Της Κωστούλας Μάκη*
WILLIAM CARLOS WILLIAMS, Η κόρη στην κόλαση και άλλα ποιήματα, Εισαγωγή-μετάφραση: Γιάννης Ζέρβας, εκδόσεις Printa, σελ. 219
Είναι δύσκολο να αποτιμηθεί σύντομα και με ευκρίνεια το έργο του William Carlos Williams (1883-1963) με ένα κριτικό σημείωμα. Η ποίησή του, καθώς αναγιγνώσκεται στο σήμερα, ανθίσταται σε οποιεσδήποτε παγιωμένες κατηγοριοποιήσεις και χαρακτηρισμούς, όπως αυτός του κλασικού μοντερνιστή ποιητή. Εύστοχα ο μεταφραστής του βιβλίου Γιάννης Ζέρβας επισημαίνει τη σταδιακή εξέλιξη της ποιητικής του φωνής, η οποία πέρασε από το ρεύμα των απεικονιστών, μεταπήδησε στον μοντερνισμό και διαφοροποιήθηκε από τον Ezra Pound, αναζητώντας τη «ριζική απλότητα» των στιγμών της καθημερινότητας, όχι στην ιδεατή ομορφιά, αλλά «στην ομορφιά του στιγμιαίου»[1].
Ποιήματα του Carlos Williams μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τον Τάσο Κόρφη και τον Γιάννη Λειβαδά, ενώ είναι γνωστός για το πεντάτομο έργο του Paterson, το οποίο στα όρια δημοσιογραφίας και ποίησης, περιγράφει την ιστορία και τους ανθρώπους μιας πόλης καθώς αλλάζει. Η καθημερινή επαφή που είχε ως επαρχιακός γιατρός στο New Jersey με ανθρώπους που ζούσαν σε φτωχές εργατικές συνοικίες διαμόρφωσε τον ίδιο και την οπτική του για τον κόσμο, κατασκευάζοντας έναν ιδιότυπο ανθρωπισμό, χωρίς ωραιοποιήσεις του πραγματικού. Στη νέα αυτή έκδοση, ο μεταφραστής καταθέτει ολόκληρη τη σύνθεση του ποιητή «Η κόρη στην κόλαση», ανθολογώντας παράλληλα ποιήματά από το 1912 μέχρι το 1962.
Το έργο «Η κόρη στην κόλαση» χαρακτηρίζεται από τον ποιητή ως ένα σύνολο αυτοσχεδιασμών. Στον πρόλογο του 1957 αναγνωρίζει πως από την αρχή είχε διλήμματα ως προς την ερμηνεία και την πρόσληψή του από το κοινό. Ο ποιητής καταγράφει τις αλλαγές των εποχών και του χρόνου, παραθέτοντας φωνές που σχολιάζουν τις εναλλαγές ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη, τον χειμώνα και την άνοιξη, τα περίπλοκα διλήμματα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, το φαντασμαγορικό μα πάντα θραυσματικό κομμάτι των συμβάντων, που διεισδύουν σε κάθε παροδική παρατήρηση. Ο Carlos Williams περιπλανιέται με ανοιχτούς και διαφορετικούς τρόπους, δηλώνοντας ότι «αν μείνω με τα χέρια στις τσέπες γέρνοντας στον φανοστάτη μου- γιατί – φέρνω κατάρες στα χείλη μιας μέγαιρας και η κόρη της στο μπράτσο της ξέρει περισσότερα απ΄ όσα μπορώ να ξεστομίσω- καλύτερα να κοκκινίζεις από ντροπή και να το λες μια κι΄έξω παρά να στη φέρνουν από πίσω εκ των υστέρων» (σ. 24).
Μέσα από μια ασθμαίνουσα εικονοποιία συνυφαίνονται φλυαρίες φιλόδοξων φωνών, η Περσεφόνη, γριές που καθαρίζουν τα νύχια τους, σαλεμένοι, φύλλα βελανιδιάς, βουνά γεμάτα μονοπάτια, και συναντήσεις που θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει σε κάτι καλύτερο, διλημματικές νύχτες, ψευτοδιανοούμενοι που «ανακατεύουν» τα σπλάχνα του ποιητή.
Στην ποιητική του Carlos Williams «ένα ποίημα μπορεί να φτιαχτεί από οτιδήποτε» (σ. 84) και η ποίηση γίνεται ταχυδακτυλουργία, «[…] μια επιδέξια εμφιάλωση μιας γλωσσικής ζύμωσης» (σ.92). Στο «Η κόρη στην κόλαση» η φύση ανθρωποποιείται, ενώ οι άνθρωποι μπορεί να θυμίζουν ζώα και πουλιά, καθώς εκδηλώνουν τις επιθυμίες τους και υφίστανται τις κακοτοπιές. Ό,τι κάποιος προσπερνά φευγαλέα ως μια καθημερινή σκηνή χρησιμοποιείται από τον ποιητή με σαρκασμό για να περιγράψει τις συνεχόμενες απόπειρες να κατασκευαστούν σταθερές κοινωνικές ταυτότητες. Έτσι στο σύμπαν του Carlos Williams «ω λα λα, τα θαλασσοπούλια θα γίνουν μαθηματικοί με έξοδα του δημοσίου» (σ. 97).
Ιδιαίτερο στοιχείο της σύνθεσης «Ηκόρη στην κόλαση» είναι η πολυφωνικότητα της γυνακείας μορφής, που τροποποιείται διαρκώς, αποκτώντας διαφορετικά πρόσωπα και σχολιάζοντας τη φωνή του ποιητή στον φυσικό και κοινωνικό χώρο. «Η κόρη» διαμορφώνεται από τους δικούς της λόγους, αλλά και από τις πολύτροπες τοποθετήσεις/διεκδικήσεις του αντρικού βλέμματος, καθώς κινητοποιούνται διάφορες εκδοχές θηλυκότητας γύρω από την ομορφιά, την ασχήμια, τη νεότητα, τα γεράματα, τον έρωτα και τη σεξουαλική επιθυμία. Εδώ το έργο ανοίγεται στο φεμινιστικό πεδίο, αφού από το 1920, που κυκλοφόρησε, ο Carlos Williams θέτει τη συνθετότητα των έμφυλων διεκδικήσεων, τη ρευστότητα των έμφυλων κατασκευών ταυτότητας, και παράλληλα εντάσσει στο κείμενό του διαφορετικές γυναικείες φωνές.
Όσον αφορά στα μεταφρασμένα «άλλα» ποιήματα αναδεικνύεται ότι ο ποιητής εμπλούτισε την ποιητική του φόρμα με σύγχρονα στοιχεία, ώστε ακόμα και τα πιο λυρικά του ποιήματα να εμπεριέχουν πολλαπλά αισθητικά, συναισθηματικά και πολιτικά μοτίβα, όπως στην ερωτική ωδή για τη Βιόλα, όπου ο ποιητής δηλώνει:
«[…] Η ίδια η αγριοκανέλα
είναι ξεθυμασμένη σαν άδεια κασέλα
αν πάει να παραβγει τη νοστιμιά σου
αχ, κυδώνι της απελπισίας μου» (σ. 112).
Στη ζωή και στο έργο του ο Carlos Williams, ως γιατρός και ποιητής, στάθηκε σταθερός συνοδοιπόρος των ανθρώπων της πόλης του, που ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Στιγμές από την καθημερινότητά τους εντοπίζονται συχνά στο έργο του με παράλληλα σχόλια για τα ταξικά στοιχεία του καθημερινού. Μιλώντας για τα σπίτια των φτωχών επισημαίνει:
«Κανείς
δεν θα πιστέψει πως αυτά
είναι σημαντικά για το έθνος» (σ. 128).
Όπως σημειώνει και ο ίδιος στο δοκίμιό του «Πώς να γράφεις», η ποίηση παραμένει ένας διάλογος του ποιητή με την ιστορικοποιημένη διαχρονικότητα, «είναι το σπάσιμο φράσεων που σταμάτησαν το μυαλό» (σ. 213), με παράλληλες συναντήσεις ανθρώπων που έρχονται και φεύγουν, και λαμβάνοντας υπόψη ισότιμα όλες τις πολλαπλές αναγνώσεις.
«Ύστερα από τριάντα χρόνια που πέρασε κολλημένος σε μια αληθινή φράση ανακάλυψε ότι κι η αντίστροφή της ήταν κι αυτή αληθινή. Βδομάδες γέλαγε παγιδευμένος σ΄έναν βίαιο αυτοσαρκασμό» (σ. 76).
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
[1] Από την εισαγωγή του Γιάννη Ζέρβα, σ. 10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου