9/5/21

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

(1945-2021)

Του Κώστα Βούλγαρη

Τα παγωμένα κύματα των σεντονιών
κρατούν το σχήμα τους ανέπαφο
στης ανάσας τα ελάχιστα σκιρτήματα.
Σαν εντελώς ν’ αδιαφορούν για το ναυάγιο
σώμα που σκεπάζουνε...

Μετά από μακρά πάλη με τον καρκίνο, ο Κώστας Παπαγεωργίου μας άφησε χρόνους, πλήρης έργου και ζωής, δικαιωμένος για τη διαδρομή του, χωρίς «εκκρεμότητες» και απωθημένα. Την τελευταία φορά που ήπιαμε έναν από τους τακτικούς καφέδες μας, στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου, αυτό ακριβώς μου είπε, έτσι ακριβώς ένιωθε. Μέχρι τέλους ενεργός, να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και να γράφει, έστω και λιγότερο τους τελευταίους μήνες. Χωρίς το άγχος να «προσθέσει» στο πραγματωμένο έργο του, χωρίς την αίσθηση του «αδικαίωτου», χωρίς δηλαδή να τον κατατρέχουν οι συνήθεις νευρώσεις λογίων και καλλιτεχνών. Δεν ξέρω πόσοι άλλοι είχαν, και θα έχουν, αυτή την τύχη, δηλαδή αυτή την αίσθηση πληρότητας ζωής.
Πάντα χαμηλόφωνος και διακριτικός, συχνά, συχνότατα, υπαινικτικός, ακριβώς γιατί ήταν σίγουρος για τον εαυτό του και το έργο του, ακριβώς γιατί ήξερε ότι οι φωνασκίες και οι πόζες δεν παράγουν τίποτα, απλώς προδίδουν την ανασφάλεια και την αμηχανία. Αντίστοιχα, ήταν σταθερά ενταγμένος στην ανανεωτική αριστερά, χωρίς να το προβάλλει ή να διεκδικεί τίποτα, αλλά και χωρίς αμφιταλαντεύσεις.
Επί 19 χρόνια συνεργαστήκαμε αρμονικά εδώ στις «Αναγνώσεις». Ποτέ δεν μου πρότεινε κείμενο για κάποιο βιβλίο, που να με φέρει σε δύσκολη θέση. Σεβόταν την ποιότητα των σελίδων, των οποίων ήταν συνδημιουργός. Ποτέ δεν του πρότεινα να γράψει για κάποιο βιβλίο που δεν του πήγαινε. Παρ’ ότι προσηνής και άνετος, δεν χαριζόταν γράφοντας κριτική. Πάνω απ’ όλα όμως, αυτά τα 19 χρόνια είχα πάντα την ασφάλεια μιας δεύτερης ματιάς, της δικιάς του, πάνω στην τρέχουσα, ποιητική κυρίως παραγωγή. Γιατί εκεί που κρίνεται ο συγχρονικός κριτικός, όπως και τα λογοτεχνικά περιοδικά και τα ένθετα βιβλίου, είναι στο αν είδαν τα όσα σημαντικά συνέβησαν στη λογοτεχνία του καιρού τους. Αλλιώς, τα τρώει το μαύρο σκοτάδι της γραμματολογίας, δεν εγγράφονται στο κριτικό, εν τέλει στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι.
Αλλά η κριτική πλευρά του Παπαγεωργίου δεν εξαντλείται στη συγχρονική κριτική. Έγραψε πλήθος διεισδυτικών κριτικών δοκιμών, ενώ μας άφησε και μια σειρά τόμους ανθολογημένης ποίησης, μέσα από τους οποίους ανατέμνει ολόκληρη την ποιητική παράδοση.
Αλλά όλες οι προηγούμενες πλευρές του Παπαγεωργίου, μαζί και αυτή της έκδοσης και διεύθυνσης λογοτεχνικών περιοδικών, τελικά συνοψίζονται στην ποιητική του ιδιότητα, στην οποία εγγράφεται επιπλέον και το πεζογραφικό του έργο.
Ως ποιητής, ο Παπαγεωργίου είχε την εξυπνάδα, δηλαδή το ταλέντο, ταλέντο ακραιφνώς καλλιτεχνικό, να διακρίνει ποιες από τις εκδοχές του μοντερνισμού παραμένουν γόνιμες στην εποχή του. Και όντως, η επιλογή του ήταν διορατική: σουρεαλισμός και εξπρεσιονισμός. Η συνειρμική δομή του λόγου, και το εξπρεσιονιστικά επεξεργασμένο ύφος του λόγου. Ας ανοίξουμε το πλάνο, και ας δούμε τη σύνολη διαδρομή του δυτικού μοντερνισμού: αυτές οι δύο εκδοχές του υπήρξαν οι πιο γόνιμες και ανθεκτικές, αλλά ταυτόχρονα υπήρξαν οι δρόμοι ακόμα και για την υπέρβαση του μοντερνιστικού ορίζοντα στις μέρες μας.
Στις τελευταίες ποιητικές συλλογές του Παπαγεωργίου, όπου συντελείται η διαύγαση του αισθητικού προτάγματός του, η διαύγαση όλης της διαδρομής του –κριτικής, ποιητικής, πεζογραφικής– βλέπουμε την απόσταση που έχει διανύσει από τις αφετηρίες του, με τη συνειρμική γραφή να δίνει τη θέση της στην αλυσιδωτή διαδοχή των λέξεων ενός συνεχούς, τη μετατόπιση από το πεδίο της έκφρασης των συναισθημάτων και της υπονόμευσης της ορθολογικής σκέψης, σε εκείνο της πολυφωνικότητας και της διαλογικότητας του κειμένου. Είναι η μετάβαση από τον θρυμματισμένο αλλά πάντως ομοιογενή λόγο, στον μη ολοποιητικό λόγο, αφού τώρα τα μέρη του υφίστανται αυτόνομα, συλλειτουργούν παράλληλα, το καθένα με τη δικιά του φωνή και το δικό του νοηματικό φορτίο, πλην όμως κανένα τους δεν διαθέτει εκείνη την αυτάρκεια, που θα το καθιστούσε ανεξάρτητη νησίδα, εν τέλει ένα τυπικό, δηλαδή συμβατικό ποίημα.
Αυτό λοιπόν που κομίζει εις ποίησιν ο Παπαγεωργίου είναι μια συστηματική υπέρβαση του ορίζοντα της πρωτοπορίας του μοντερνισμού. Το ποίημα δεν οργανώνεται με κέντρο τον ποιητή και τη φωνή του, δεν εκπορεύεται ως αλήθεια, ως νόημα, ως συναίσθημα, ως ολοκλήρωμα. Αποτελείται από μέρη ανομοιογενή, ακόμα και ασύμβατα, που δεν συνθέτουν ένα αδιάσπαστο όλον, αλλά συνυπάρχουν, με εντάσεις και εμφανείς μεταξύ τους διαφορές. Έτσι το ποίημα παραμένει ανοιχτό, και επιτελεστικά λειτουργικό. Η εξπρεσιονιστική βιαιότητα, επί της μορφής, καταλάγιασε, ως εμπεδωμένη, νηφάλια, ασυνέχεια της δομής. Μιλάμε, προφανώς, για έναν απολύτως σύγχρονο ποιητή. Μιλάμε για μια άξια και ολοκληρωμένη πνευματική προσωπικότητα, που θα μας λείψει πολύ.

Στήβεν Αντωνάκος, Untitled drawing (ΜΑ #2) Berlin, 1980, χρωματιστό μολύβι σε περγαμηνή με τομή, 43 x 35,50 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: