Του Κώστα Βούλγαρη
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ, Στο κόκκινο σακίδιο. Πολιτικό ημερολόγιο και άλλα κείμενα, εκδόσεις Πόλις, σελ. 394
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι από τα ελάχιστα πρόσωπα της κεντρικής πολιτικής σκηνής που γράφει τακτικά, και μάλιστα κείμενα όχι μόνο πολιτικά. Αυτό ήδη μας ειδοποιεί για την άλλη όψη του: για να γράφει, και μάλιστα έτσι, σημαίνει πως διαβάζει∙ ένα ακόμα, δυσεύρετο στις μέρες μας χαρακτηριστικό πολιτικού προσώπου.
Τι διαβάζει όμως ο Τσακαλώτος, όπως τεκμαίρεται μέσα από αυτά που γράφει; Οπωσδήποτε οικονομικά, που είναι το αντικείμενό του, αλλά και φιλοσοφία, και κείμενα πολιτικού στοχασμού, και θεωρία, και λογοτεχνία, ενώ παρακολουθεί και τις άλλες τέχνες.
Ήδη στον υπότιτλο, χαρακτηρίζει το βιβλίο του ως «Πολιτικό ημερολόγιο», όπου επισυνάπτονται «και άλλα κείμενα». Και όντως, η όλη δομή του βιβλίου έχει τον χαρακτήρα εγγραφών, που όλες σημαίνονται από τη χρονική στιγμή της δημοσίευσής τους. Μήπως όμως πρόκειται για επικαιρικά κείμενα και ημερολογιακές εγγραφές που φωτίζουν την δημόσια παρουσία του και εμπλοκή του στα πολιτικά δρώμενα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης, όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο; Και έτσι, αυτόχρημα, δικαιολογούν τις επιλογές του;
Ναι, αυτό είναι το σύνηθες, για πολιτικά πρόσωπα. Μια αγχωτική προσπάθεια αναδρομικής δικαίωσης, όπου ο πολιτικός μιλά εκ των υστέρων για όσα δεν έπραξε, όταν ήταν η ώρα του να τα πράξει, ή, κι αυτό σύνηθες, μια άχαρη δικαιολόγηση επιλογών, παραλείψεων, ευθυνών. Μια απέλπιδα προσπάθεια των πολιτικών προσώπων, να υποβάλουν οδηγίες και ερμηνείες στην ιστοριογραφία, με το πρόσχημα του εμπλουτισμού του υλικού της.
Ο Τσακαλώτος κάνει κάτι άλλο. Η όλη δημόσια παρουσία του, αλλά και ο λόγος του, έχουν μια ακραία λιτότητα ύφους, απογυμνωμένο από τον γνωστό, και τόσο ακυρωτικό πια, στόμφο που χαρακτηρίζει τον πολιτικό λόγο και την πολιτική σκηνή. Στο βιβλίο του δεν μιλάει για τον ίδιο, παρά μόνο εκεί όπου προκύπτει ως ανάγκη από τον ειρμό του κειμένου και την ακολουθία των γεγονότων. Και όταν μιλά προσωπικά, δεν περιπίπτει στην υπεκφυγή του «προσωπικού στιγμιοτύπου» και της «χαριτωμένης» ματιάς πάνω στα πολιτικά επίδικα.
Αναμετράται με τα μείζονα διακυβεύματα της εποχής μας, τόσο αυτά που αποτέλεσαν αντικείμενο της κυβερνητικής πράξης όσο και εκείνα, τα ευρύτερα, που επικαθορίζουν το πλαίσιο, που δίνουν το στίγμα του γενικότερου ιστορικού παρόντος. Παρ’ ότι πανεπιστημιακός δάσκαλος και πολιτικός πρώτης γραμμής, καταφέρνει η ματιά του και ο λόγος του να μην αναπαράγουν τις παθολογίες του λόγου των αντίστοιχων πεδίων. Μιλά άμεσα, με σαφήνεια, διαύγεια και ευρύ ορίζοντα θέασης.
Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς πως είναι η αγγλοσαξονική παιδεία του, η οποία του επιτρέπει αυτή τη λιτότητα και αμεσότητα. Δεν είναι τόσο απλό. Γιατί ο Τσακαλώτος δεν προσφεύγει στην αγγλοσαξονική μανιέρα των μικροϊστοριών, μέσα από τις οποίες, πανεπιστημιακοί, πολιτικοί, καλλιτέχνες, διαφεύγουν την αναμέτρηση με τα μεγάλα θέματα, περιπτωσιολογώντας, προσφεύγοντας και στο παροιμιώδες αγγλοσαξονικό μπρίο, αφού οι μικροϊστορίες τους δεν έχουν να πουν κάτι ουσιώδες. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Τσακαλώτου συνίσταται από σημειώματα, πάνω σε επίκαιρα αλλά πάντως σημαντικά, καθ’ ότι ευρύτερης σημασίας θέματα, τελικά, έτσι, φτιάχνει ένα παλίμψηστο, όπου συνυπάρχουν γεγονότα, ιδέες, βιβλία, τέχνες, και όλη η πανσπερμία των σπαραγμάτων που συνιστά την εκάστοτε «εποχή».
Στην Εισαγωγή του στο βιβλίο, ο Τσακαλώτος δηλώνει την πολιτική του διαδρομή και τη διαδικασία πνευματικής του συγκρότησης, και πρώτα απ’ όλα τη συγκρότηση της οικονομικής του σκέψης, εκκινώντας από τη δεκαετία του 1980 και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και φθάνοντας μέχρι σήμερα. Πουθενά όμως ο αναγνώστης δεν θα βρει μια «καθαρή» οικονομική θεωρία του συγγραφέα, γιατί αυτή είναι μπολιασμένη με κοινωνία, πολιτική, θεωρία, πολιτισμό. Το ζητούμενό του δεν είναι μια «καλύτερη» ή και πιο «αριστερή» οικονομική πρόταση, αλλά η ψαύση των όρων της ηγεμονίας. Τόσο των όρων με τους οποίους η κυρίαρχη σκέψη, κουλτούρα, ιδεολογία, πολιτική καθίσταται κυρίαρχη, όσο και των όρων της ανατροπής της, της σύνθεσης μιας νέας ηγεμονίας.
Με αυτή την αντίληψη πορευόμενος ο Τσακαλώτος, κατάφερε να είναι ο μόνος υπουργός Οικονομικών των χρόνων του μνημονίου που δεν «κάηκε» πολιτικά, παρ’ ότι ήταν αναγκασμένος να εφαρμόσει αρκετά και ιδιαίτερα αντιδημοφιλή μέτρα, και μάλιστα σήμερα έχει μια ευρύτερη αποδοχή. Αποδεικνύοντας, έτσι, ότι αυτό που ονομάζουμε πολιτική είναι ήδη κάτι πολύ πιο σύνθετο, πέρα από τις αψιμαχίες του Κοινοβουλίου, τις ανακοινώσεις των γραφείων Τύπου και τις ατάκες των τηλεοπτικών παραθύρων.
Γιατί είναι το γκραμσιανό παράδειγμα που συνέχει την όλη σκέψη του Τσακαλώτου, που καθορίζει τελικά και το ύφος, της γραφής του, της πολιτικής παρουσίας του, της αντίληψής του. Παλιά πράγματα, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να πει κάποιος. Ναι, θα ήταν παλιά, αν είχαμε καινούρια, αν δηλαδή είχαν ευδοκιμήσει θεωρητικές υπερβάσεις της γκραμσιανής αντίληψης (π.χ. ο Τρίτος δρόμος του Άντονυ Γκίντενς και η Αυτοκρατορία των Νέγκρι και Χαρτ, με την ερμηνευτική και πολιτική τους αποτυχία, επιβεβαιώνουν τη διάρκεια της γκραμσιανής σκέψης). Αλλά και οι συνθήκες είναι ανάλογες. Η αριστερά στην Ευρώπη και σήμερα βρίσκεται κάτω από/ ή μέσα στο πλέγμα μιας τρομακτικής κυριαρχίας, μηχανισμών και αντιλήψεων, και μόνο μέσα από τη σύνθεση κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτισμικών, καλλιτεχνικών, θεσμικών θραυσμάτων μπορεί να αρθρώσει ένα αντίπαλο δέος. Ήτοι, τις νέες μεγάλες αφηγήσεις, που μόνο με αυτό τον τρόπο, με τη σύνθεση θραυσμάτων, και, πρώτα απ’ όλα, μόνο πάνω στον καμβά/κοσμοαντίληψη αυτού του ύφους μπορούν να αρθρωθούν, αφήνοντας στη σπλαχνική λήθη τις ολοποιητικές/μεσσιανικές αφηγήσεις του παρελθόντος και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Είναι δε χαρακτηριστικό, και πολλαπλώς δηλωτικό, ότι στο τέλος του βιβλίου ο Τσακαλώτος ενσωματώνει κείμενά του από το 1987, δημοσιευμένα στο ολιγόζωο περιοδικό Κάπα, της εποχής δηλαδή και της συνθήκης όπου μερικά από αυτά τα διακυβεύματα ετέθησαν μετ’ επιτάσεως.
Το βιβλίο δεν έρχεται λοιπόν να «εξηγήσει» κάποιους υπόρρητους συμβολισμούς του «κόκκινου σακίδιου», που αποτέλεσε σήμα κατατεθέν της δημόσιας εικόνας του Τσακαλώτου, δεν έρχεται να σώσει την «αριστερή ψυχή του». Άλλωστε, ο τίτλος του βιβλίου, «Στο κόκκινο σακίδιο», μας ειδοποιεί πως θα διαβάσουμε όχι σχετικά με τους συμβολισμούς του, αλλά για τα περιεχόμενα του κόκκινου σακιδίου. Και τα περιεχόμενα είναι θεωρία και σκέψεις, επιλογές και αναρωτήσεις, είναι γραφή και Λόγος. Τι άλλο είναι η αριστερά; Ας σταματήσω όμως εδώ, γιατί κινδυνεύω να ολισθήσω στην «κακοτοπιά του επαίνου», όπως σημειώνει και η Μάρω Δούκα στον ωραίο πρόλογό της στο βιβλίο∙ κακοτοπιά που θα ακύρωνε το ύφος του συγγραφέα και του βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου