Στον Κώστα Βάρναλη
σε παλάτι βασιλιά-
του χρυσού μου η λαμπηδόνα
θέριζε όλων τη μιλιά.
Των αψίδων η πορφύρα
που κυμάτιζε βαριά
και της θάλασσας τα μύρα
μου δροσίζαν τη θωριά.
Τρυφηλά στ’ ανάκλιντρό μου
τέρψης μ’ έσκεπε ουρανός,
που δε σκίαζε με τρόμου
προμηνύματα οιωνός.
Κι έπινα κρασί της Σάμου
σε ποτήρι σκαλιστό
γέρνοντας στη φοίνισσά μου,
πού ‘χα ταίρι μου πιστό.
Όμως μια πνοή (λες, μοίρα,
του Θεού βουλή κρυφή;)
μ’ έγδυσε από την πορφύρα
κι απ’ των όλβων την τρυφή.
Τη λαμπρή μου την τιάρα
κάτω πέταξαν στη γη-
τώρα μόνο μια κιθάρα
μού γιατρεύει την πληγή.
Μ’ έσυρε στο θρίαμβό του
ο τρανός μου νικητής
σάμπως λάφυρο ακριβό του
και στολίδι της γιορτής.
Έρμαιο μιας ξένης γνώμης
με τα χέρια μου δετά
στον ταγό της Νέας Ρώμης
με κουβάλησαν μπροστά.
Μπρος στον πέτρινό του θρόνο,
στα χρυσάφια τα λαμπρά,
μοναχά τα λόγια αρθρώνω
του Εκκλησιαστή πικρά.
Κι έπειτα ξεσπώ σε γέλια,
που τραντάζουν το κορμί-
δε με νοιάζει η υποτέλεια
της σκλαβιάς μου κι οι καημοί.
Κι από τότε ως βλέπω μπρος μου
-κι ας με παίρνουν για τρελό-
τη μωρία αυτού του κόσμου
ακατάπαυστα γελώ.
Γιώργος Βαρθαλίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου