2/10/22

Η θεατρική πράξη αλλιώς

Πρόσφυγες κατοικούν το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας

Φωτογραφία από το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, όπου είχαν στεγαστεί πρόσφυγες, από το αρχείο του Πέτρου Πουλίδη (1885-1967)∙ 


Της Μαρίας Μοίρα

Το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, έργο του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ. Τσίλλερ, νεοκλασικής τυπολογίας και έμπνευσης, μετά από πολλές και επαναλαμβανόμενες οικονομικές περιπέτειες και παλινωδίες των δημοτικών αρχόντων, δυσπραγίες και πτωχεύσεις, αλλαγές αρχιτεκτονικών μελετών και απρονοησίες στα σχέδια και στην κατασκευή (μικρού βάθους σκηνή, έλλειψη καμαρινιών και βοηθητικών χώρων, χωρίς πρόβλεψη για θέρμανση και αερισμό, με αναγκαστική προσθήκη μαγαζιών και γραφείων που επέτειναν την στενότητα του χώρου κατόπιν απαίτησης του χορηγού Ανδρέα Συγγρού για να στεγασθεί η τράπεζα του), εγκαινίασε την λειτουργία του το 1888 φιλοξενώντας μια πλειάδα λαμπρών παραστάσεων. Η αυλαία άνοιξε με το μελόδραμα του A. Thomas Mignion από τον γαλλικό θίασο Lasalle-Charlet ενώ στη διάρκεια της λειτουργίας του στα δραματικά και λυρικά έργα συμμετείχαν μεγάλα καλλιτεχνικά ονόματα όπως η Σάρα Μπερνάρ, ο Νοβέλλι, η Ελεωνόρα Ντούζε, ο Φερωντύ κ.ά. Ο Σουρής καταγράφει σκωπτικά ότι η παράσταση Αντιγόνη η οποία παίχτηκε στην αρχαία ελληνική γλώσσα νανούρισε γλυκά τον Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο Α΄ που ροχάλιζε στο θεωρείο του: «και προς το μέρος έστρεψα του Μεγαλειοτάτου και ο βασιλιάς ενύσταζε με όλα τα σωστά του, τον γλυκονανούριζε εκείνο το τροπάρι και μες το θεωρείο του εμπήκε να τον πάρει».
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το Υπουργείο Περιθάλψεως ανέλαβε τον Σεπτέμβριο του 1922 να συντονίσει την προσωρινή εγκατάσταση των προσφύγων σε δημόσια κτίρια και υπαίθριους χώρους. Τριάντα δηλαδή χρόνια αργότερα το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το Δημαρχείο της πόλης, επιτάσσεται παρά τις αντιδράσεις για να στεγάσει 150 οικογένειες άπορων προσφύγων στα 81 θεωρεία του, σε ένα καθεστώς επείγουσας και αναγκαστικής, πλην άβολης, στενόχωρης και καταχρηστικής συνθήκης κατοίκησης.
Κοιτώ την φωτογραφία του Πέτρου Πουλίδη (1885-1967) που έχει χαρακτηριστεί ως ο πρώτος Έλληνας φωτορεπόρτερ, καθόσον εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες και κατέγραψε με τον φακό του σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και όψεις της κοινωνίας της εποχής του (το αρχείο του περιλαμβάνει περίπου 550.000 φωτογραφίες και αποτελεί τμήμα του Φωτογραφικού Αρχείου της ΕΡΤ), να αποτυπώνει εδώ εξαιρετικά εύγλωττα και αποκαλυπτικά αυτήν την ιδιότυπη και παράδοξη κατοίκηση.
Στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, όπως αφηγείται η φωτογραφία, συμβαίνει μια συμβολική αντιστροφή. Ο χώρος της σκηνής ερημώνει, τα καθίσματα των θεατών στην πολυτελή αίθουσα, με την ζωγραφισμένη οροφή και την εξαιρετική ακουστική, σκεπάζονται με πανιά και ακυρώνονται, ενώ στο πίσω μέρος του κτιρίου, στο βάθος, μεταφέρεται η σκηνική δράση. Μια ιδιότυπη συμβιωτική εγκατάσταση, ένα tableau vivant παρουσιάζεται σε εξέλιξη στα τρία επίπεδα των θεωρείων. Η θεατρική πράξη αναπτύσσεται καθ’ ύψος και ο αντεστραμμένος αυτός σκηνικός χώρος σφύζει από πρόσωπα και δράσεις. Η φωτογραφία δείχνει μια κυψέλη από ανθρώπους κάθε ηλικίας και φύλου, οι οποίοι στον ελάχιστο χώρο που τους αναλογεί προσπαθούν να χωρέσουν όσα χρηστικά αντικείμενα απόμειναν από τον παρελθόντα βίο τους, μαζί με όλα όσα θα κάνουν ευκολότερη την καθημερινότητά τους σε ένα παντελώς ακατάλληλο περιβάλλον διαβίωσης. Παρά την ατμόσφαιρα πολυτέλειας και λάμψης, τα βελούδα, τις γύψινες διακοσμήσεις με τα ανθέμια, τους ρόδακες και τις γυναικείες ανάγλυφες μορφές, τις επιζωγραφίσεις των τοίχων, του γλυπτούς λεπτούς κίονες, όλο το νεοκλασικό σκηνικό-αναφορά στο ένδοξο αρχαιοελληνικό κάλλος, οι πρόσφυγες αναζητούν τρόπους να διαχειριστούν την απελπιστική στενότητα χώρου, την έλλειψη ιδιωτικότητας και βασικών πρωταρχικών ανέσεων με εφευρετικό και πολυμήχανο τρόπο.
Έτσι τα ογκώδη μπαούλα αιωρούνται δυσοίωνα στο κενό διαχωρίζοντας τα θεωρεία, μαζί με καρέκλες, στρώματα, καλάθια, μπόγους και σακούλια. Υφάσματα κρεμιούνται από σχοινιά για να περιορίσουν την ορατότητα, μαζί με ασπρόρουχα και μπουγάδες που στεγνώνουν στο βάθος. Οι χώροι υγιεινής και μαγειρέματος είναι ακατάλληλοι και ανεπαρκείς, ενώ το κρύο θα τους αναγκάσει να κάψουν σκηνικά και έπιπλα για να ζεσταθούν προκαλώντας φθορές στο κτίριο. «Απλώθηκαν σεντόνια και κατσαρόλια γέμισαν τα θεωρεία στο Δημοτικό Θέατρο -μια οικογένεια σε κάθε θεωρείο- και οι φουφούδες που μαγειρεύουν οι δυστυχισμένες νοικοκυρές μαυρίζουν τους τοίχους με αιθάλη» γράφει ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης μαρτυρώντας τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζαν καθημερινά οι πρόσφυγες.
Εστιάζω στα πρόσωπα. Κοιτούν γαλήνια το φακό ανταποδίδοντας το βλέμμα. Έχουν μια στάση αξιοπρέπειας, προσήνειας και αισιοδοξίας. Ίσως ανακουφισμένοι από την ανέλπιστη διάσωση. Μετά τον τρόμο και την αγωνία του ξεριζωμού, την κόλαση της σφαγής, την απώλεια των υπαρχόντων, των συγγενών και των προσφιλών τους προσώπων, μοιάζουν σαν να μετέχουν σε μια διαβατήρια τελετουργία. Σε ένα πέρασμα από την παλιά στη νέα πατρίδα, από το παρελθόν στο παρόν, από μια οργανωμένη κατασταλαγμένη ζωή σ’ ένα ασταθές παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον. Όμως οι γυναίκες είναι όμορφες, περιποιημένες και ποζάρουν με μια αιδήμονα φιλαρέσκεια, οι άντρες κομψοί και ντυμένοι με προσοχή, τα παιδιά χαρούμενα, παιχνιδιάρικα και γελαστά, όπως πρέπει να είναι τα παιδιά. Μόνο ίσως κάποιοι γηραιότεροι αποσύρονται στο σκοτάδι…
Και αν έχουμε λησμονήσει και απωθήσει τα δραματικά ιστορικά συμβάντα, κοιτώντας αυτές τις φωτογραφίες, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι οι δικοί μας πρόσφυγες που κατοικούν με ευρηματική αισιοδοξία και πολυμήχανη εφευρετικότητα το χώρο του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας, στην σημερινή πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως απέναντι από το Δημαρχείο. Το Θέατρο με την ατυχή διαδρομή και την κακή φήμη του «αμαρτωλού, καταραμένου ή στοιχειωμένου», εξαιτίας των πολλών θανατηφόρων ατυχημάτων, που μετά την αποχώρηση των προσφύγων, το 1927, εγκαταλείφθηκε στο έλεος της φθοράς και των κλοπών και, παρά τις απόπειρες ανακατασκευής και αποκατάστασης των ζημιών, κατεδαφίστηκε άδοξα από έλλειψη πόρων το 1940, με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Κοτζιά. Μια σημαδιακή κατεδάφιση, που σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα Κ. Μπίρη εγκαινίασε την εκτεταμένη καταστροφή των νεοκλασικών κτιρίων της Αθήνας και την αλλαγή της φυσιογνωμίας της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: