12/9/21

Μαγικός Ροΐδης

Της Κωστούλας Μάκη*

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ (έρευνα), Θρησκευτικοϊστορικαί Μελέται, Αθήνα/Αλεξάνδρεια: Εκδοτικός οίκος Α. Κασιγόνη 1935, σελ. 32

Νίνα Παπακωνσταντίνου, E.H. Gombrich, Σκιαί Ερριμέναι, 2004,
αποτύπωμα καρμπόν σε χαρτί, 40 x 30 εκ. 
Οι ιστορικές αναγνώσεις χαρακτηρίζονται από συνεχόμενες επανεγγραφές με πολλαπλές ερμηνείες του αρχειακού υλικού και κάθε είδος πηγής, ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο, τη θεωρητική κατεύθυνση και τα ποικίλα πολιτικά συμφραζόμενα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι μεσαιωνικές διώξεις των Μαγισσών και οι διαφορετικές κατασκευές τους συνεχίζουν να εγείρουν το ενδιαφέρον διαθεματικά και διεπιστημονικά. Έτσι στο νεωτερικό πνεύμα διαπιστώθηκε ότι οι διάφοροι λόγοι για τις Μάγισσες δεν είναι γραμμικοί, αλλά χαρακτηρίζονται από συνθετότητα και ερμηνευτικές πολυφωνίες.
Κοσμοπολίτης και γνώστης της Ευρωπαϊκής κουλτούρας της εποχής του ο Ροΐδης διαφοροποιήθηκε με τα γραπτά και τη στάση του από μονοδιάστατες ελληνοκεντρικές προσλήψεις της ιστορίας και σε πολλά του κείμενα προέβη σε ερμηνευτικές προσεγγίσεις μεσαιωνικών κειμένων. Έγραψε για τους βρυκόλακες, τα μεσαιωνικά καρναβαλικά στοιχεία, τις μάγισσες, τον χριστιανικό σκοταδισμό[1]. Με τη γνωστή διεισδυτική του ειρωνεία για τις εξιδανικευτικές αφηγήσεις του παρελθόντος και ακολουθώντας κατεύθυνση αντικληρική, ο Ροΐδης δημοσίευσε το 1868[2] ένα δοκίμιο που καυτηριάζει τις «κλασικές» καταγραφές των Μαγισσών, σημειώνοντας πως «στο ποιητικό πανόραμα του μεσαίωνος» οι Μάγισσες συγκέντρωσαν «πάντα τα αίσχη και όλας του μεσαίωνος τας ασχημίας» (σ. 4). Για τον Ροΐδη οι Μάγισσες δεν ήταν ποτέ «τα φρικαλέα εκείνα γραΐδια του Μάκμπεθ […] φωλεύοντα εντός σκοτεινής τρώγλης εν μέσω όφεων, σκορπιών και χόρτων φαρμακερών» (σ. 4).
Ο Ροΐδης, ιστορικοποιώντας το παρελθόν με διαφορετικό πολιτικό πρόσημο, θεωρεί τις Μάγισσες συνεχίστριες της Κίρκης, της Πυθίας, της Σίβυλλας και των αρχαιοελληνικών θεοτήτων, αναγνωρίζοντας την ίδια στιγμή το μαρτυρολόγιο που συνόδευσε τις διώξεις τους από ποιητές και θεολόγους. Διαφοροποιώντας τον εαυτό του από αυτούς, επιθυμεί να φτιάξει «το εγκώμιο της Μάγισσας» (σ. 5). Μελετά τα δικαστικά αρχεία του Μεσαίωνα, επισημαίνοντας ότι οι Μάγισσες ήταν φορείς της γνώσης και «όπως όλοι οι ευεργέται της ανθρωπότητας» (σ. 5) διώχθηκαν αγριωδώς.
Ο συγγραφέας αναγνωρίζει εγκαίρως τις ηγεμονικές κατασκευές του δίπολου «ομορφιάς-ασκήμιας» ως προς τη θηλυκότητα, με την ασκήμια να θεωρείται «θανάσιμο αμάρτημα της γυναίκας». Και αφού έχει ήδη εντάξει τις Μάγισσες στην ιστορική βάση που αναφέρθηκε αναρωτιέται «πώς εγεννήθη η μεσαιωνική Μάγισσα ή μάλλον διατί η Πυθία και η Σίβυλλα […] μετεβλήθησαν εις θυγατέρας δαιμόνων» (σ. 6).
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, τα εκφρασμένα γήινα πάθη που περιλαμβάνουν εκδοχές της φύσης, της γνώσης και της ομορφιάς των αλληλεπιδράσεων του κόσμου και που εκφράζονταν στις θεϊκές εκδοχές της Αθηνάς, της Αφροδίτης, του Πάνα και πολλών άλλων έγιναν δαιμονικά, κολάσιμα, εωσφορικά στοιχεία από τον χριστιανισμό, στο πλαίσιο διακήρυξης της μετά θάνατον ζωής και της συντέλειας του κόσμου.
Ενταγμένο στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του, το κείμενο του Ροΐδη αναπαράγει το δϋισμό ομορφιάς-ασκήμιας, χωρίς να αποφεύγει εξιδανικευμένες εκδοχές της Μάγισσας ως κόρης της φύσης. Ωστόσο, ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι η επαφή της μεσαιωνικής γυναίκας με τη φύση είναι δηλωτική μιας αντίστιξης απέναντι στη γυναίκα-μητέρα που περιμένει υπομονετικά τον άντρα να γυρίσει. Ως αντιχριστιανικές υπάρξεις όσες κατηγορήθηκαν ως Μάγισσες ταυτίστηκαν με τον σατανά και εξοντώθηκαν διπλά: με βασανιστικές θανατώσεις και με την ταύτισή τους με τον διάβολο. Ο ηθικός πανικός για τις Μάγισσες τα μεσαιωνικά χρόνια εντάσσεται στην «εποχή της απελπισίας» (σ. 9) που χαρακτηρίζει την εποχή, όπου ο λαός αντιμετωπίζοντας «τον τρόμον της κολάσεως» καθίσταται υποχείριο της Εκκλησίας και «ψωραλέα αγέλη» (σ. 9).
Συνεχίζοντας την ταύτιση της γυναίκας με την αμαρτία, η οποία εγγράφεται στην καταστατική εικόνα της Εύας, του μήλου και του όφεως, «επί χίλια και επέκεινα έτη η Μάγισσα υπήρξεν η μόνη κατά της θεοκρατίας αντιπολίτευσις, η μόνη υπέρμαχος της επιστήμης και της προόδου» (σ. 9) και πάνω στα θεμέλια της δυναμικής της ακολούθησαν οι διαφωτιστές. Ο Ροΐδης ακολουθεί την ιστορική γραμμική ακολουθία της προόδου, κατηγορώντας τους ποιητές, τους θεοκράτες, αλλά και τους επιστήμονες ως μισογύνηδες, επειδή δεν αναγνωρίζουν την ιστορική συνεισφορά των μαγισσών στην ιστορία του διαφωτισμού. «Η φοβερωτέρα των ασθενειών του μεσαίωνος υπήρξεν η εγκαρτέρησις» (σ. 11) αναφέρει ο Ροΐδης, τεκμηριώνοντας τα λεγόμενά του με την παράλληλη κινητοποίηση ενοχής και πίστης στα θαύματα: «όσα φάρμακα ουκ ιήται, πύρ ιήται» (σ. 11).
Ο Ροΐδης αναγνωρίζει επίσης την επαναλαμβανόμενη επιβολή απαγορεύσεων της ηδονής και των σωμάτων για χάρη της ιδανικής χριστιανικής αγνότητας της μετά θάνατον ζωής. Ακολουθώντας τη στροφή από τον μεσαίωνα στον διαφωτισμό, ο συγγραφέας κατασκευάζει παράλληλα το εγκώμιο της προόδου, θεωρώντας ότι η επιστήμη και η πρόοδος «εκδίωξαν» τη «νόσο» του μεσαίωνα και της «υπερφυσικής» μονομανίας (σ. 16), που μακάριζαν τα ανθρώπινα δάκρυα, την πείνα και την αποφυγή των απολαύσεων. Και παρόλο που αναγνωρίζει την «αχαριστία» της ανθρωπότητας για όσους την ευεργέτησαν, ολοκληρώνει το δοκίμιό του για τις Μάγισσες-γιατρίνες, υπογραμμίζοντας ότι οι απεικονίσεις τους εξακολουθούν να συνιστούν «αισχράν γελοιογραφία» (σ. 16).
Ως προς το έμφυλο στοιχείο το κείμενο του Ροΐδη, ενταγμένο στην ιστορική περίοδο που γράφτηκε, δεν αποφεύγει τον ρομαντισμό και παρά τις κριτικές του θέσεις ανακυκλώνει πάγια χαρακτηριστικά που συνδέουν τη θηλυκότητα με τη φύση και το συναίσθημα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει επίσης σε μια «αισιόδοξη» ανάγνωση για την πρόοδο της ανθρωπότητας, παρόλο που ο ίδιος αναγνωρίζει ότι στην μελέτη των Μαγισσών δεν είχε επιτευχθεί ακόμα η επιθυμητή ιστορική κριτική ανασκευή τους.

*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

[1] Βλ. ενδεικτικά: Ροΐδης, Ε., (2011) Οι βρυκόλακες του Μεσαίωνα: Ορέστης και Πυλάδης, Αθήνα: Εκδόσεις Βερέττας.
Ροΐδης, Ε., (2018) Τρεις μεσαιωνικές μελέτες, επιμέλεια Φύσσα, Δ., Αθήνα: Πατάκης.
Ροΐδης, Ε., (2020) Απόκρυφα και συναξάρια: Οι θυσίες των γυναικών και χριστιανικός μισογυνισμός, Αθήνα: Εκδόσεις Βερέττας.
[2] Το κείμενο αρχικά δημοσιεύτηκε στο «Αττικόν Ημερολόγιον», τομ. Β΄, έτος 1868.

Δεν υπάρχουν σχόλια: