Της Κωστούλας Μάκη*
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΚΟΤΣΗΣ, Το γυναίκειο σώμα στα δημοτικά τραγούδια, εκδόσεις Opportuna, Πάτρα, σελ. 167
Η ομορφιά είναι ένα πράγμα τρομερό[1]. Αυτή η διαπίστωση επανέρχονταν διαρκώς στην ανάγνωση του βιβλίου του Κωνσταντίνου Γκότση. Σε κάθε αναγνωστικό στιγμιότυπο η φράση αυτή έπαιρνε διαφορετική σημασία, περιλαμβάνοντας σωρεία αναφορών ως προς τις έμφυλες προστριβές στον τόπο και τον χρόνο, τις πολιτικές κατασκευές της ομορφιάς του γυναικείου σώματος στο δημοτικό τραγούδι, τις αλλαγές της στο κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο και την ποικιλία των γλωσσικών της εκφάνσεων.
Ο συγγραφέας, μαθητής του Σπύρου Ασδραχά και του Γκυ Σωνιέ, και έμπειρος μελετητής των δημοτικών τραγουδιών σε όλη τη γλωσσική, χρονική, ιστορική, τοπική τροπικότητά τους, παρουσιάζει τις αναπαραστάσεις, τις εκφορές και τους συμβολισμούς του γυναικείου σώματος στο δημοτικό τραγούδι. Στις φωνές των αφηγητών της δημοτικής παράδοσης οι καταγραφές του γυναικείου σώματος που προτάσσονται χαρακτηρίζονται συχνά από εξιδανικευτικά στοιχεία που ορίζουν την «πρέπουσα» θηλυκότητα και τα αντίθετά της, ενώ παράλληλα εξυμνείται και η ιδανική ομορφιά. Ο ερευνητής θίγει παράλληλα καίρια ερωτήματα ως προς το πώς οι μεταφορές για την ομορφιά συνδέονται με τον κοινωνικό χώρο, την επιθυμία, τον έρωτα και τις έμφυλες σχέσεις. Τα ερωτήματα αυτά ανοίγουν το διαλογικό πεδίο, προσκαλώντας παράλληλα τους ερευνητές των κοινωνικών επιστημών να συνεχίσουν τη μελέτη του, διερευνώντας διεξοδικά πώς οι γλωσσικές κατασκευές που ορίζουν το κανονικό, το ωραίο και το άσχημο στη δημοτική παράδοση τέμνουν τον ιστορικό χρόνο και τα σημεία αλλαγών γύρω από τις προσεγγίσεις των γυναικείων ρόλων στο δημοτικό τραγούδι.
Η εκτενής βιβλιογραφική τεκμηρίωση του βιβλίου[2] συνδυάζεται με σχόλια του συγγραφέα που αξιοποιούν το επιστημολογικό πεδίο της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της σημειολογίας και της κριτικής θεωρίας, διαφοροποιώντας τη θέση του ως ερευνητή από εξιδανικευμένες προσεγγίσεις της δημοτικής παράδοσης, οι οποίες καταφεύγουν σε ιδεολογικές χρήσεις του δημοτικού τραγουδιού με στόχο την ένταξή του στη γραμμική ένδοξη κατασκευή του ελληνικού ιστορικού παρελθόντος. Έτσι ο συγγραφέας τονίζει τη γλωσσική ποικιλία που καταγράφεται στις διάφορες παραλλαγές των δημοτικών τραγουδιών, επισημαίνοντας τις επιδράσεις της προφορικής τοπικής παράδοσης η οποία ορίζει παράλληλα και τις κοινωνικο-ιστορικές διαφοροποιήσεις στα κοινά θεματικά μοτίβα. Συμφωνεί, λοιπόν, με τον Καψωμένο, ο οποίος επισημαίνει το ανέφικτο της χρονικής αναζήτησης της πρώτης εμφάνισης της παραλλαγής ενός τραγουδιού, αναφέροντας ότι μια τέτοια προσπάθεια «είναι μάταιη και χωρίς επιστημονική σημασία» (σ. 17). Αυτό που προτάσσεται είναι ότι «η ζωντανή κάθε φορά έκφραση» της δημοτικής παράδοσης «ανταποκρίνεται στα πολιτισμικά και ιδεολογικά δεδομένα της συγκεκριμένης κοινωνίας που τη συντηρεί» (σ.17). Η θραυσματικότητα και οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις των διαφορετικών παραλλαγών των τραγουδιών περιλαμβάνει τις διαδικασίες οικειοποίησης και αφομοίωσης των τοπικών κοινοτήτων που δημιουργούν μόνιμα νέες τροπές μέσα στις οποίες εντοπίζονται ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις για τις έμφυλες σχέσεις και τις πολύπλευρες κοινωνικές προσδοκίες στο έμφυλο πεδίο.
Καθώς αποθησαυρίζονται και παρουσιάζονται πολλά και διαφορετικά δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας αναδεικνύεται η πυκνή δομή και αισθητική του βιβλίου όχι μόνο με τις πολλαπλές απεικονίσεις του γυναικείου σώματος, αλλά και της συγκλονιστικής γλωσσικής υλικότητας και ποικιλίας της γλώσσας. Η εφευρετικότητα των γλωσσικών συνθέσεων δημιουργεί μοναδικές εικονοποιίες που ελίσσονται μεταξύ τους ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, τη φύση και την κοινωνία. Η επίτευξη αυτή γίνεται με τις περιγραφές του γυναικείου σώματος, το οποίο, όπως αναφέρει ο Γκότσης, δεν είναι ποτέ στατικό, αλλά «κινείται στον χώρο», συμμετέχοντας σε διάφορες τελετουργίες και καθημερινές δραστηριότητες.
Στα δέκα κεφάλαια του βιβλίου περιλαμβάνονται καταγραφές για τα άστρα ως σύμβολα της γυναικείας ομορφιάς, άλλες συμβολικές αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος, το άσπρο δέρμα ως χαρακτηριστικό ομορφιάς, η καταγωγή της ομορφιάς, η σημασία της κορμοστασιάς, οι ενδυματολογικοί κώδικες, η χρήση των καλλυντικών, η αντίληψη της ασχήμιας, οι χειρονομίες του γυναικείου σώματος και ζητήματα αγάπης, ηθικής και σεξουαλικότητας. Οι όμορφες γυναίκες συνδέονται με τη νεότητα και παρομοιάζονται με πέρδικες, αηδόνες, περιστέρες, αλλά και χήνες για να τονιστεί ο μακρύς λαιμός και οι κινήσεις του σώματος. Οι όμορφες παραλληλίζονται επίσης με τα άστρα, τον ήλιο και το φεγγάρι.
«… τον ήλιο βάλλει πρόσωπο και το φεγγάρι στήθι
και του κοράκου το φτερό βάλλει καμαροφρύδι…» (σ. 25)
Η στρογγυλάδα του προσώπου και η λάμψη του περιέχει εκφράσεις όπως «φεγγαροπρόσωπη», «φεγγαρομίσουδη» και «φεγγαρομαγούλα» (σ. 29), αφήνοντας τη φαντασία ελεύθερη. Η λάμψη και το άσπρο χρώμα αντίστοιχα είναι άλλο ένα τεκμήριο ομορφιάς, ενώ στα δημοτικά η ομορφιά καταγράφεται με αναφορές στο πρόσωπο, τα μαλλιά, τα μάτια, την κορμοστασιά και το στήθος. Το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι όλες αυτές οι κατασκευές στηρίζονται στην ανάπτυξη δίπολων: ομορφιά-ασχήμια, άσπρο-μαύρο, νεότητα-μη νεότητα. Αν η πέρδικα είναι η όμορφη κόρη, η κουρούνα είναι η άσχημη γυναίκα. Η ομορφιά γίνεται αξίωμα το οποίο κατακτάται από τον άντρα αν αυτός το αξίζει, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα:
«… Δεν είσαι συ άξιος να φιλής πέρδικα πλουμισμένη,
Άμμ’ είσαι άξιος να φιλής κουρούνα μαυρισμένη,
που είν’ τ’ αυγά της μελανά και τα πουλιά της μαύρα» (σ. 41)
Τα δίπολα αυτά περιέχουν αμφισημίες και διλήμματα. Η ομορφιά μπορεί να συνδέεται με τη λάμψη και τον ήλιο, αλλά παράλληλα πρέπει να προστατεύεται από τον έξω κόσμο για να μη χαλάσει και να μην απειληθεί. Σε πολλά τραγούδια οι πανέμορφες νέες παραμένουν έγκλειστες από το οικογενειακό περιβάλλον και δεν πρέπει να τις δει το φως του ήλιου. Η ομορφιά είναι το κεφάλαιο που θα εξασφαλίσει έναν πετυχημένο γάμο. Θεματοφύλακές της είναι οι γονείς, αλλά και τα αδέρφια που έχουν υποχρέωση να διαφυλάξουν την ομορφιά και την ηθική της νέας από τις απειλές του έξω κόσμου μέχρι τον γάμο.
Στις καταγραφές για την ομορφιά διαφαίνεται το κυρίαρχο ερμηνευτικό ρεπερτόριο της ομορφιάς ως «όπλου» που θα εξασφαλίσει την τύχη και τις επιθυμίες των γυναικών. Αναγνωρίζεται, λοιπόν, στα δημοτικά τραγούδια η έμφυλη καταπίεση και η αξιολόγηση της γυναίκας με βάση την ηθική και την ομορφιά της σε αντιστοιχία με τα αιτήματα για κοινωνική συμμόρφωση. Ο συγγραφέας αναφέρει τη στέρηση της επίδειξης της ομορφιάς, την ενδυμασία ως κώδικα και το κόψιμο των μαλλιών ως τιμωρία.
Στο βιβλίο επισημαίνονται και οι ταξικές διαστάσεις της ομορφιάς. Το άσπρο χρώμα διατηρούνταν σε όσες λόγω οικονομικής θέσης δεν απασχολούνταν με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Στο βιβλίο παρατίθενται και αποσπάσματα κοινωνικής κριτικής στις άνισες δυνατότητες διαχείρισης του γυναικείου κάλλους.
«Αν έλλειπ’ η αγράμπελη κ’ εκειό το κοκκινάδι,
Γένονταν οι αρχόντισσαις σαν παλιοχεροπάνι» (σ. 115)
«Ανάθεμα την κατηφιά και το πολύ κακούρι,
Που χάλασε της κοπελιάς την έμμορφη τη μούρη» (σ.115)
Η ασχήμια μπορεί να συνδέεται με τον χαρακτήρα της γυναίκας, αλλά μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα ερωτικής απογοήτευσης και κακής τύχης. Στο πλαίσιο πάντως της εκδίκησης είναι πάλι η ομορφιά που θα δώσει διέξοδο στην «αδικημένη γυναίκα», η οποία φροντίζοντας την ομορφιά της μπορεί να βρει νέους συντρόφους.
Στον επίλογο του βιβλίου ο συγγραφέας σχολιάζει εύστοχα πως οι αντιλήψεις για την ομορφιά «αποτελούν μια αναπαράσταση της βιωμένης πραγματικότητας και επομένως, ένα μέρος αυτής της πραγματικότητας, εφόσον το φαντασιακό αποτελεί μέρος του πραγματικού» (σ. 155). Πολιτικοποιεί με αυτόν τον τρόπο τις κατασκευές της ομορφιάς στο δημοτικό τραγούδι, συνομιλώντας με τις έννοιες των ερμηνευτικών ρεπερτορίων. Τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια του γυναικείου σώματος στο βιβλίο του Γκότση λειτουργούν ως «λεξικογραφικός κατάλογος, μητρώο όρων και μεταφορών από όπου αντλούμε για να αξιολογήσουμε δράσεις και γεγονότα»[3]. Οι κατασκευές της ομορφιάς στο γυναικείο σώμα δημιουργούν, λοιπόν, οικείες εικόνες, αναγνωρίσιμες σε μια κοινή πολιτισμική κοινότητα[4], εκφράζοντας τους κοινούς τόπους της εποχής και τη διλημματικότητα σκέψης, γλώσσας και ιδεολογίας[5].
Επιβεβαιώνονται, έτσι, γλωσσικά, ιστορικά και πολιτικά οι λόγοι για τους οποίους το δημοτικό τραγούδι επιβιώνει ποιητικά, εμπλέκοντας ζητήματα μνήμης (αλλά και λήθης ως προς τις δυναμικές των έμφυλων ταυτοτήτων). Η παράθεση πολλών και διαφορετικών δημοτικών τραγουδιών αναδεικνύει τα κανονιστικά πλαίσια των γυναικείων ρόλων, τα επιτρεπτά όρια της ερωτικής επιθυμίας και τις διαφοροποιήσεις της, τη συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου στην πολιτική του εκτύλιξη μέσα από τη γλωσσική εφευρετικότητα και ζωντάνια του δημοτικού τραγουδιού. Επομένως, τεκμηριώνεται, ότι η ανάγνωση και μελέτη των δημοτικών τραγουδιών παραμένει γόνιμη και πολιτικά ενδιαφέρουσα. Η σύζευξη γλώσσας, ιστορίας και εκδοχών είναι αυτή που ανατροφοδοτεί το δημοτικό τραγούδι στο σήμερα, απελευθερώνοντάς το από εθνικιστικές μονοδιάστατες χρήσεις του που αποπειρώνται να το καταστήσουν «ζωντανό πτώμα».
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
[1] Η φράση παραπέμπει στον κατάλογο της έκθεσης που υλοποιήθηκε από το Κρατικό Μουσείο Συγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης το 2009-2010: «Το όμορφο δεν είναι παρά η αρχή του τρομερού».
[2] Ο Γκότσης ανθολογεί δημοτικά τραγούδια από διαφορετικές συλλογές που εκδόθηκαν από το 1825 και μέχρι πρόσφατα.
[3] Potter, J. and Wetherell, M. (1987). Discourse and Social Psychology: Beyond Attitudes and Behaviour. London: Sage [ελλ. έκδ.: Potter, J. και Wetherell, M. (2009). Λόγος και Κοινωνική Ψυχολογία: Πέρα από τις στάσεις και τη συμπεριφορά. Αθήνα: Μεταίχμιο], σ. 193.
[4] o.π Potter and Wetherell, 1987, [2009]
[5] Για τα ιδεολογικά διλήμματα βλ. Billig, M., Condor, S., Edwards, D., Gane, M., Middleton, D. and Radley, A.R. (1988). Ideological Dilemmas. London: Sage Publications
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου