Για την έκθεση του Κάπτεν (Χρήστου Κωτσούλα) Cockroaches – Κατσαρίδες
Του Σπύρου Τέγου*
Με την έκθεση αυτήν ο Χρήστος Κωτσούλας διεκδικεί ενός είδους αποκορύφωση μετά από διαδοχικές καλλιτεχνικές απόπειρες, της σύνδεσης του βιωματικού με το συλλογικό και το πολιτικό. Oπως αναφέρει στο εντυπωσιακής οξυδέρκειας σημείωμα στον κατάλογο ο Θεόφιλος Τραμπούλης, κάθε επισκέπτης, βλέποντας τις χιλιάδες κατσαρίδες, «ανακαλεί άμεσα τον πήλινο στρατό του πρώτου αυτοκράτορα της Κίνας Τσιν Σιν Χουανγκ», όπου «το κάθε άτομο έχει τη σχεδιαστική του αυτονομία». «Μόνον όμως όταν εντάσσεται στην κοόρτη του αναδεικνύεται η χειροτεχνική εμμονή, η μεταφυσική υπερβολή της οποίας αποτελεί μέρος». Ο Τραμπούλης επισημαίνει τον ανθρωπομορφισμό μέσω του οποίου οι άνθρωποι προβάλλουν, απωθούν ή εξωραΐζουν μύχιους φόβους, απωθημένες επιθυμίες και τερατώδη ωμότητα στα έντομα. Παραδόξως η έκθεση που παρουσιάζει χιλιάδες, εκπληκτικής αληθοφάνειας και διαφόρων διαστάσεων κατσαρίδες, αποπνέει μία απροσδιόριστη ηρεμία και μια σχεδόν τρομακτική ησυχία. Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς είναι η παιγνιώδης διάθεση του καλλιτέχνη να εμπλέξει τον ναυτικό εαυτό του και τη θαλασσινή του ταυτότητα σε έναν πλήρως δυστοπικό και κυρίως αποπνικτικό κόσμο, πλήρως αποικισμένο από κατσαρίδες. Σε έναν κόσμο δηλαδή όπου η ελευθερία και ο ανοιχτός ορίζοντας της θάλασσας και του ναυτικού φαντασιακού απουσιάζει πλήρως. Αυτή η contra tempo συνάντηση αναφορών δεν επισκιάζει εντούτοις ένα βασικό ερώτημα που ανακύπτει μάλλον φυσικά στον θεατή της έκθεσης: τίνος πράγματος αλληγορία αποτελούν, συνολικά, οι χιλιάδες κατσαρίδες που εκτίθενται;
Οι κατσαρίδες εμφανίζονται σε πολλά σημεία της έκθεσης να κινούνται σε κοόρτη, σε οργανωμένη ομάδα, σχεδόν σαν μυρμήγκια. Έχουμε όμως τέτοιες παραστάσεις κατσαρίδων ανεξαρτήτως των πραγματικών εντομολογικών δεδομένων; Πόσο συχνά αναπαριστούμε τον αγελαίο χαρακτήρα ή την κοινωνικότητα των κατσαρίδων; Είναι χαρακτηριστικό ότι η κλασική ευρωπαϊκή κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία αναφέρεται συχνά στις μέλισσες των Γεωργικών του Βιργίλιου ή στα μυρμήγκια των Μεταμορφώσεων του Οβίδιου: από τον 17o αιώνα η κοινωνικότητα ορισμένων εντόμων όπως οι μέλισσες προτιμάται κατά πολύ ως υπόδειγμα κοινωνικότητας σε σχέση με εκείνη των ανώτερων θηλαστικών πολύ εγγύτερων στον άνθρωπο, έστω κι αν η αναφορά στην κοινωνικότητα των εντόμων γίνεται συνήθως για να αναδείξει τα τοξικά αντικοινωνικά πάθη των ανθρώπων. Κοόρτες κατσαρίδων όμως;
Σε πολλά σημεία η έκθεση παρουσιάζει τις κατσαρίδες ως ένδειξη έλλειψης κάθε άλλου είδους ζωής, με τη μορφή που έχει αποικίσει το συλλογικό φαντασιακό, δηλαδή ως το μόνο είδος που θα επιβιώσει και θα αποικίσει τη γη σε περίπτωση καταστροφής κι εξαφάνισης του ανθρώπου. Η επικράτηση των άτρωτων κατσαρίδων διεμβολίζεται σε ορισμένα σημεία της έκθεσης από την κενή στολή-μινιατούρα του καπετάνιου, κατάλοιπο ανθρώπινου βίου που ειρωνικά υπενθυμίζει ότι θα επιβιώσουν μόνον ίχνη του καπετάνιου-καλλιτέχνη, παρωδώντας ταυτόχρονα τις ποικίλες νεο-δαρβινικές ερμηνείες της εξέλιξης που βασίζονται στην ηθικά αποκρουστική επιβίωση του ισχυρότερου.[1] Με αυτή την έννοια θα μπορούσε ίσως κάποιος να αντιστρέψει τη φορά της αλληγορίας και να αναρωτηθεί αν οι άνθρωποι, καθώς χάνουν την ενσυναίσθησή τους τόσο μεταξύ τους όσο και προς τους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς, καταντούν συχνά προσομοιώσεις των δικών τους φαντασιώσεων περί τρόπου ζωής των κατσαρίδων, πιο κατσαρίδες από τις «κατσαρίδες» τους.
Τα έντομα έλκουν και απωθούν ταυτόχρονα, περισσότερο από τα άλλα ζώα ακριβώς γιατί διαθέτουν αυτή την ικανότητα μεταμόρφωσης που τόσο έχει γοητεύσει καλλιτέχνες και συγγραφείς: η γρήγορη μετάβαση από τη ζωή στον θάνατο και από τη χθόνια στην αέρινη διάσταση μοιάζει να αποδίδει με ακρίβεια τη σύνθετη, ενίοτε αντιφατική και υπό συνεχή μετάλλαξη φύση των ανθρωπίνων επιθυμιών και παθών. Στην Μεταμόρφωση του Κάφκα, ο Gregor Samsa μεταμορφώνεται σ’ ένα υβρίδιο εντόμου και ανθρώπου. Μάλιστα σε μία επιστολή στον εκδότη του (1915) ο Κάφκα εκφράζει ρητά την αντίθεσή του σε κάθε δυνατή οπτική αναπαράσταση του εντόμου της Μεταμόρφωσης. Ο όρος στα γερμανικά είναι Ungeziefer και σημαίνει γενικά «παράσιτο». Η προέλευσή του όμως από τα μεσαία άνω γερμανικά παραπέμπει στον όρο ungezibere, ο οποίος σημαίνει το ακάθαρτο, μιαρό ζώο, ακατάλληλο για θυσία.[2] Από τον βιόκοσμο των κατσαρίδων του Κάπτεν απουσιάζει όμως κάθε διάκριση ανάμεσα σε ιερό και βέβηλο.
Η απουσία εμφανούς μιαρότητας στις κατσαρίδες του Κάπτεν προξενεί εντύπωση. Πρόκειται άραγε για μεταμόρφωση της κατσαρίδας σε ουδέτερο, σχεδόν άκακο και πάντως όχι μιαρό ζώο; σε έντομο του αγρού; Ή για μια ακόμη ύπουλη μεταμόρφωση της μιαρότητας; Θα μπορούσε ίσως κάποιος να προχωρήσει σε μια εναλλακτική ανάγνωση της έννοιας του βιόκοσμου (Umwelt), βασιζόμενος κυρίως στην αναβίωσή της από τους Martin Heidegger και Gilles Deleuze. Ο αρχικός εμπνευστής της έννοιας Jacob von Uexküll[3] επιχείρησε να οργανώσει μία εναλλακτική προσέγγιση της σχέσης ζωντανού οργανισμού –περιβάλλοντος σε σχέση με τη δαρβινική. Στο έργο του εστιάζει στην υποκειμενική συγκρότηση και αντίληψη του φυσικού κόσμου εντός του οποίου ζει ένας ζωντανός οργανισμός και η οποία διαφέρει ανάμεσα σε διαφορετικά είδη που μοιράζονται το ίδιο, φαινομενικά αντικειμενικό, φυσικό περιβάλλον. Έτσι το τσιμπούρι, που επιλέγει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλληλεπιδρά με το περιβάλλον εντός του οποίου ζει στη βάση τριών μόνον ερεθισμάτων: την όσφρηση του βουτυρικού οξέος η οποία προέρχεται από την επιδερμίδα του ζώου –θηράματος που θα περάσει από κοντά του, τη θερμοκρασία των 37 βαθμών κελσίου και την αντίληψη συγκεκριμένων ποιοτήτων δέρματος επί των οποίων δύναται να παρασιτήσει.
Ο γερμανός βιολόγος παρατηρεί ότι το εν λόγω τσιμπούρι μπορεί να μείνει για χρόνια σε ύπνωση μέχρι να ενεργοποιηθεί βάσει των προαναφερθέντων ερεθισμάτων και ο βιόκοσμός του (Umwelt)δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το ίδιο φαινομενικά φυσικό περιβάλλον τα υπόλοιπα όντα που ζουν σε αυτό, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου. Τούτο δε ισχύει και για τη μύγα, τον σκύλο κ.ο.κ., τα οποία ζουν σε παράλληλους βιο-κόσμους-umwelt σε σχέση με τους ανθρώπους, αν και μοιράζονται το ίδιο περιβάλλον. Οι κατσαρίδες του Κάπτεν συγκροτούν έναν βιόκοσμο και υπενθυμίζουν με ειρωνική ένταση τη σημασία των (μικρο) κόσμων εντός των οποίων ζουν διαφορετικές μορφές ζωής, η κατανόηση των οποίων μπορεί να ξεκινήσει μόνον αν υπονομεύσει κανείς τον επίμονα μεταμορφωνόμενο και αναγεννώμενο ανθρωπομορφισμό τον οποίο εύστοχα στηλιτεύει στο κείμενο του καταλόγου ο Θεόφιλος Τραμπούλης.
Ενδεχομένως τελικά η ύστατη ειρωνεία της έκθεσης, το στυλ της οποίας είναι σταθερά και υποδόρια σαρκαστικό με αποκορύφωμα την κατσαρίδα- επίχρυσο βαλσαμωμένο θήραμα αλλά και κεντητό εργόχειρο, είναι μία ακόμη μεταμόρφωση, ή ορθότερα επανιδιοποίηση του γνωστού μύθου του Αισώπου: εναλλακτικά στη γνωστή εκδοχή ο Μύρμηξ και ο Τέττιξ (Τζίτζικας) υπάρχει ο Μύρμηξ και ο Κάνθαρος, το σκαθάρι πρόδρομος της κανθαρίδας, το οποίο «τα άλλα ζώα πόνων αφειμένα, ραστώνην άγει».[4] Το ίδιο και ο Κάπτεν.
[1]Η γκάμα των νεο-δαρβινικών ερμηνειών της εξέλιξης εκτείνεται από από την κλασική επικράτηση του καταλληλότερου ατόμου με τα ανταγωνιστικότερα χαρακτηριστικά εως την επικράτηση των ομάδων με ισχυρότερο ένστικτο αλληλοβοήθειας Βλ. The Biological and Evolutionary Logic of Human Cooperation. Terence C. Burnham & Dominic D. P. Johnson - 2005 - Analyse & Kritik 27 (2): 113-135. Σχετικά με τα ανώτερα θηλαστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των κοιωνικών ενστίκτων βλ. Franz de Waal, The Age of Empathy. Lessons for a Kinder World, Crown, 2010
[2] Susan Bernofski, “On translating Kafka’s The Metamorphosis”, New Yorker, 14 Ιανουαρίου 2014. Πρόκειται για τον συγγραφέα πρόσφατης μετάφρασης της Μεταμόρφωσης στα αγγλικά.
[3] Jakob von Uexküll, A Foray into the Worlds of Animals and Humans (J. D. O’Neil, Trans.) Minneapolis: University of Minnesota Press, 2010, p. 70. Τίτλος του γερμανικού πρωτότυπου: Streifzüge durch die Umwelten von Tieren und Menschen: Ein Bilderbuch unsichtbarer Welten (Sammlung: Verständliche Wissenschaft, Bd. 21.) Berlin: J. Springer, 1934).
[4] Αισωπος, Μύθοι, Collectio Augustana, 114, Μνημοσυνη. Ψηφιακή βιβλιοθήκη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου