21/2/21

Παίζοντας την παράταση

Του Θεοδόση Πυλαρινού*

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ, Στου κανενός τη χώρα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 48

Ο Στάθης Κουτσούνης έχει μακρά πορεία και παρουσία στην ποίηση. Έξι ποιητικές συλλογές δηλώνουν ασφαλώς μια γόνιμη προσφορά. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει τη διαδρομή του είναι η σταθερή συνέχεια, η συνέπεια, το ξεχωριστό χρώμα της φωνής, τα οποία διαμορφώνουν το ύφος της γραφής του, στο οποίο αναγνωρίζεται προσωπική ταυτότητα ως μοναδικός τρόπος έκφρασης.
Ο Κουτσούνης είναι ποιητής με υπαρξιακές αναζητήσεις. Τον απασχολεί επίμονα η τύχη του ανθρώπινου όντος, στο πεπρωμένο του οποίου προσπαθεί υπομονετικά να εισχωρήσει από συλλογή σε συλλογή. Θεματική δύσβατη και αβέβαια, εστία απόρθητη για τους φιλοσόφους και τους ποιητές όλων των εποχών, πορεία στο ανασφαλές πεδίο μεταξύ ζωής και θανάτου, διανύθηκε έως τώρα από αυτόν με υπομονή και στωικότητα, με ήπιους τόνους, ένα είδος αντίστασης στη σκληρότητα και τραγικότητα του ζητούμενου –είναι άραγε αποδοχή του προορισμένου; ή μήπως η ελπίδα ανεύρεσης ενός αντίδοτου, της ανάλυσης δηλαδή του μαύρου, του «άχρωμου χρώματος», που διακρίνεται για την αμοιβαία αντιπάθειά του προς το φως, παρά την αναπόφευκτη εναλλαγή και συμβίωση μαζί του;
Σύντομη θεώρηση της ποίησης του Κουτσούνη καταδεικνύει δύο τινά: α) τη μεγάλη ωρίμαση του έργου του, θεματικά και μορφικά, με σημάδια αποδεικτικά του παράλληλου σταδιακού μεστώματος της όλης θεωρητικής σκέψης του, και β) την επισήμανση της μετάβασης σε άλλο στάδιο, με τον σαφέστατο υπαινιγμό, εντίτλως, στη συλλογή Στου κανενός τη χώρα, η οποία έρχεται ως απόρροια βιωματική. Διότι χωρίς ενδοιασμούς, αμφιβολίες ή αναβολές στην έβδομη αυτή συλλογή χάραξε με έντονα σκούρα χρώματα το περίγραμμα της δικής του «έρημης χώρας». Ερυθρόχρωμος, σαν το αίμα, φιγουράρει ο τίτλος στο εξώφυλλο της συλλογής που διαχέει τη μοναξιά, την απέκδυση όσων ανήκουν στη ζωή, τη σκυθρωπότητα, με τη βοήθεια της εικόνας του εξωφύλλου, μιας αναγκαστικής εισόδου στο απόλυτο σκοτάδι με βήμα κουρασμένο και σκυμμένο το κεφάλι.
Η θεματική, η μορφική και γλωσσική διαφορά σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε αυτής της συλλογής είναι θεαματική. Προμηνύθηκε, είναι η αλήθεια, ότι κάτι επίκειται. Όμως, γνωρίζοντας τα νηφάλια βήματα του ποιητή από συλλογή σε συλλογή, θεωρούμε άλμα τη μετάβαση στη χώρα του κανενός, τον αρχαίο ζόφο του προβληματιζόμενου ανθρώπου για το τι μέλλει γενέσθαι –το μότο, προς επίρρωση των ανωτέρω, αποδίδει εμφατικά με κάθε λέξη του τη θλίψη της ημέρας της κρίσεως: τόδ΄ ήμαρ ημίν κύριον, διασκεδάζοντας τις όποιες αμφιβολίες περί του περιεχομένου.
Ως προς τη μορφή των ποιημάτων, θα παρατηρήσουμε ότι αποκτά αυτή ευελιξία, και ως προς τη γλώσσα, ότι αποδίδει ευθέως, χωρίς υπερρεαλίζοντα στοιχεία και αμφισημίες, τα σημαινόμενα, με μοναδικό μυστηριακό στοιχείο το τι κρύβεται στο απέραντο μαύρο των πεδίων τού τίποτε.
Πρόκειται για την ωριμότερη και την καλύτερη από τις συλλογές του ποιητή, στην οποία η φθορά και η απώλεια (πολυώδυνες μορφές θανάτου και προσημάνσεις του) κατέχουν κεντρικό ρόλο, η δε περιπνέουσα περίσκεψη, με ένα είδος αναδρομικού διαλογισμού, βαπτισμένου στη μελαγχολική διάθεση, μοιάζει να λειτουργεί ως συνολική ανάκληση του παρελθόντος, ως επίγνωση για το πραγματικό νόημα της ζωής, ως ανελέητο τελικώς δούναι, έπειτα από πολλά αλλά φευγαλέα λαβείν.
Ο Κουτσούνης επέτυχε από το πρώτο έως το έσχατο ποίημα του βιβλίου να μας οδηγήσει σε χώρους υποβλητικούς και να δώσει, αλλού διακριτικά, αλλού στιγματιστικά, το χρώμα του πένθους:[1] Νερά του ποταμού θολά/ κι από πουλί ούτ’ ένας ήχος/ όρνια μονάχα κρώζουνε/ τροχίζοντας τα ράμφη τους/ κι ο αγέρας τού χτενίζει τα μαλλιά/ και τον μαλώνει μουρμουρίζοντας/ απ’ τη δική του όμως τη μεριά/ τίποτα δεν σκιρτά// στου κανενός τη χώρα/ ήδη τρεις μέρες ανεμίζει στο σχοινί
Τα ποιήματα της «χώρας» τα διαποτίζει προδιάθεση γεμάτη θλίψη, δραματικότητα, εδρασμένη σε διαχρονικά πρότυπα τραγικών προσώπων,[2] μακάβριες υποσημάνσεις, η αίσθηση της ανέφικτης ανατροπής. Η απουσία θεωρητικών απόψεων ή κούφων φιλοσοφικών στοχασμών και η αντικατάστασή τους με παραδείγματα απτά από τη νομοτέλεια της φύσης ή από την ιερότητα απλών αντικειμένων[3] που χαρακτηρίζουν με τη χρήση τους τη ζωή μας, εντάσσονται στα στοιχεία εκείνα που αφοπλίζουν τον αναγνώστη για τη μοίρα του. Οι «νεκρές φύσεις», για παράδειγμα, ποιημάτια δύο-τριών στίχων, κατανεμημένες σε τέσσερα μέρη, είναι νεκρές στην κυριολεξία και πλήττουν πένθιμα ευαίσθητες χορδές του ανθρώπινου πόνου: Γεροντοκόρη στο παράθυρο/ ασπρόμαυρη φωτογραφία// Δάσος μετά από πυρκαγιά/ ένα άδειο βλέμμα// Κοκαλωμένος ο λαγός/ στου κυνηγού μπροστά τον προβολέα
Αλλού πλεονάζει η ματαιότητα, διογκωμένη από την αμεριμνησία, τη ματαιοπονία ή τη ματαιοδοξία:[4] Τρέχουμε τρέχουμε// δρομείς που βιάζονται να φτάσουν/ ψελλίζοντας ανίδεοι/ νενικήκαμεν
Και οι απολήξεις των ποιημάτων, κάτι σαν εγκαυστικά επιμύθια,[5] συνιστούν επιτυχείς τρόπους με μορφολογικό ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Παίζω άρα υπάρχω» (σ. 42), παραβάλλοντας τη ζωή με τυχερό παιχνίδι, έπειτα από αγωνίες χαρτοπαικτικού ιλίγγου, από ελιγμούς και μπλόφες, από στραβοπατήματα και ελπιδοφόρες ανακάμψεις, η «ανένδοτη γκίνια» ακολουθεί ανελέητη και ο ποιητής κλείνει με τον ελεγειακό τόνο της αναπότρεπτης ήττας: «ευτυχώς που πάλι θα χάσω» – μνήμη παλαιά της ήττας της ποίησης και των ποιητών. Στο ποίημα «Coda» (σ. 43) αποκαλύπτει τον νικητή, αρχίζοντας με τους στίχους «Πάντα εσύ θα νικάς στο τέλος» και κλείνοντας με τη θαρραλέα αντίσταση «θα σ’ αναγκάσω σε παράταση», που ωστόσο δεν παύει να συνιστά αποδοχή της ήττας, ενσυνείδητη, αλλά όχι μεμψίμοιρη υποταγή στο επικείμενο τέλος.
Ο Στάθης Κουτσούνης με τη συλλογή αυτή έκανε εντυπωσιακή μετάβαση σε χώρους δύσβατους που καλείται τώρα να περπατήσει, δικαιώνοντας τη θέση του, ως ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους ποιητές της γενιάς του.

*Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι ομότιμος καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου

[1] «Στο σχοινί», σ. 9.
[2] «Εύα», σ. 12.
[3] «Δέος», σ. 14.
[4] «Πρωταθλητισμός», σ. 11. Βλ. και «Θέατρο», σ. 36, όπου κλείνει με «το έπαθλο του τίποτα».
[5] Βλ. «Σύγχυση», σ. 22, «Το μήλο», σ. 13.

Ηλίας Παπαηλιάκης, σχέδιο drawing (έγκυος ,προφίλ), 100 x 100 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: