Εκλογικεύσεις του φαντασιακού της, τους δυο τελευταίους αιώνες
Της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη*
Αντίθετα με το ιδεολογικό κενό που εμφανίζει ο 21ός αι., με το πέρας της μεταμοντέρνας περιόδου, ο 19ος αι., υπήρξε εποχή έντονης κίνησης πολιτικών ιδεών. Φιλελεύθερα, εθνικιστικά, σοσιαλιστικά ρεύματα δεν έπαψαν να διαφοροποιούνται, για πολλές δεκαετίες, με σταθερά την φαντασιακή σημασία της προόδου, που η εκλογίκευσή της τις νομιμοποιούσε και τις κατηύθυνε, αναλόγως των αρχών και αξιώσεων της καθεμιάς. Σε συνάρτηση με την εκβιομηχάνιση των ευρωπαϊκών χωρών, η πρόοδος (που απέδωσε, στη συνέχεια, το φροϋδικό σύμβολο της Gradiva), είχε, όντως, ισχυρές ηθικές συνεκδοχές, με κριτήριο αποτίμησης αξίες/αρχές που της εξασφάλιζαν μιαν αναμφισβήτητη θετικότητα.
Μορφές εκλογίκευσης του φιλελεύθερου φαντασιακού της προόδου υπήρξαν οι απόψεις των Saint-Simon, B.Constant, Τocqueville, Au. Compte, J.-St.Mill, για τους οποίους, την πραγμάτωσή του υπό μορφή ισότητας, εξασφάλιζε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, στη βάση των συμφερόντων, ιδιοκτητών/κεφαλαιούχων.
Ο προμαρξιστές σοσιαλιστές Saint-Simon, Owen, Proudhon, Sismondi, Blanqui, κ.ά. εναντιώθηκαν στην αφηρημένη εκλογίκευση του φιλελεύθερου φαντασιακού της προόδου, με το επιχείρημα ότι απέκρυπτε τον ρόλο του ελεύθερου ανταγωνισμού ως συντελεστή συγκέντρωσης ατομικού πλούτου που γινόταν αιτία υπερπαραγωγής και οικονομικών κρίσεων. Συνυφασμένες με τον αντικληρικαλισμό, την εκκοσμίκευση, τον πατριωτισμό και την υπεράσπιση της παιδείας, οι ενστάσεις τους επέκτειναν την πρόοδο στο σύνολο της κοινωνίας με τη μορφή κοινωνικών δικαιωμάτων, αντικαθιστώντας την ουτοπία με προγράμματα κοινωνικής αναμόρφωσης.
Η βασική διαφωνία των προμαρξιστών σοσιαλιστών αφορούσε τον χομπσιανό ατομικισμό του Bentham ως βάση της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Στον ατομοκεντρισμό αντιπαρέθεταν τον κοινωνιοκεντρισμό που αναδείκνυε την κοινωνία όχι ως άθροισμα ατόμων, αλλά ως σύνολο σχέσεων που ενσωματώνει τα άτομα στην δομή της. Εξάλλου, με διάθεση εναντίωσης στην φιλελεύθερη ιδεολογία της προόδου, οι νεοχεγκελιανοί πολιτικοί ριζοσπάστες, διασπασμένοι σε τάσεις υπέρ της επιστήμης, κατά της θρησκείας, υπέρ της αναρχίας κλ., στάθηκαν το πρώτο περιβάλλον του Μαρξ, από το οποίο οριστικά αποκόπηκε, διαφωνώντας με την αοριστία πολιτικών ιδεών που γοητεύουν με όσα υπόσχονται.
Κοινωνιοκεντρικός, ο ίδιος, στα κριτικά κείμενά του και στο Κεφάλαιο, εκλογίκευσε το φαντασιακό της προόδου ως κατάργηση της εκμετάλλευσης των μισθωτών, την οποία το φιλελεύθερο κράτος δικαίου συγκάλυπτε με τη διακήρυξη ατομικών δικαιωμάτων καθολικής υποτίθεται ισχύος, που για τη προστασία τους επέβαλλε την πειθάρχηση του κοινωνικού ποιμνίου, στην πραγματικότητα, όμως, την πειθάρχηση των μισθωτών που παρήγαν την υπεραξία και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Για τον Μαρξ, όπως και για τους μελετητές του διαφοροποιημένου, τον 20ό αι., καπιταλισμού Κ. Polanyi, Keynes, Pareto, Ιm. Wallertsein, κ.ά., η πρόοδος δεν έχει συγκυριακό χαρακτήρα ούτε εξαρτάται από πολιτικά γεγονότα διότι έτσι, εγκλωβισμένη στην τυπική λογική του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, που προσποιείται ότι είναι άλλο από αυτό που είναι, μετατρέπεται σε αυταπάτη.
Για να υπερβεί το τυπικό και αφηρημένο δίκαιο του φιλελεύθερου κράτους, και να μετατρέψει την πρόοδο από αυταπάτη σε δυνατότητα, ο Μαρξ άσκησε πολυμέτωπη κριτική στον ουτοπικό σοσιαλισμό, στο χεγκελιανό κράτος δικαίου και στην ιδεαλιστική οντογνωσιοθεωρία που το στήριζε, στον φεντεραλισμό του Proudhon, στο σοσιαλιστικό κράτος του F. Lassale, στην αναρχική θεωρία του Βacounine, στον μεταλλαγμένο σε εθνικισμό πατριωτισμό. Αποτέλεσμα αυτής της πολλαπλής ιστορικο-κριτικής εξέτασης ήταν ένα διαλεκτικό επιστημονικό μοντέλο ανάλυσης του Κεφαλαίου και εκλογίκευσης του φαντασιακό της προόδου, με όρους οικονομικο-πολιτικούς, συνυφασμένους με τον τρόπο λειτουργίας , σκέψης και ύπαρξης κεφαλαιούχων και μισθωτών, στο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του.
Καθώς εκτός από την εκλογίκευση του φαντασιακού, απαιτείται και εκλογίκευση του τρόπου πραγμάτωσης του, ο Μαρξ συνέδεσε την δυνατότητα πραγμάτωσης της προόδου με τη διαλεκτική και όχι με μια μηχανική, ευθύγραμμη και απρόσκοπτη, κίνηση της Ιστορίας, την οποία – ακολουθώντας το απολύτως ντετερμινιστικό πνεύμα της εποχής- βάσισε σε ένα γενικό νόμο μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και στη συνέχεια στον σοσιαλισμό. Η μετάβαση αυτή, αν και προκαθορισμένη, έσπαζε τη συνέχεια της μακράς διαχρονίας, με επαναστατικές τομές που θα επέφεραν τελικά την κατάργηση της αλλοτριωτικής εκμετάλλευσης που παρήγε ο καπιταλισμός εν είδει μοντέρνας δουλείας. Ωστόσο ο Μαρξ, ενώ έδειξε ότι ο φιλελευθερισμός , ο εθνικισμός, ο ουτοπικός σοσιαλισμός ήταν απατηλές ιδεολογίες αποκομμένες από τον ζωντανό τρόπο παραγωγής των εμπορευματοποιημένων αγαθών, δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η πραγμάτωση της εκλογικευμένης προόδου ήταν βέβαιη, όντως, δηλαδή, αναπόφευκτη, πράγμα που αβάσιμα πρέσβευαν τα ιδεολογήματα στα οποία εναντιωνόταν.
Στους αντίποδες της μαρξικής θεωρίας, συνδυάζοντας τον φιλελευθερισμό με τον τραντισιοναλισμό που έθεταν την πρόοδο στην υπηρεσία της τάξης, εμφανίζεται ο θετικισμός, στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Με βάση την αρχή του παγκόσμιου ντετερμινισμού, ο A.Comte θεώρησε την τάξη θεματοφύλακα της νομοτελειακής λειτουργίας και εξέλιξης της κοινωνίας, υπό τη σκέπη ενός γενικού νόμου τριών σταδίων της Ιστορίας. Ο νόμος αυτός στη βάση των μεταφυσικοποιημένων αρχών της συνέχειας, της σταθερότητας και της ομοιογένειας, διασφάλιζε την παγκόσμια νομοτέλεια. Για τον θετικισμό, ήταn νομοτελειακά καθορισμένη η γραμμική εξέλιξή του πνεύματος από το θεολογικό, στο μεταφυσικό και τέλος στο επιστημονικό στάδιο, με κορύφωση (και τέλος, κατά τον Φουκουγιάμα) τον επιστημονισμό και την τεχνοκρατία του 20ού αι.
Σε όλες τις εκδοχές τους, ο θετικισμός, ο ριζοσπαστικός ατομικισμός, ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ο πολιτικός φεντεραλισμός, ο σοσιαλδημοκρατικός ανθρωπισμός συνέδεαν την πρόοδο με την εξισορρόπηση της κοινωνίας που διασφάλιζαν αφηρημένοι και τυπικοί εξορθολογισμοί που διενεργούσαν κοινωνικοί μηχανικοί, τεχνοκράτες και γραφειοκράτες διαχειριστές του κράτους, υπό τον έλεγχο μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Το θετικιστικό γνωστικό μοντέλο που απολυτοποίησε τις αρχές της συνέχειας, της σταθερότητας και της ομοιογένειας, εξακολουθεί με παραλλαγές να ισχύει μέχρι σήμερα. Την εξέλιξη της διαχείρισης των ιστορικο-κοινωνικών πραγμάτων επί τη βάσει του θετικιστικού παραδείγματος, ζούμε στον μεταλλαγμένο φιλελευθερισμό, παρά τις ασυνέχειες, ρήξεις, τομές που σημειώθηκαν στη διάρκεια του 20ού αι., με δυο παγκόσμιους πολέμους, φασισμούς διαφόρων ειδών, περιφερειακούς πολέμους, διάλυση μικρών ή ανίσχυρων κρατών, κλιματικές αλλαγές, μεταναστευτικές ροές, και τις συναφείς χαοτικές καταστάσεις που ζει ο πλανήτης.
Με όλα αυτά, το φαντασιακό της προόδου, αποκομμένο από την κίνηση της συγκεκριμένης ιστορικο-κοινωνικής πραγματικότητας, εγκλωβίσθηκε στη σφαίρα του πολιτικού για να μετατραπεί σε καρπό πολιτικών, κομματικών και άλλων ανταγωνισμών και αναμετρήσεων, στο πλαίσιο πλειοψηφικών διαδικασιών που αποτελούν προκάλυμμα της ολοένα ολιγαρχικότερης τάσης των νεοφιλελεύθερων δημοκρατιών.
Στο πλαίσιο της χρηματιστηριακής νεοφιλελεύθερης οικονομίας όπου οι σημερινοί ισχυρότεροι και πλουσιότεροι είναι οι πλουσιότεροι και ισχυρότεροι σε όλη την Ιστορία, η πρόοδος δεν είναι βέβαιη και μάλιστα αναπόφευκτη ούτε μπορεί να σημαίνει όσα σήμαινε τον 19ο αιώνα.
Ο ιστορικός του καπιταλισμού, κοινωνικός επιστήμονας Im.Wallerstein, επέμεινε στην ανάγκη εκλογίκευσης των φαντασιακών προταγμάτων, με την άσκηση πολλαπλών γνωσιοθεωρητικών ελέγχων των πολιτικών ιδεολογημάτων προόδου, αλλά και των επιστημονικών/ επιστημολογικών παραδειγμάτων που τα νομιμοποιούν, μη εξαιρουμένου του μαρξικού[1]. Με βάση ένα τέτοιο πολυμέτωπο (ιδεολογικό/ επιστημονικό/επιστημολογικό) έλεγχο, ο Βαλλερστάιν στα χρόνια του ‘ 90, σε μια προσπάθεια να επισπεύσει το άνοιγμα των θετικιστικών κοινωνικών επιστημών που καθυστερούσε επί δεκαετίες, συγκρότησε την Ουτοπιστική[2], για τη εμπεριστατωμένη διερεύνηση δυνατών εναλλακτικών λύσεων με όργανο μιαν ουσιαστική και όχι πλέον αφηρημένη λογική, ικανή να παρακολουθεί την συγκεκριμένη ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα υπό μιαν οπτική που δεν θέτει σε προτεραιότητα την μεγιστοποίηση του κέρδους και την υπερσυσσώρευση, αλλά την επάρκεια και την ελαχιστοποίηση των κόστων, και των ζημιών.
Θα λέγαμε ότι η Ουτοπιστική εκλογικεύει το φαντασιακό της προόδου με τη μορφή διάδρασης θεωρίας και πράξης για την προστασία διεργασιών εκδημοκρατισμού, στη βάση συλλογικών διαβουλεύσεων, επιλογών και αποφάσεων με σκοπό την εξισορρόπηση, με τη μείωση των προνομίων, των υπερκερδών, την αύξηση των θέσεων εργασίας και της φορολόγησης του μεγάλου κεφαλαίου, την προστασία των πολιτών σε κρίσιμες περιστάσεις οικονομικών ή περιβαλλοντολογικών καταστροφών, με ανταμοιβές και αριστείες ζωτικών κλάδων παραγωγής, κ.λ.
Καθώς ζούμε το τέλος των βεβαιοτήτων, τέτοια πολιτικά προγράμματα, στα επόμενα τριάντα χρόνια, καθιστούν μόνον πιθανή και όχι βέβαιη ή αναπόφευκτη την αναχαίτιση της ξέφρενης πορείας προς έναν καισαρισμό ολοκληρωτικού τύπου, με τον πλήρη έλεγχο του πολιτικού και της πολιτικής. Πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια προγράμματα συνεπάγονται, συγχρόνως, όμως, προϋποθέτουν την κοινωνική και προσωπική χειραφέτηση των πολιτών. Γι΄αυτό και δεν εννοούνται χωρίς την προτεραιότητα στην ίδρυση σχολείων στις φυλακές, στην υψηλής ποιότητας παιδεία και στην εξισορρόπηση των προνομίων της νομενκλατούρας, με ολοένα ευρύτερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Και ίσως το τελευταίο που χρειάζεται για τον εκδημοκρατισμό και την κοινωνικοποίηση του κράτους είναι ψηφοφόροι που δεν έχουν σκεφτεί πώς είναι δυνατή η πραγματοποίηση υψηλών πλην ανερμάτιστων προσδοκιών.
*Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι ομότιμη καθηγήτρια φιλοσοφίας, συγγραφέας
[1] Ιm. Wallerstein, Utopistics, οr Historical Choices of the Twentieth-first Century, έκδ. The New Press, New York 1998.,
[2] Αλ. Δεληγιώργη, Καιρός, σύγχρονοι προβληματισμοί για έναν καλύτερο κόσμο, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου