8/8/21

Νεοελληνικά διλήμματα

Άποψη της εγκατάστασης Authentically Appealing του Μιχάλη Ζαχαρία, φωτ. Δημήτρης Φουτρής

Ένα άγνωστο άρθρο για τη σύγχρονη Ελλάδα, του Νίκου Καλαμάρη/ Κάλας

Της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη*

Το άρθρο «Η τραγική μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας», πιθανόν δημοσιευμένο στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ της Νέας Υόρκης, ενδεχομένως το 1945, με την ίδρυση του ΟΗΕ, και πάντως πριν από το 1947, γίνεται για πρώτη φορά, γνωστό με την ενσωμάτωσή του στην έκδοση Ν. Valaoritis - N. Kalas Correspondence (σσ. 222-31), με επιμέλεια της Ελ. Κουτριάνου (βλ. «Νησίδες», ΕτΣ, 31/7/21).
Μέρος του αρχειακού υλικού του Κάλας, που μαζί με τους πίνακες που είχε στην κατοχή του κληροδότησε η Ελένη Κάλας στη Βιβλιοθήκη της Δανίας, στην Αθήνα, αυτό το σύντομο δοκίμιο βλέπει το φως της δημοσιότητας, δεκαετίες αφότου γράφτηκε, και το ερώτημα είναι αν και σε τι μας βοηθά, στην τωρινή φάση οξυμμένης αστάθειας στην ανατολική Μεσόγειο, να ξανασκεφτούμε το μέλλον της χώρας που, οικονομικά εξαντλημένη και πάλι, παρακολουθεί τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου στην περιοχή.
Σε αυτή την επικίνδυνη ένταση για τη χώρα, μισό αιώνα μετά τη δημοκρατική της αποκατάσταση, το δοκίμιο αυτό, προγενέστερο του ομότιτλου δοκιμίου που δημοσιεύει ο Κώστας Αξελός το 1954, εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας υπήρξε τραγική, και θα συνεχίσει να είναι όσο θα αναπαράγονται με τη μορφή συμπτωμάτων μιας εθνικής νεύρωσης, που υποδαυλίζει η πάγια πολιτική ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου, με αμφισβητία τώρα τον Ερντογάν που παζαρεύει, συναλλάσσεται και εντέλει διεκδικεί μερίδιο αυτού του ελέγχου, εμμένοντας στη νεκρανάσταση της πολιτικής της Ιεράς Συμμαχίας του 19ου αι. και της βελτιωμένης εκδοχής της Entente, εκατό χρόνια μετά.
Ο Κάλας, αφού διασαφηνίσει τι σημαίνει τραγική μοίρα γενικά για ένα έθνος, και ειδικά για την Ελλάδα μετά τον πόλεμο, συζητά τη μοίρα που της επιφυλάσσουν η θέση της στην περιοχή και οι σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις. Εν προκειμένω, αποδίδει το τραγικό αίσθημα σε όσες μικρές χώρες, στην πάλη τους να υπάρξουν, ύστερα από την παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αστάθειας που ακολούθησε τη ναζιστική κατοχή τους, κινδυνεύουν, με τα ξαφνικά γυρίσματα της τύχης, να χάσουν την εθνική τους κυριαρχία. Μπρος στο επικίνδυνο αυτό ενδεχόμενο, αναρωτιέται τι νόημα μπορεί να έχει η εθνική ύπαρξή τους, όταν θεωρείται εμπόδιο στη δημιουργία ενός ενιαίου Κόσμου (της εμπειρίκειας παγκόσμιας Συμπολιτείας), χωρίς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις, όπως τον οραματιζόταν ο Τoynbee.
Για τον Κάλας, το όραμα του Τoynbee, που αντέτασσε στον φυλετισμό το πνεύμα της δημοκρατίας και της αδελφότητας, παραμένει ανεδαφική χίμαιρα, όσο ανίσχυρα εθνικά κράτη, αντί της υποστήριξης των «μεγάλων αδελφών», δέχονται συνεχείς παρεμβάσεις ελέγχου στις εσωτερικές υποθέσεις τους, και είναι επομένως φυσικό να αντιστέκονται σε μιαν υπερεθνική τάξη, φασιστική, κομμουνιστική ή φιλελεύθερη. Για τον Κάλας, αυτός είναι και ο λόγος που η ζωή των μικρών λαών, υπό το φως των διεθνών εξελίξεων, αποκτά τραγικό νόημα όσον αφορά την εθνική ύπαρξή τους.
Αναφερόμενος στο αίσθημα της εθνικής τραγικότητας ειδικά των Ελλήνων, παραπέμπει στον Hermann Graf vin Kayserling, που εξήρε τον Ελληνικό κόσμο για τον σταθερό ρόλο του στην ανατολική Μεσόγειο, σε πνεύμα εκλογίκευσης των διαφορών, από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τον 20ό αι., εν αντιθέσει με τους Ρωμαίους. Ο Κάλας του καταλογίζει την συνήθη αδυναμία του αριστοκράτη ή του αστού, να συνυπολογίσει τους λόγους αρχής για τους οποίους η τραγικότητα αποκτά αναγκαστικά διαλεκτικό και διαφορικό χαρακτήρα, καθώς η σημασία της για τον λαό διαφέρει από τη σημασία που έχει για τις πολιτικές ελίτ, αφενός, και για τους νέους διανοούμενους, από την άλλη.
Για τον Κάλας, η σημασία της τραγικότητας για το λαό –που εκφράζει ο χορός στο αρχαίο δράμα– είναι συνυφασμένη με την δοκιμασία της αποστέρησης, ενώ η σημασία της για τη διανοούμενη νεολαία –που ενσαρκώνει ο Ορέστης ή ο Αμλετ– συνυφαίνεται με το πάθος, και, αντιθέτως, για τις πολιτικές ελίτ –στο ρόλο του Αγαμέμνονα ή του βασιλιά Ληρ– με τον πειρασμό της εξουσίας.
Με έμφαση στη δοκιμασία της αποστέρησης, εστιάζει στην παραγωγική δύναμη της Ελλάδας, και εμφατικά στην αγροτική της παραγωγή, πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που βάσει της απογραφής του πληθυσμού (1940), δεν εξασφάλιζε στοιχειώδη αυτάρκεια σε ένα λαό αφημένο, μεταπολεμικά, στην τύχη του, λόγω της κατεστραμμένης οικονομίας των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Το ίδιο ανεπαρκής ήταν και η ελαφρά βιομηχανία της, η μη ανταγωνιστική, στη διεθνή αγορά ή στην αγορά των Βαλκανίων.
Για τον Κάλας, «όταν ένα έθνος φτάνει σε κατάσταση επαιτείας ή πλήρους εξάρτησης από μια ξένη δύναμη που στοχεύει στο μονοπώληση του εμπορίου της, τότε παύει να παίζει έναν ιστορικό ρόλο: η ζωή του ως έθνους χάνει την πολιτισμική σημασία της και ενδέχεται να πάψει να προκαλεί το ενδιαφέρον των χωρών που κάνουν την Ιστορία. Αυτή είναι η τραγική κατάσταση της σημερινής Ελλάδας.» ( ό.π., σσ. 226-27). Ως μόνη διαφυγή, η μαζική εξέγερση του εξαντλημένου και πεινασμένου λαού θα είχε σαν αποτέλεσμα την μετάθεση της χώρας από τη δυτική στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, πράγμα που δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα τον απελευθέρωνε από το φόβο και από την έλλειψη που του υποσχέθηκε ο Ατλαντικός Χάρτης.
Για τον Κάλας, ο λαός, μετά τα Δεκεμβριανά, δεν ήξερε από ποιον να ζητήσει την υποστήριξή του. Από την άλλη, ο πειρασμός της εξουσίας καθιστούσε τη μοίρα του τραγικότερη, καθώς οι άρχουσες τάξεις στην Ελλάδα, που μετά το 1821, εμμονικά, αναμόχλευαν το απώτατο ένδοξο παρελθόν, μόνο μετά το 1922, απέκτησαν σχέση με την πραγματικότητα και το ενδιαφέρον για αλλαγές που υπαγόρευαν σειρά ιδεολογικών αναπροσαρμογών. Η παλινορθωμένη, στη συνέχεια, της μοναρχίας ως θεματοφύλακα του αντιμπολσεβικισμού στην Ευρώπη, οδήγησε τις δημοκρατικές δυνάμεις σε αντιφασιστική αντεπίθεση με συνθήματα του λαϊκού μετώπου. Πριν προλάβουν να σκεφτούν σοβαρά τις ιδεολογικές μικρότητες και των δυο πολιτικών στρατοπέδων, οι ‘Ελληνες ενεπλάκησαν στον πόλεμο και η πικρία που συνόδευσε το τέλος της χιτλερικής κατοχής τους θύμισε ότι η Ιστορία δεν δίνει σημασία σε τυχαίες επανεμφανίσεις γεγονότων που φλογίζουν τη φαντασία. Έτσι, το ζήτημα της εξουσίας τους αποκαλύφθηκε στην τρομερή του σκληρότητα. Με την άρχουσα τάξη να υπηρετεί συμφέροντα των ξένων δυνάμεων και την καταπίεση του λαού, εύκολα διέκρινε κανείς πολιτικές που πρόδιδαν τις εθνικές προσδοκίες, όχι όμως ποιες ήταν οι αληθινές εθνικές προσδοκίες.
Με τέτοιους όρους, διόλου περίεργο που λίγοι ιδεαλιστές θα ενέδιδαν στον πειρασμό να κυβερνήσουν τη χώρα (ό.π. σ. 230), μπρος στο φάσμα της πείνας, της τυραννίας και της συνεχούς αποψίλωσης της διανόησης. Το καταφύγιο όσων διψούσαν για πλούτο, ήταν οι ξένες χώρες, όσων για εξουσία, η ξένη προστασία, ενώ για όσους είχαν πάθος για επιστήμη και τέχνη, η λύση ήταν η μετανάστευση. «Περιορισμένος στη χρήση της εθνικής γλώσσας, ο Ελληνας συγγραφέας υποχρεώνεται να προσαρμοστεί στην τραγωδία της χώρας του. Και ενώ η λυρική ποίηση επιζεί εκφράζοντας την παγκόσμια ανάγκη επικοινωνίας, το μυθιστόρημα και το θέατρο, που εκφράζουν κοινωνίες υψηλού βαθμού ενσωμάτωσης, δεν μπορούν να ριζώσουν , σε μια χώρα τόσο ασταθή κοινωνικά και πολιτικά» (ό.π., σ. 230).
Για τον Κάλας, η μοίρα της Ελλάδας μετά τον πόλεμο, σε συνέχεια εκείνης των Εβραίων της διασποράς, έκανε να μη χωρούν στα σύνορά της υψηλά και μεγάλα οράματα. Στον ανταγωνιστικό από τότε και ασύμμετρο κόσμο, ο ρόλος των διανοούμενων μικρών χωρών ήταν να αρθούν πάνω από τις πολιτισμικές διαφορές και να εκφράσουν, με διορατικότητα και βάθος γνώσης, ανάγκες της πάσχουσας ανθρωπότητας.
Ο αναγνώστης, αναλογιζόμενος τι ουσιωδώς μας χωρίζει από αυτό το δοκίμιο, θα σκεφθεί την τρομακτική αύξηση μεγεθών που έμειναν ποιοτικά αναλλοίωτα, με την έλλειψη μέτρου να μαστίζει μονίμως την ανθρωπότητα.

*Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: