26/6/22

Το βέβηλο και το ιερό

Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Fatherscape 1, 2008

Για την έκθεση του Γιάννη Θεοδωρόπουλου

Της Χριστίνας Σγουρομύτη*

Η μονοκατοικία του αρχιτέκτονα Σθένη Μολφέση, χαρακτηριστική του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1960, σκεπάζεται σχεδόν εξολοκλήρου από πεύκα. Η βλάστηση μοιάζει να εισέρχεται στο σπίτι και το σπίτι να ανοίγεται σε αυτή. Απέναντί μου κάθεται ο φωτογράφος Γιάννης Θεοδωρόπουλος και δίπλα του μια γάτα στα χρώματα της ταρταρούγας. Παραδόξως, ακούγεται το “I am sitting in a room”[1] του Alvin Lucier ενώ προσπαθώ να εντοπίσω διάσπαρτα στο χώρο τα «λατρευτικά» αντικείμενα του Θεοδωρόπουλου.
Τα αντικείμενα «βιωματικής γλυπτικής», όπως τα ονομάζει ο ίδιος ο φωτογράφος, ανήκουν στην πλειονότητά τους στην ιστορία αυτού του σπιτιού και της οικογένειας που το κατοίκησε και το κατοικεί ∙ κατάφεραν ωστόσο να δραπετεύσουν στον έξω κόσμο χάρη στην τέχνη της φωτογραφίας. Η έκθεση με τον διεισδυτικό τίτλο «Hotel Splendid» έχει αναδρομικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα εκφράζει το εσωτερικό κομμάτι της ζωής του καλλιτέχνη κατά την περίοδο 2002-2022: τα βιώματά του από το σπίτι-κέλυφος, την αγάπη προς την φύση και τη μεταμορφωτική της δύναμη, την έννοια της παύσης και την ενέργεια που ρέει ακατάπαυστα. Θραύσματα από το ίδιο το σπίτι -γωνίες και εσοχές, μαρμάρινες επιφάνειες και υφασμάτινοι όγκοι- συγκροτούν μια ιδιόμορφη τοπιογραφία στην οποία το φυσικό περιβάλλον αποτυπώνεται είτε ως διαμεσολάβηση είτε ως μεταφορά. Χαρακτηριστικά αυτής της ενότητας είναι τα είναι τα έργα «Τοπίο στην Φολέγανδρο» και «Παρνασσός». Από την άλλη πλευρά, οι παιδικές εντυπώσεις αλλά και η απουσία των ανθρώπων του σπιτιού γίνονται αντιληπτά μέσα από το πρίσμα της αποσπασματικότητας και μιας επίμονης άρνησης του φωτογράφου να προσεταιριστεί «επαγγελματικές» τεχνικές του πεδίου της φωτογραφίας όπως το εξοπλισμένο στούντιο ή ο απόλυτος έλεγχος πάνω στον φωτισμό. Αυτή η επιμελής ατέλεια είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της δουλειάς του φωτογράφου που αντανακλά τις επιρροές του ίδιου από την φιλοσοφία και την αισθητική της Άπω Ανατολής.[2] Έννοιες όπως το θραύσμα, η αιώρηση και το άχρονο στην προσπάθεια μεταφοράς τους στην εικόνα επιτείνουν μιαν αίσθηση ανοίκειου που αναδύεται κυρίως στη δεύτερη ενότητα φωτογραφιών της έκθεσης. Το χέρι του πατέρα («Fatherscape»), προσφιλής αναφορά στην πατριαρχία και την εξουσιαστική της δομή, μοιάζει να αιωρείται αποκομμένο από το υποκείμενο που ασκεί την εξουσία αλλά και από τον περιβάλλοντα χώρο τον οποίο υποθέτουμε ότι εξουσιάζει. Το τεράστιο κεφάλι του ροφού πάνω στην πιατέλα («Ludwik I» και «Ludwik II») παραπέμπει στον αποκεφαλισμένο βασιλιά ή στην κεφαλή του Ιωάννη επί πίνακι, μια άλλη μεταφορά από το χώρο της θεολογίας και της ψυχανάλυσης, πεδία στα οποία ο φωτογράφος αναζητεί λύσεις προκειμένου να μιλήσει για την απουσία, τον θάνατο, τον εγκλεισμό και την καταπίεση, αλλά κυρίως για το οικείο που ανοίγεται στο ανοίκειο. Στην τρίτη ενότητα της έκθεσης -όπως στην τελευταία πράξη μιας τραγωδίας- η κάθαρση επέρχεται μέσα από τη λευκότητα του χιονιού. Η κατευναστική δύναμη της φύσης εισέρχεται στο σπίτι και σκεπάζει τα αντικείμενα-ενθύμια με τις εξαγνιστικές της ιδιότητες. Στην πραγματικότητα, είναι τα ίδια τα μικρογλυπτά που βγαίνουν έξω στο φως καθώς ο φωτογράφος περιμένει εμμονικά τις πρώτες νιφάδες χιονιού και, σαν να ανακαλύπτει ένα νέο πεδίο επιτέλεσης, στήνει τα θέματά του με τη σχολαστικότητα ενός ιεροφάντη. Η ησυχία της φύσης όταν το χιόνι σκεπάζει τα πράγματα, η αργή και ατέρμονη πτώση που μεταμορφώνει τις υφές με τη διαφάνεια ενός πέπλου, συμπράττουν με την επαναληπτική κίνηση του καλλιτέχνη να μεταφέρει τα ενθύμια της ζωής του από το εσωτερικό της οικίας στο εξωτερικό της ζωής και πάλι πίσω, έναν παλμό που αποτυπώνεται στον φωτογραφικό φακό.
Στο «Hotel Splendid» ο Θεοδωρόπουλος «ξορκίζει» την απώλεια του θανάτου μέσα από τα ρήγματα ενός ιδιότυπου ερωτισμού. Μυστικοί κυματισμοί και πτυχώσεις, ιχθύες και αλάβαστρα συνθέτουν το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο το «πάσχων σώμα». Η διττή φανέρωση του ερωτισμού και του μοναχισμού και οι κοινές εκφάνσεις τους στο κοινωνικό έχουν ερμηνευθεί εις βάθος από φιλοσόφους και θρησκευτικούς στοχαστές.[3] Τα προγονικά θραύσματα αποκρύπτουν ενδεχομένως ένα «καθαρό βλέμμα», αυτό του παρατηρητή ο οποίος ως άλλος θεός απαγορεύεται να κοιτάξει κατάματα τον θάνατο και αντί για αυτό στρέφει το βλέμμα του στα αναθήματα.

*Η Χριστίνα Σγουρομύτη είναι εικαστικός, μέλος ΕΔΙΠ στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

[1] Μτφ. «Κάθομαι σε ένα δωμάτιο»
[2] Η λέξη “wabi sabi” στην παραδοσιακή ιαπωνική αισθητική περιγράφει μια κοσμοθεωρία στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η αποδοχή και εξύμνηση της παροδικότητας του χρόνου και της ατέλειας
[3] Ενδεικτικά: Georges Bataille, Η Αγιοσύνη, ο ερωτισμός και η μοναξιά, μτφ. Λίζα Τσιριμώκου, εκδόσεις Ροδακιό, Αθήνα 1994

Δεν υπάρχουν σχόλια: