24/12/21

Χριστουγεννιάτικα πάθη ενός φοβικού

ΔΙΗΓΗΜΑ

Του Κωνσταντίνου Μπούρα


Έλεγχος χειραποσκευών στο αεροδρόμιο Fiumicino της Ρώμης. Αναχώρηση. Επιστροφή στην κατασυκοφαντημένη, πεντακάθαρη επαρχιακή Αθήνα. Συμπλεγματική εταίρα με τα αρχαία ψιμύθια παραφορτωμένη. Όμως και η πάλαι ποτέ έδρα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων δεν πάει πίσω. Σκουπιδαριό και άγιος ο θεός. Οι κάδοι ελλείπουν. Από τον φόβο της τρομοκρατίας μήπως; Οι ζαρντινιέρες ανθίζουν τενεκεδάκια αναψυκτικών. Και μπύρας, φτηνής.
Εις το επανιδείν, Αγία Έδρα. Aufwiedersehen! Μετά από τρεις μέρες ανελέητου περιπατητικού οργασμού. Χριστούγεννα του κορωνιασμένου έτους 2021. Δεν είχε προφτάσει η Πρωτοχρονιά. Τον ερχομό της αντίσκοψε η εμμονή τού φοβικού με την άλογη πίστη σε σημεία, σημάδια, οιωνούς, καλούς και κακούς συνδυασμούς αριθμολογικούς και τα λοιπά και τα λοιπά. Όχι, δεν θα ήταν καλή αυτή η Πρωτοχρονιά. Έπρεπε να τον βρει σε ασφαλές μέρος.
Την πραγματικότητα την φτιάχνουμε εμείς, τα δειλά και άβουλα, πρόσκαιρα όντα της στιγμής. Μεγάλε Αλεξανδρινέ, πρόλαβες και τα είπες όλα. Όλα τα έγραψες, απ’ την αρχή. Μήτε καν ψίχουλα από το τραπέζι του Ομήρου. Τα είχαν σφουγγίσει με την γλώσσα οι αρχαίοι δραματικοί. Όμως εκείνοι ήταν τουλάχιστον αξιοπρεπείς. Ζητιάνοι, επαίτες ξένων στίχων, ψιθυριστές, λογοκλόποι, μνηστήρες παλαιότερων ρυθμών, επινοητές παρηχήσεων, εφευρέτες εσωτερικών συνηχήσεων, ομοιοκαταληξιών κι εμπρόθετων προσδιορισμών. Έτσι ήθελε να τους φαντάζεται ο τρομοκρατημένος γραφιάς, που πήγε στη Ρώμη.
Όμως, ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή, όπως τον παλιό καλό καιρό των πλανόδιων παραμυθάδων. Κίνησε λοιπόν για το Βατικανό να προσκυνήσει. Όχι, δεν ήταν καθολικός, μήτε καν χριστιανός. Ούτε παγανιστής. «Ηρέσκετο απλώς εις τας τελετουργίας. Τοιαύτη μεγαλοπρέπεια, τοιούτος πλούτος». Πώς θα μπορούσε να τα αγνοήσει όλα αυτά ένας στερημένος; Γενικώς. Αυτή ήταν η διάγνωση του δασκάλου του στο Δημοτικό, που ήταν και παπάς (πρωτοπρεσβύτερος) και διευθυντής τού γραφικού Σχολείου με τις ακακίες, επί Χούντας. Τόσον ηλικιωμένος ήτο πλέον ο ατυχής παρ’ ολίγον ήρωάς μας, αλλά όχι και μεγάλος. Μεγάλο δεν θα μπορούσες να τον πεις σε κανέναν τομέα.
Εφοδιάστηκε, που λέτε, με όλες τις αντικλεπτικές συσκευές (τον είχαν πληροφορήσει πως «στη Ρώμη κλέβουν πολύ»), μετήλθεν κι εκείνος όλων των τεχνασμάτων: θήκες, θηκούλες, παραθηκούλες, διπλές τσέπες, κρεμαστάρια. Όμως τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν ημπορούσε να αποτρέψει το μοιραίον. Τι να σου κάνουν όλ’ αυτά, σαν είναι ο κλέφτης επαγγελματίας; Μάτι και νύχι αετίσιο. Μαύρα Χριστούγεννα θα περνούσε εφέτος. Το ήξερε, το ψυχανεμιζόταν. Το προαισθανόταν. Προορατικός δεν ήταν, αλλά όλο και κάποια Πυθία κρύβουμε μέσα μας, βαθιά πολύ. Μα τι τις ήθελε τις εκδρομές, μου λες; Δεν μου λες.
Αλλά δεν μπορούσε και να κλειστεί στο σπίτι του να μονοχνωτιάσει, να αλαλιάσει τελείως. Ήτανε που ήτανε στο χείλος τού γκρεμού. Ας μην το παρακάνει κιόλας. Με τα ετούτα και με τα εκείνα, έπεισε τον εαυτό του να εκδράμει εις τας Ρώμας. Καταχείμωνο. Χωρίς να προσδοκά ουδεμίαν «Άνοιξιν της κυρίας Στόουν». Πέτρα είχαν γίνει τα σωθικά του. «Μακριά από εμάς τέτοιες σπατάλες, χουβαρδοσύνες, γενναιοδωρίες κι όλα τα συναφή». Πήγε λοιπόν, που να μην έσωνε.
Μα ποιος του είπε να εκτεθεί πεζός, πεζότατος και κάπως κακοντυμένος, σε όλα τα αποβράσματα τής κοινωνίας χρονιάρα μέρα; Αυτός, ένας ευυπόληπτος άνθρωπος; Με τον υπόκοσμο; Μα με τον υπόκοσμο; Στους δρόμους και στα στενά; Τόσο χαμηλά λοιπόν έπεσε; Τελικά, ό,τι κοροϊδεύει κανείς το λούζεται κι ό,τι φοβάται περισσότερο πραγματοποιείται, όπως και δήποτε. Πιότερο κι απ’ ό,τι επιθυμείς διακαώς, που ΔΕΝ υλοποιείται πάντα. «Μακάρι. Τότε, ε, τότες θα ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι». Μακρύς συλλογισμός, μακρότατος, ανυπόφορος, αδιέξοδος συνειρμός, ειδικά για έναν μοναχικό διαβάτη στην κατάμεστη Ρώμη ανήμερα των Χριστουγέννων, που μόνον εγώ τον αγαπώ, αφού αυτός δεν γνωρίζει, δεν εκτιμά, δεν σέβεται και δεν φιλιώνει με τον εαυτό του.
Η Παραμονή πέρασε γρήγορα, βλέποντας τα βεγγαλικά από το ξενοδοχείο στην τηλεόραση. Όμως σήμερα έπρεπε να περπατήσει. Τι τα αγόρασε εκείνα τα έρμα τα ανατομικά παπούτσια από στοκατζίδικο; Μιζέρια και πάλι μιζέρια. Πάντα φτηνά. Πάντα στην χαμηλότερη τιμή. Φτώχεια και των γονέων. Εσωτερική πιότερο, παρά εξωτερική. Η έξωθεν παλεύεται, η μέσα όμως;
Φόρεσε λοιπόν την πανάκριβη φωτογραφική του μηχανή, με τον τηλεφακό να τον βαραίνει στον λιπόσαρκο, λαιμό βρωμιάρη κύκνου κι εβγήκε. Θαρραλέα, έσπρωξε την γυάλινη πόρτα που δεν άνοιξε στο πέρασμά του. Προσωρινή εμπλοκή.
Το είχε δει το όνειρο. «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα». Όμως δεν συνέβη τίποτα. Απολύτως. Κανείς δεν του τράβηξε την πανάκριβη Nikon. Κανείς δεν τον έσυρε στον δρόμο να φιλήσει τα σκουπίδια. Τα καλοσιδερωμένα ρούχα του δεν βράχηκαν καν.
Και εν τέλει βρέθηκε στο αεροδρόμιο. Στον έλεγχο χειραποσκευών. Έβραζε μέσα του. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είχε βαρέσει κόκκινο. Οι ορμόνες χόρευαν πεντοζάλη στο κεφάλι του. Τρομολάγνος και τρομόπληκτος. Εκεί λοιπόν που είχε περάσει από το μηχάνημα, γρήγορα για να μην του κάνουν ζημιά οι ακτίνες Χι στα μαλακά του μόρια, εκεί που περίμενε την ελαφρά χειραποσκευή και το κουτί με το καπέλο, το σακάκι, το κασκώλ, την μπανάνα στη μέση, το πορτοφόλι, τα δύο κινητά, τα κλειδιά και το διαβατήριο με την κάρτα επιβίβασης, εκεί λοιπόν, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, έκλεισε τα μάτια κι εφαντάστηκε: η μαφία του αεροδρομίου, σε συνεργασία βεβαίως με κάτι διεφθαρμένους αστυνομικούς (εκείνη η μεγαλόσωμη μπατσίνα με τα υπερτροφικά μπαλκόνια, σίγουρα) είχανε λέει βάλει στόχο αυτόν και τον πενιχρό του οβολό και πήρανε φόρα να τον κλέψουνε.
Άνοιξε παρευθύς τα μάτια τρομοκρατημένος. Η χειραποσκευή πέρναγε μόλις μπροστά του και παραλίγο να τον προσπεράσει. Το κουτί όμως, το κουτί με τα τιμαλφή, με τα πολύτιμα εργαλεία τής ταυτότητάς του, η ταυτότητά του ολόκληρη, κυριολεκτικώς ήταν άφαντη. Κανείς γύρω του.
Ο κορωνοϊός επιβάλλει απόσταση δύο μέτρων. Κοίταξε την παχιά αστυνομικίνα κι εκείνη του χαμογέλασε. Με νόημα. Του φάνηκε μάλιστα πως του έκλεισε ΚΑΙ το μάτι. Αλλά, να, επιτέλους, η σκοτεινή χοάνη ξέβρασε το ανοικτό κίτρινο δοχείο (που έμοιαζε με καλάθι για άπλυτα ποτήρια) κι όλη η ζωή τού ξαναχαμογέλασε. Έβαλε τελετουργικά όλα τα τιμαλφή στη θέση τους, μέσα του, πάνω του, πίσω του (ο θεός να με συγχωρέσει) κι εψιθύρισε μόνος στον εαυτό του τρισευτυχισμένος: «την άλλη φορά θα τα βάζω πολλή ώρα πριν στο σάκο και θα τα κλειδώνω, με διπλές και τριπλές κλειδαριές, κωδικούς και δικλείδες ασφαλείας».
Προσγειώθηκε στο στενό του κάθισμα αναπαυμένος. Η αεροσυνοδός δεν κατάλαβε γιατί της χαμογελούσε, όταν του πρόσφερε νερό σε πλαστικό ποτήρι μίας χρήσεως, του αισχίστου είδους…

Δεν υπάρχουν σχόλια: