27/6/21

Τουρκικός «απο-εκδυτικισμός»

Κατερίνα Σαμαρά, “Είμαι γεμάτη στΟργή”, 2021

Του Ηλία Κολοβού*

ΤΖΕΝΓΚΙΖ ΑΚΤΑΡ, Το τουρκικό άχθος, μτφρ.: Τίνα Πλυτά, εκδόσεις Επίμετρο, σελ. 95

Ο Τζενγκίζ Ακτάρ είναι ένας σημαντικός Τούρκος πολιτικός επιστήμονας, που έχει εργαστεί στο παρελθόν για τον ΟΗΕ και την Ε.Ε. και αρθρογραφεί στους Financial Times, στον Monde και τη Libération. Τα τελευταία χρόνια, υπό διωγμό από την κυβέρνηση του Ερντογάν στην Τουρκία, επέλεξε να ζήσει στην Ελλάδα, μεταξύ Αθήνας και Λέρου. «Φεύγουμε κυνηγημένοι από την Τουρκία όπως οι μη μουσουλμάνοι πριν 100 χρόνια», έχει δηλώσει σε μια παλαιότερη συνέντευξή του. Σε μια σειρά συζητήσεων που είχαμε οργανώσει σε συνεργασία με το ΕΑΠ και τα ΑΣΚΙ, το 2019, με τίτλο «Tο τσαντίρι του Πλάτωνα», επιχειρώντας να φέρουμε μαζί Τούρκους, Κούρδους, Αρμένιους, Ρωμιούς της Πόλης κ.ά., που ζούσαν στην Αθήνα, ο Τζενγκίζ Ακτάρ μας είχε μιλήσει για το νέο του βιβλίο, το οποίο μόλις δημοσιεύτηκε στα ελληνικά, με τον τίτλο Το τουρκικό άχθος.
Σε ένα ευσύνοπτο δοκίμιο 95 σελίδων, ο Ακτάρ διατρέχει την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της σύγχρονης Τουρκίας για να μελετήσει τη μεταβαλλόμενη σχέση της με τη δυτική Ευρώπη. Σε αντίθεση με την εργαλειακή χρήση του οθωμανικού παρελθόντος από το πολιτικό Ισλάμ, ο Ακτάρ επισημαίνει ότι οι σουλτάνοι δημιούργησαν μια αυτοκρατορία τοποθετώντας τη θρησκεία σε δεύτερο πλάνο. Ο Μεχμέτ ο Πορθητής, «ένας κατακτητής συνεπαρμένος από την κατάκτησή του», που έβαζε να του διαβάζουν τη μετάφραση του Αρριανού για τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και είχε παραγγείλει στον Μπελλίνι να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του στην αναγεννησιακή Βενετία (παρά την ισλαμική απαγόρευση των αναπαραστάσεων), κυβέρνησε με μια ετερογένεια αντίστοιχη της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εγκαθιστώντας στην Κωνσταντινούπολη Πατριάρχες για τους Ελληνορθοδόξους και τους Αρμενίους. Την ίδια στιγμή, η δυτική Ευρώπη ξεκινούσε, στο πλαίσιο του οριενταλισμού, να εξορίζει από την επιστημονική εξέλιξη τη συμβολή των Αράβων, του Ισλάμ και των Εβραίων, οι οποίοι μάλιστα εκδιώχθηκαν συστηματικά από την Ευρώπη και βρήκαν καταφύγιο στις μεγάλες οθωμανικές πόλεις, με πρώτη τη Θεσσαλονίκη.
Ο Ακτάρ τοποθετεί τη μεγάλη τομή στην ιστορία της Αυτοκρατορίας στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν μετά από την αποτυχία έξω από τα τείχη της Βιέννης το 1683, η οθωμανική ελίτ, που μέχρι τότε περιφρονούσε τους Δυτικοευρωπαίους, αναγκάζεται να στραφεί οικειοθελώς στον εκδυτικισμό. Κομβικό σημείο αποτελούν οι Μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) που εξαγγέλθηκαν το 1839, για τις οποίες ο φιλόσοφος του θετικισμού Ωγκύστ Κοντ είπε: «Ορίστε που έφτασε επιτέλους στη γη του Ισλάμ η θετική θρησκεία». Για τις οθωμανικές ελίτ το Ισλάμ θεωρήθηκε η πηγή των κακών που εξασθένιζαν το κράτος. Σε συνέχεια, ο Κεμάλ Ατατούρκ θα θέσει στο περιθώριο, στη σύγχρονη πλέον Τουρκία, τη θρησκεία, όπου αυτή εκδηλωνόταν, με πιο χαρακτηριστική την αντικατάσταση του ιερού αραβικού αλφαβήτου με το λατινικό.
Μετά τη δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923, η ισλαμική θρησκεία παρέμεινε εντούτοις ως ο μόνος πραγματικός συνεκτικός ιστός για το νέο τουρκικό έθνος που επιβλήθηκε «με το ζόρι» στα δεκατρία εκατομμύρια μουσουλμάνων κατοίκων της, με ποικίλη εθνοτική προέλευση. Για τον λόγο αυτό, μότο της Τουρκικής Δημοκρατίας έγινε η φράση «Ευτυχής όποιος αποκαλεί τον εαυτό του Τούρκο!» (αν υπήρχε η βεβαιότητα της τουρκικής ταυτότητας, δεν θα υπήρχε η ανάγκη να αναγράφεται παντού αυτή τη φράση). Ο αποκλεισμός των μη μουσουλμάνων, που αποτελούσαν συστατικό στοιχείο της πληθυντικής οθωμανικής κοινωνίας, από το σώμα του νέου τουρκικού έθνους, εκτελέστηκε με το μεγάλο έγκλημα της γενοκτονίας των Αρμενίων και μιας σειράς εθνοτικο-θρησκευτικών εκκαθαρίσεων όλων των μη μουσουλμάνων από το 1894 έως το 1924. Για τον Ακτάρ, ο οποίος είχε τολμήσει παλαιότερα μια δημόσια εκστρατεία στην Τουρκία για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, η γενοκτονία και οι εκκαθαρίσεις αποτελούν «ένα από τα κρυμμένα στίγματα» της τουρκικής ψυχής, που δηλητηριάζουν την τουρκική κοινωνία μέχρι σήμερα. «Ίσως», γράφει, «είναι το ανάθεμα των γυναικών και των ανδρών που στερήθηκαν την ταφή και την προσευχή, εκείνων των άοπλων Αρμενίων που χάθηκαν στη γη μας».
Για τους προοδευτικούς Τούρκους διανοούμενους, όπως ο Ακτάρ, η υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη στην Ε.Ε. αποτελούσε μια ελπίδα για να διαρραγεί ο μονολιθικός τουρκικός εθνικισμός και η επιτήρηση της πολιτικής από τον στρατό, «με τη μύηση στη δημοκρατία μέσω της παιδαγωγικής της υποψηφιότητας για την Ένωση». Η διαδικασία αυτή κατέρρευσε. Το AKP του Ερντογάν απέστρεψε τελικά το βλέμμα του από την Ε.Ε., κατευθύνοντάς το προς έναν μάλλον φαντασιακό μουσουλμανικό/τουρκικό και «νεο-οθωμανικό» κόσμο, ίσως, θα προσέθετα, και υπό τον φόβο ακριβώς ότι η «μύηση στη δημοκρατία» θα αμφισβητούσε τη νομή της εξουσίας των ελίτ. Για τον Ακτάρ, και εδώ βρίσκεται μια από τις σημαντικότερες θέσεις του βιβλίου, η ευθύνη μοιράζεται και στην Ε.Ε., και ιδιαίτερα στην σταυροφορία του συντηρητικού Γάλλου πρώην προέδρου Νικολά Σαρκοζί εναντίον της τουρκικής υποψηφιότητας. Σύμφωνα με τον Ακτάρ, «εάν η Ευρώπη είχε κατορθώσει να κατανικήσει τις προγονικές της επιφυλάξεις απέναντι σε μια ευρωπαϊκή Τουρκία και είχε αποφασίσει να περάσει από το 2002 στην τελική φάση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Τουρκία δεν θα βρισκόταν εδώ που βρίσκεται σήμερα, κάτω από τον ζυγό ενός αχαλίνωτου πολιτικού Ισλάμ».
Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στη σημερινή Τουρκία, σε μια διαδικασία που ο Ακτάρ ονομάζει «αποεκδυτικισμό» και είναι εξαιρετικά αξιοσημείωτες, αν σκεφτεί κανείς ότι γράφονται από έναν Τούρκο πολιτικό επιστήμονα που καταγγέλλει το καθεστώς του Ερντογάν ως «ολοκληρωτικό». Ο Ακτάρ απαριθμεί έναν μακρύ κατάλογο ενεργειών του καθεστώτος, κυρίως μετά από το «εξαιρετικά σκοτεινό» πραξικόπημα που επιχειρήθηκε το 2016: αντικατάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος από ένα υπερ-προεδρικό, έλεγχος της δικαιοσύνης, αδιαφάνεια στα οικονομικά, ισλαμοποίηση της εκπαίδευσης με την εισαγωγή θεωριών δημιουργισμού, κατάργηση της αυτονομίας των πανεπιστημίων, «κυνήγι μαγισσών», 300.000 φυλακισμένοι, αλλά και «αγάπη για το μπετόν» και κυριολεκτικός εξοπλισμός της κοινωνίας: «Η τουρκική κοινωνία είναι οπλισμένη ώς τα δόντια, με δύο στους τρεις ενήλικους άνδρες να έχουν ένα πυροβόλο όπλο, πολύ συχνά χωρίς άδεια». Η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας της Τουρκίας έχει εμπεδωθεί εξάλλου από το 1984, με τον πόλεμο εναντίον των Κούρδων ανταρτών.
Θα πρέπει στην Ελλάδα να αξιολογήσουμε αυτή την πολεμοχαρή Τουρκία, που εξαπλώνεται από το εσωτερικό στο εξωτερικό, κυρίως στη βόρεια Συρία, με τη χρήση και μισθοφόρων τζιχαντιστών, εναντίον των Κούρδων. Ο Ακτάρ δεν είναι αισιόδοξος. Φέτος εμείς γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και σε δύο χρόνια η Τουρκία θα γιορτάσει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της, μετά από έναν πόλεμο με τους Έλληνες. Οι δύο εορτασμοί θα μπορούσαν να είναι μια αφορμή για να αναστοχαστούμε και στις δύο πλευρές του Αιγαίου για το παρελθόν, με κριτική διάθεση, ίσως και να το αφήσουμε πίσω μας για χάρη ενός καλύτερου παρόντος. Με συνομιλητές από την Τουρκία όπως ο Ακτάρ, μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε να είναι εφικτή. Ας ελπίσουμε, στη ζοφερή κατάσταση που βρίσκεται η Τουρκία σήμερα, και η οποία προκαλεί, όπως έδειξε και το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, «δυσφορία» στην Ευρώπη (ίσως αυτή θα ήταν μια πιο εύληπτη μεταφραστική επιλογή για τον τίτλο, αντί της λέξης «άχθος»), οι εορτασμοί να μην εξωκείλουν σε εθνικιστικά παραληρήματα ή, πολύ χειρότερα, σε άλλες περιπέτειες.

* Ο Ηλίας Κολοβός διδάσκει Οθωμανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: