24/10/21

Φαινομενολογία της μουσικής

Άποψη της έκθεσης του Γιώργου Τσακίρη «Ο ήχος του Σαρακίου» στη γκαλερί ROMA

Του Μάρκου Τσέτσου*

[Αποσπάσματα από την εισαγωγή του και το οπισθόφυλλο του βιβλίου: Χέλμουτ Πλέσνερ [Helmuth Plessner], Αισθητικότητα και νους. Συμβολή στη φιλοσοφία της μουσικής, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας]

Ήδη όμως από τότε [1918] και παράλληλα με την αισθητική του κριτική, ο Πλέσνερ αρχίζει να αναγνωρίζει στη μουσική το κλειδί για την επίλυση όχι μόνο αισθητικών, αλλά και φιλοσοφικών προβλημάτων. Στη μη φωνητική, αμιγώς ενόργανη, «καθαρή» μουσική, όπως την αποκαλεί, σε μια μουσική που μπορεί να σταθεί ως τέχνη χωρίς εικόνες και λέξεις, τον ελκύει εκείνη η μοναδική συγχώνευση νοήματος και ήχου, νου και αισθητικότητας, που δείχνει να διαψεύδει τον καρτεσιανό δυισμό στην πράξη. Το να συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην επικράτεια μιας αίσθησης, της ακοής, ωθεί τον Πλέσνερ στην αναζήτηση κάτι αντίστοιχου και στην επικράτεια της όρασης. Ανακαλύπτοντάς το στην ευκλείδεια γεωμετρία, στις έμπλεες γεωμετρικού νοήματος κατασκευές της οποίας συντελείται, κατά τη γνώμη του, η ίδια συγχώνευση νου και αισθητικότητας, ο Πλέσνερ είναι βέβαιος πια πως μεταξύ νου, αισθητικότητας και σωματικής κίνησης –γιατί τέτοιες είναι η μουσική και η ένσκοπη πράξη με τη λανθάνουσα γεωμετρία της– υπάρχουν δομικές αντιστοιχίες τις οποίες η φιλοσοφία δεν μπορεί να αγνοεί. Το απλό γεγονός ότι είναι αδύνατο να κάνει κανείς μουσική με οπτικά δεδομένα και γεωμετρία με ακουστικά, αποδεικνύει την άρρηκτη συνάφεια νοήματος και αίσθησης, νου και σώματος.
Αποδεικνύει όμως επίσης πως το νόημα δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη γλωσσική σημασία και πως υπάρχουν περισσότερα είδη νοήματος, που η φιλοσοφία εξακολουθεί να αγνοεί ως μη όφειλε. Το πιο κοινό παράδειγμα μιας τέτοιας αβλεψίας αποτελεί για τον Πλέσνερ η σύγχυση του μουσικού νοήματος με το γλωσσικό, η πεισματική μη αποδοχή του γεγονότος ότι οι μουσικοί ήχοι έχουν νόημα χωρίς να σημαίνουν κάτι, αλλά και η γενικότερη πεποίθηση πως όλα τα προβλήματα της φιλοσοφίας θα μπορούσαν να επιλυθούν μέσα από τη γλωσσική ανάλυση.
Ένα βήμα παραπέρα και η αντι-καρτεσιανή φιλοσοφία των αισθήσεων, στην οποία ο Πλέσνερ αρχικά δίνει το παράδοξο όνομα «αισθησιολογία του πνεύματος», γίνεται πρόπλασμα μιας αντι-καρτεσιανής φιλοσοφίας του ανθρώπου, για την οποία ο νους δεν είναι υπόσταση χωριστή από το σώμα, αλλά ιδιότητα ενός σώματος έκκεντρα τοποθετημένου απέναντι στον εαυτό του, ενός σώματος που είναι σώμα και συνάμα έχει σώμα και που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι σε θέση να μετατρέπει το βιοτικό του περιβάλλον σε αντικειμενικό κόσμο και τις αντιλήψεις του σε γνώσεις. Αυτήν ακριβώς την ιδιαίτερη, ανθρώπινη μορφή ζωής ο Πλέσνερ περιγράφει με τον περίφημο όρο «έκκεντρη τοποθετικότητα» (exzentrische Positionalität).
Στις ιδιωτικές του συζητήσεις ο Πλέσνερ συνήθιζε να χαρακτηρίζει τη μουσική ως summum humanum, ανθρώπινη κορύφωση, αναγνωρίζοντας με αυτό συνάμα τη θεμελιώδη σημασία της για τη φιλοσοφική του ανθρωπολογία. Το ιδιαίτερο ανθρωπολογικό καθεστώς της μουσικής γίνεται αντιληπτό από τον Πλέσνερ ευθύς εξαρχής. Ήδη [...] το 1918 γράφει γι’ αυτήν: «Το μέσον (Medium) των ήχων είναι το τέλειο εκείνο υλικό που κατέχει και κοινωνεί τη συνείδηση της σημασίας του στην ψιλή του ύπαρξη· το υλικό εκείνο που πράγματι διαμεσολαβεί την ιδέα της. Διότι ποιον ακούμε; Μόνον τον εαυτό μας». Παρότι δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι ο Έρνστ Μπλοχ (Ernst Bloch) ξεκινά τη δημοσιευμένη το ίδιο έτος Φιλοσοφία της μουσικής του από το Πνεύμα της ουτοπίας με παραπλήσια λόγια, το σημαντικό παραμένει πως ο Πλέσνερ άντλησε πλήρως τις συνέπειες της πρώιμης φιλοσοφικής του αντίληψης για τη μουσική. Στο μείζον γραπτό του 1923, την Ενότητα των αισθήσεων, η μουσική καταλαμβάνει κεντρική θέση ως η προνομιακή εκείνη τέχνη, διαμέσου της οποίας το πνεύμα (Geist), το οποίο ο Πλέσνερ κατανοεί ως όλον των δυνατών νοηματοδοτήσεων, γνωστοποιείται στο σώμα. […]
[...] Ο Πλέσνερ καταφέρεται [...] ενάντια στις θεωρίες εκείνες της μουσικής που είτε την κατανοούν ως γλώσσα, είτε επιχειρούν να ερμηνεύσουν το νόημά της με όρους γλώσσας, με την ερμηνευτική και τη σημειολογία της μουσικής να μπαίνουν στο στόχαστρο. Όπως σωστά παρατηρεί ο Χάμπερμας, ο Πλέσνερ δεν αμφισβητεί τον εσωτερικό δεσμό της μουσικής με τη γλώσσα: η μουσική είναι έτσι κι αλλιώς δυνατή μόνο για το έμβιο εκείνο ον που διαθέτει γλώσσα και αντικειμενική αντίληψη του περιβάλλοντός του. Αυτό που ο Πλέσνερ αμφισβητεί είναι η αισθητική εκείνη που θέλει την τέχνη, πόσο μάλλον τη μουσική, υποκατάστατο γλωσσικής επικοινωνίας. Διότι ένα από τα πράγματα για τα οποία ο Πλέσνερ παλεύει ως το τέλος της ζωής του είναι ακριβώς η αναγνώριση της αυτονομίας, και της μη αναγωγής της μίας στην άλλη, των διαφορετικών νοηματοδοτήσεων του κόσμου και κυρίως της αισθητικής του νοηματοδότησης.
Παρά τον υπότιτλό του, το Αισθητικότητα και νους είναι κείμενο περισσότερο φιλοσοφικό παρά αισθητικό. Άλλωστε, μόνο το τελευταίο κεφάλαιο πραγματοποιεί αυτό που ο υπότιτλος υπόσχεται. Στο μεγαλύτερο μέρος της, η μικρή πραγματεία εξαντλείται σε μια κριτική της περιθωριοποίησης των αισθήσεων και της σωματικότητας εν γένει, από το σύνολο των ρευμάτων της νεωτερικής φιλοσοφίας, ακόμα και των πιο ετερόκλητων, όπως ο νεοκαντιανισμός και ο υπαρξισμός. Στη βάση αυτής της περιθωριοποίησης ο Πλέσνερ βλέπει μια προβληματική ανθρωπολογία, που με το να αντιμετωπίζει τη συνείδηση και το νου ως οντότητες διακριτές από το έμβιο σώμα και τις αισθήσεις του, καθιστά αδιανόητη τη μεταξύ τους διαμεσολάβηση και γενικότερα τη διαμεσολάβηση φύσης και ιστορίας, ύλης και πνεύματος, αίσθησης και νοήματος, είναι και αξίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι αισθήσεις υποβιβάζονται σε απλό υποδοχέα δεδομένων προς γνωσιακή επεξεργασία, δεδομένων προσέτι των οποίων η σχέση με τη γνώση παραμένει αδιάφορη (όλες οι αισθήσεις είναι γνωστικά αντικαταστάσιμες) και τα οποία, φυσικά, από μόνα τους στερούνται κάθε νοήματος.
Η ιδιαίτερη περίπτωση της μουσικής ωστόσο, της οποίας το νόημα είναι αδιαχώριστο από την ακουστική αισθητηριακή ύλη, ωθεί στην ιδέα μιας «κριτικής των αισθήσεων», όπου οι αισθήσεις δεν εξηγούνται στη βάση τού γιατί τις έχουμε –για να βλέπουμε, να ακούμε, να γευόμαστε κλπ.–, αλλά κατανοούνται με γνώμονα τις επιστημικές και αισθητικές πολιτισμικές τους επιδόσεις, με γνώμονα νοήματα και αξίες δηλαδή. Με απλά λόγια, μόνον η γεωμετρία και η ζωγραφική μπορούν να μας διαφωτίσουν για την αληθινή φύση της ανθρώπινης όρασης και μόνον η μουσική μπορεί να μας διαφωτίσει για την αληθινή φύση της ανθρώπινης ακοής: μια αληθινή φιλοσοφία των αισθήσεων δεν μπορεί να συσταθεί παρά ως ανθρωπολογία των αισθήσεων. Αν σκοπός των ανθρώπινων αισθήσεων δεν είναι μόνο η παροχή πληροφοριών με βιολογική αξία αλλά και η γνωστοποίηση νοήματος, τότε η λειτουργία τους δεν είναι μόνο αντιληπτική αλλά και διαμεσολαβητική. Κι αν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε η ανθρώπινη φύση δεν είναι διασπασμένη αλλά ενιαία.
Ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Χέλμουτ Πλέσνερ (1892-1985) θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Δάσκαλοί του υπήρξαν ο Hans Driesch, ο Wilhelm Windelband, ο Max Weber και ο Edmund Husserl, όμως η φιλοσοφία του, όπου συνυπάρχουν επιδράσεις από τη φαινομενολογία, την κριτική φιλοσοφία και την ερμηνευτική, δεν υπάγεται σε καμία σχολή. Ο Πλέσνερ είναι γνωστός για την έννοια «έκκεντρη τοποθετικότητα» (exzentrische Positionalität), με την οποία περιγράφει την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, αλλά και για τη (μη συντηρητική) κριτική που ασκεί στον κοινωνικό και πολιτικό ριζοσπαστισμό.

*Ο Μάρκος Τσέτσος είναι καθηγητής μουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: