ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, Καππαδόκες, Εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 59
Οι αισθήσεις –ειδικότερα η όραση– επιτελούν σημαντική λειτουργία στην πρόσφατη συλλογή Καππαδόκες της Βερονίκης Δαλακούρα. Οι οπτικές εικόνες δημιουργούν μια χαρακτηριστική εικονογραφία, η οποία αποκαλύπτει έναν τόπο της ψυχής. Ένα οροπέδιο, μια τοποθεσία κοντά στη θάλασσα, η μισοκρυμμένη στέγη ενός σπιτιού, αποτελούν αρχέτυπα, κατάλοιπα μιας προγονικής μνήμης. Τα στοιχειώδη σχήματα τα οποία απαρτίζουν αυτή την ουτοπία περιβάλλονται συχνά από αχνά περιγράμματα, αντικατοπτρισμούς και σκιές. Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο μια διττή πραγματικότητα, η εικόνα και το είδωλό της που εναλλάσσονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Οι πρώτες λέξεις άλλωστε της συλλογής, «πόσα μάτια θα ξεπηδήσουν» δηλώνει την εξέλιξη του οράματος, το οποίο στοιχειώνει τον ποιητικό αφηγητή. Η σκοτεινή του ματιά μπορεί να αντικρύσει (αντί για την ουτοπία) μια δυστοπία, είναι όμως γεγονός ότι πίσω της κρύβεται μια αιώνια μορφή.
Η έντονη εικονοποιία αποτελεί χαρακτηριστικό του έργου της ποιήτριας ήδη από το πρώτο της βιβλίο (Ποίηση ’67-72: 1972) μέχρι σήμερα (σε ένδεκα τίτλους). Ο τόπος από τον οποίο προκύπτει το ποίημα έχει κάποτε έντονα τα σημάδια φθοράς και παρακμής (Καρναβαλιστής: 2011) ή αναπάντεχων συναντήσεων (Ένα απόγευμα η ομίχλη: 2018). Το ποιητικό υποκείμενο αμφιταλαντεύεται. «Έχουμε τόσα να σκεφθούμε, μοναχικοί όχι, μα σιωπηλοί σ’ αυτόν τον λάκκο της ζωής απ’ όπου ξεπηδά το αιώνιο». Τα πρόσωπα και τα προσωπεία («Πρόσωπα», «Μάσκες») παρουσιάζονται σε ποιητικά πεζά και περιγράφουν τη διελκυστίνδα ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο μύθος και η παραβολή. Η προσωπική μυθολογία εκφράζεται με μεταφορές, παρομοιώσεις και υπερβολές υπερρεαλιστικής προέλευσης: α) Νεκρός τώρα τις φλέβες των φύλλων χαράζει με μαχαίρι εργαλείο σε επιδέξια δάκτυλα από μολύβι χυμένο σε καλούπι ηρωικό, τον χρόνο και β) Η λέξη σώμα ακόμη τον παιδεύει και κάπου εκεί «‘Άκουσε, ω ξημέρωμα, γυρίζοντας από τις ρίζες τα κυκλάμινα, τον γδούπο άστεγης ψυχής!» Τα ποιητικά προσωπεία περιγράφουν στις λεπτές τους αποχρώσεις τα μύχια της ανθρώπινης συνείδησης.
Και ο έρωτας, σταθερό θέμα στην ποίηση της Δαλακούρα, πού βρίσκεται ακριβώς; Εντοπίζεται στους ομώνυμους τίτλους των βιβλίων της (Η παρακμή του έρωτα: 1976 και Μέρες Ηδονής: 1990, ενώ μεταμφιέζεται στο Παιχνίδι του τέλους: 1988). Διατρέχει το έργο της ως κοσμική δύναμη (φιλότης) και διαχέεται στις ανθρώπινες σχέσεις με αυξανόμενο ρυθμό (Άγρια αγγελική φωτιά: 1997). Ασφαλώς υπάρχει ακόμα σαν μια «χώρα άγνωστη του κωνικού πλανήτη» ή σαν μια χώρα άπειρων δυνατοτήτων και συνδυασμών. Κάποτε όμως ακυρώνεται - «έρωτας δεν». Κυριαρχεί πάντοτε σαν μια κοσμική δύναμη που ελκύει τα κόκαλα, τα δάχτυλα, τις αρθρώσεις, τα γεγυμνωμένα οστά των εραστών. Η οραματική εικόνα οδηγεί συχνά σε ένα παιχνίδι έξω από τον τόπο και τον χρόνο. Ο αναγνώστης ανακαλεί το απόσπασμα από τις Μέρες Ηδονής. «Κάποιος πέθανε. Και ενώ όλα είχαν ετοιμαστεί για την ταφή, συνέβη κάτι εξαιρετικό: ο νεκρός άρχισε να κινείται».
Η αντίθεση ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα (και αντίστροφα) καταλήγει στην ειρωνεία. Στοιχεία της είναι η φάρσα, η μάσκα, το νευρόσπαστο, ο αρλεκίνος. Η ειρωνεία διασπάται στη μαγεία, την ασέλγεια, την αλχημεία και βασίζεται στην πλάνη, όπως κάνει ο «ραβδοσκόπος που/ μόνο σε θάλασσα πλανιέται γιατί/ τo οροπέδιο ξεχάστηκε». Το προσωπείο συνδέεται με την ύλη και την απόσβεση της προσωπικότητας. «Η αλήθεια δεν είναι η δική σας αλήθεια η αλήθεια/δεν είναι δική σας/ η δική σας αλήθεια είναι η αλήθεια/ της πολύχρωμης μάσκας».
Η αποστασιοποίηση δημιουργεί ένα τοπίο υπερβατικό, μια αντανάκλαση, έναν αντικατοπτρισμό. Είναι η Άνω Πόλη, η Άνω Καππαδοκία, η Πολιτεία του Πλάτωνα. Ποια είναι ωστόσο η πραγματικότητα, η εικόνα ή η ιδέα; Η εικόνα περιγράφεται με τόση πειστικότητα ώστε δεν μπορεί παρά να είναι αληθινή. Οι άνθρωποι εξίσου διχάζονται – διακρίνονται σε εμπόρους και αγανακτισμένους αγίους. Ανάμεσα στα δύο επίπεδα βρίσκονται οι Καππαδόκες – οι ομοϊδεάτες, οι μυημένοι, οι γνώστες ή έστω οι μαθητές («Έτερος Καππαδόκης», σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο). Το θέμα είναι ότι όλα εμφανίζονται «εις διπλούν», όπως στους πίνακες του De Chirico και της μεταφυσικής ζωγραφικής.
Η σκιά στην Πλατεία της λογικής η όψη των περιπατητών.
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής υπενθυμίζει την ευλογία της γης σε μια πόλη στεγνή. Και όλα καταλήγουν στη «σιωπή»! Και ο έρωτας; Το ερώτημα παραμένει ανοικτό.
*Η Στυλιανή Παντελιά είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου