολουθούν με φρόνημα ενσυνείδητης και αυτοπροαίρετης υπακοής.
Η πολιτική φιλοσοφία του Ρουσσώ αποπνέει την αισιοδοξία ότι μακροπρόθεσμα θα στοιχειοθετηθεί μια πολιτική παιδαγωγική διαδικασία αβίαστου ενστερνισμού του ρεπουμπλικανικού πνεύματος. Ευελπιστεί ότι η δύναμη της συνήθειας για υπακοή θα ενδυναμωθεί από την αυθεντία των πολιτειακών αξιών της ισότιμης ελευθερίας και του καλώς νοούμενου κοινού συμφέροντος. Μια αυθεντία, σε συνεπικουρία προς την οποία, ο Ρουσσώ δεν δίστασε να προσεπικαλεστεί –με τρόπο όμως προβληματικό, φιλοσοφικά και πολιτικά– τη συνδρομή της θρησκείας.
Εν πάση περιπτώσει, το ρουσσωικό «πνεύμα των θεσμών στο λαό» δεν παριστά κάποιο θολό κι ανεξιχνίαστο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Το πνεύμα του λαού εντυπώνει το δεσμευτικό νόημα των θεμελιωδών καταστατικών αρχών ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης, καθώς και το νόημα των σύμφωνων προς αυτές τις ύπατες αρχές κανόνων και θεσμών. Έτσι, με το να συμπεριλαμβάνει τα ήθη, τα έθιμα και την κοινή γνώμη, το πνεύμα του λαού συνιστά για τον Ρουσσώ το «αληθινό σύνταγμα του Κράτους». Η σκέψη αυτή προαναγγέλλει ομόλογη ιδέα του Χέγκελ (Volksgeist), μισόν αιώνα αργότερα.
Το διάβημα του Στέφανου Δημητρίου στέφθηκε από πλήρη επιτυχία, με ένα βιβλίο που κοσμείται μάλιστα με την εγνωσμένη καλαισθησία του εκδοτικού οίκου Πόλις. Προσφέρει μια σφιχτοδεμένη, πανοραμική κι αξιοθαύμαστη θέαση της πολιτικής φιλοσοφίας του Ρουσσώ. Γι’ αυτό και του αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί ευρύτερα.

*Ο Κώστας Σταμάτης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: