18/4/21

Σπάζοντας βιτρίνες

Της Κωστούλας Μάκη*

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ, Αυτός που έσπασε τις βιτρίνες. Γιώργης Ζάρκος 54 ημέρες εγκλεισμού στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών, εκδόσεις Άγρα, σελ. 136

Στο βιβλίο του Δημήτρη Γ. Υφαντή αρθρώνεται τεκμηριωμένα και συνθετικά ο αντίκτυπος που έχει στο σήμερα η προσωπική, πολιτική και λογοτεχνική δίωξη του Γιώργη Ζάρκου στην ταραγμένη πολιτική και κοινωνική δεκαετία του 1930. Ερευνώνται, μέσα από το προσωπικό αρχείο του φακέλου του στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, οι σχετικοί προβληματισμοί ως προς τις συνέπειες του ακούσιου, σκοτεινού εγκλεισμού του στο σήμερα, 89 χρόνια μετά. Αρχές της δεκαετίας του 1930 ο λογοτέχνης Γιώργης Ζάρκος σπάει τρεις φορές συνειδητά, σχεδόν τελετουργικά, τις βιτρίνες του εκδοτικού οίκου «Πυρσός», επειδή δημοσίευσαν ένα κείμενό του με άλλο όνομα, πράξη λογοκλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, αρνούμενοι να επιστρέψουν το χειρόγραφο του. Από το σημείο αυτό, ξεκινά ένας ανελέητος κύκλος διώξεων του Ζάρκου με τη σύμπραξη του εκδοτικού οίκου, της γενικής ασφάλειας, της εισαγγελίας και του ψυχιατρείου. Η άρνηση του Ζάρκου να συμβιβαστεί με τις διώξεις και τις πανταχόθεν συκοφαντίες και οι διαρκείς προσπάθειες να υποστηρίξει τον δίκαιο αγώνα του, καταγγέλλοντας όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, τον οδηγούν στη φυλακή Συγγρού και στη συνέχεια στο Δαφνί. Η επιλογή του να μη μείνει σιωπηλός και ο ρηξικέλευθος λόγος του τον κατηγοριοποιούν ως «τρελό». Ο ίδιος, στα Ζωντανά πτώματα, γράφει: «κάθε ανησυχία του νου και της ψυχής για κάτι που θέλει να κάνει ένας άνθρωπος, η ψυχιατρική επιστήμη το λέει τρέλα». Στις 54 μέρες που πέρασε στο ψυχιατρείο-«ξεμπερδευτήριο», παρουσιάζει τους ψυχιάτρους ως αυτούς που εφαρμόζουνε την «φακιρική τέχνη», βαφτίζοντας «τρέλα» τη στενοχώρια και τα ανθρώπινα αδιέξοδα. Οι νοσοκόμοι στο ίδρυμα διαδραματίζουν τον ρόλο των «τρελοδαμαστών», δένοντας τους ασθενείς με αλυσίδες, αφήνοντάς τους στο κρύο, χτυπώντας τους τιμωρητικά με δερμάτινες ζώνες. Ο Ζάρκος στηλιτεύει την απουσία κάθε ανθρωπιάς και θεραπευτικής προσέγγισης, περιγράφοντας λεπτομερώς το ψυχιατρείο ως ένα ατέλειωτο «σκατοκομείο» και τόπο άγριων βασανιστηρίων, με τους ασθενείς να κάνουν βούτες με το ψωμί στα ούρα και τα περιττώματα. Ο Ζάρκος «εκδικείται» τους διώκτες του, κατασκευάζοντας λογοτεχνικά το αληθινό πορτραίτο των ψυχιατρικών ιδρυμάτων ως τιμωρητικών χώρων κοινωνικής αποπομπής. Ο Κώστας Βάρναλης τον αναγνωρίζει ως τον πρώτο που «κατόρθωσε να συλλάβει όλο το τραγικό νόημα της κοινωνικής αδικίας και απανθρωπιάς και με τους πίνακες που μας ζωγράφισε, έχει χαρίσει στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα ολότελα καινούργιο και πρωτότυπο ρίγος».
Με ντοκουμέντα και πολιτικό κριτικό λόγο, ο Υφαντής, κοινωνιολόγος με πολυετή εμπειρία, επαναφέρει το έργο και την προσωπικότητα του Ζάρκου από την αφάνεια, ενώ παράλληλα περιγράφει τους μηχανισμούς συμμόρφωσης της εποχής, τη συμπλοκή και τη σχέση που αναπτύσσουν με το σκοταδιστικό κλίμα της εποχής.
Χωρίς μελοδραματισμούς, ο Υφαντής αναδεικνύει την επίμονη αγωνιστικότητα του συγγραφέα και παράλληλα επιτυγχάνει να καταδείξει το πολιτικό στο προσωπικό, καθώς και τη σύζευξη κάθε θεσμικής καταστολής με το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο. Στο βιβλίο, που λειτουργεί ως εργαλείο αποκάλυψης της βαναυσότητας, επισημαίνεται ότι τίποτα δε γλιτώνει από το σαρδόνιο μαύρο χιούμορ του Ζάρκου. Στους 5 λίβελους καθώς και στα βιβλία που έγραψε για το ψυχιατρείο ο Ζάρκος, με διαύγεια και οξύτητα οικειοποιείται την ταμπέλα του τρελού για να την ανατρέψει, καταγγέλλοντας την τρέλα της εξουσίας και του φασισμού. Η περίπτωση του Ζάρκου θεωρείται πως είναι η πλέον χαρακτηριστική ψυχιατρικού εγκλεισμού για πολιτικούς λόγους, με την αγαστή συνεργασία όλων των αρχών. Γι’ αυτό η δημοσιοποίηση της εμπειρίας του Ζάρκου στο Δημόσιο Ψυχιατρείο εντάσσεται στην αίσθηση πολιτικής ευθύνης του Ζάρκου να πληροφορήσει εγκαίρως την κοινωνία «για το τι κρυβόταν πίσω από τη βιτρίνα του ψυχιατρείου» (σ. 65), πολύ πριν ξεκινήσει το κίνημα της αντιψυχιατρικής και η καταγραφή στην ακαδημαϊκή κοινότητα των μηχανισμών εξόντωσης στα ψυχιατρεία και τη μικροφυσική της εξουσίας, όπως την αποτύπωσε ο Φουκώ στο έργο του.
«Συμβολικά, όμως, με τις απόψεις, τα κείμενα και τη δράση του, έσπασε πολλές ακόμη ‘βιτρίνες’, όπως αυτές του ακαδημαϊσμού, της εξουσίας, της Δικαιοσύνης, των διωκτικών αρχών, των κομμάτων, των πολιτικών, του Τύπου, της Εκκλησίας, της φυλακής και βεβαίως του ψυχιατρείου» (σ. 13).
Ο Ζάρκος ως κομμουνιστής εξορίστηκε εφτά χρόνια στη μεταξική δικτατορία στην Ανάφη. Μεταφραστής ξενόγλωσσης ποίησης, χρήστης της φωνητικής γραφής, λογοτέχνης με βιτριολική καυστικότητα απέναντι σε κάθε είδους εξουσία, δε δίστασε στιγμή να σαρκάζει διαρκώς τον άκρατο συντηρητισμό σε κάθε θεσμικό οργανισμό, αλλά και τη δήθεν προοδευτική διανόηση καθώς και τις καθηλώσεις του κομμουνιστικού κόμματος. Για τους λόγους αυτούς λοιδορήθηκε και από το ΚΚΕ που τον περιθωριοποίησε, αντιμετωπίζοντάς τον ως αιρετικό και γραφικό. Ο Ζάρκος, όμως, παρέμεινε ιδεολογικά συνεπής σε όσα πίστευε. O φίλος του ποιητής Θωμάς Γκόρπας διεισδύει στη γλωσσική απεραντότητα του Ζάρκου και καταθέτει: «Στα χρόνια του 1950 […] ο Ζάρκος μοναχικός χωρίς να χρειάζεται τίποτε, ήταν καφενόβιος και ταβερνόβιος αλλά και ακούραστος περιπατητής, φτωχός, κουρασμένος, είρων, χιουμορίστας, απαρηγόρητος κομμουνιστής, σοφός, ωραίος – όλα αυτά πολύ».
Η κρίση του μεσοπολέμου: πτώση της κυβέρνησης Τσαλδάρη, κυβέρνηση Βενιζέλου, κίνημα Πλαστήρα, δικτατορία του Μεταξά συνομιλεί και επικαιροποιεί τις κρίσεις του σήμερα: την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού παγκόσμια, τις πολιτικές διώξεις στους πανδημικούς καιρούς, τη νέα κρίση στα ψυχιατρεία, την αστυνομοκρατία και κάθε έκφραση της βιοπολιτικής που αγγίζει ακόμα και τις λογοτεχνικές συντεχνίες. Αποδεικνύεται, έτσι, αυτό που επισημαίνει και ο Υφαντής: ότι οι συμβολικές βιτρίνες του πραγματικού δεν σπάνε πλέον τόσο εύκολα.
Το παράδειγμα του Ζάρκου, ωστόσο, σηματοδοτεί τη δυνατότητα επιλογής για το πώς ο καθένας θα αντιδράσει στις κρίσεις του σήμερα, αλλά και τις μελλοντικές. Το έργο του παραμένει ακόμα σχεδόν στην αφάνεια και είναι ανάγκη να ανακαλυφθεί ξανά.

*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Νίκος Παπαδόπουλος, Άτιτλο, 2020, μολύβι και μελάνι σε  χαρτί, 24 x 17 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: