Του Στέφανου Ροζάνη*
«Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα (ή κάποιο άλλο πράγμα)» έγραφε στα ιταλικά ο Σολωμός.
Το σχόλιο του Ζήσιμου Λορεντζάτου, με οξυδέρκεια και σπάνια ευαισθησία, μας ειδοποιεί για τους κινδύνους που διατρέχουμε κάθε φορά που διαβάζουμε αυτή τη μικρή φράση, επιχειρώντας να την εντάξουμε στους δαιδάλους της ιστορικής αίσθησης και πράξης, των «ειδήσεων του κόσμου» που φθάνουν απ’ έξω σε έναν ποιητή της ψυχής και των παθών και παθημάτων της, σε έναν ακραιφνή ρομαντικό που τον συνεπαίρνει η ρομαντική του τέχνη στο βάθος του μυστηρίου, το οποίο αποκαλεί μορφή αδιαχώριστη από τη σημασία του ήδη ποιητικοποιημένου κόσμου του, τον οποίο συνταράσσει το όνειρο της Μαρίας στον «Λάμπρο» και οι κρυφές διαδρομές του ονείρου της.
Γράφει ο Λορεντζάτος: «Εξωτερικά η χιλιοειπωμένη αυτή φράση μοιάζει σα μια ομολογία πίστεως στην Αρχαία Ελλάδα ή το πολύ στο Εικοσιένα, και οι εκδότες του ποιητή βοηθήσαν να σταθούμε μονάχα στην περιφερειακή αυτή σημασία της. Να θέλησε ο Σολωμός να πει μόνο αυτό; Δε νομίζω. Είναι η μικρή παρένθεση που δίνει στη φράση το τηλεσκοπικό βάθος της. Και η παρένθεση αυτή για τον Σολωμό είναι πρώτα απ’ όλα η τέχνη του […] Μα η παρένθεση είναι παράλληλα η στροφή προς το ιδανικό που γίνεται για λογαριασμό μας. Αυτό το altra cosa [το άλλο πράγμα] μπορώ και να το κάνω ό,τι θέλω […] Η φράση βρίσκεται ολόκληρη μέσα στην παρένθεση».[1]
Θέλω να επιμείνω στον υπαινιγμό του Λορεντζάτου «εξωτερικά», παράλληλα με την καίρια επισήμανσή του «η φράση βρίσκεται ολόκληρη μέσα στην παρένθεση». Πράγματι, για τον Σολωμό η Ελλάδα μέσα στην ψυχή είναι μια εξωτερικότητα που ο απόηχός της φθάνει από πολύ μακριά χωρίς, ωστόσο, να πηγαίνει μακριά, παρά μονάχα σαν πειρασμός της εξωτερικότητας και των «ειδήσεων του κόσμου» που τον παρασύρουν σε μια παρουσία μάλλον αμήχανη και όμως για πολύ καιρό επιτακτική. Η εξωτερικότητα πάντα ενέπλεκε τον Σολωμό στην άτεγκτη αναγκαιότητά της και του δημιουργούσε την αίσθηση ενός «χρέους», το οποίο τον παράσερνε σε απελπισμένα και αδιέξοδα ποιητικά «τολμήματα» για τα οποία είχε συναίσθηση και όχι λίγες φορές απέχθεια. Μέσα στην πιεστική ανάγκη του «χρέους» πράγματι μπορεί να σημαίνει, όπως ο Λορεντζάτος μας ειδοποιεί, την Αρχαία Ελλάδα ή το πολύ το Εικοσιένα. Ο Σολωμός υπέκυπτε στο «χρέος», όμως το «χρέος» δεν ήταν «εν τω έργω» και «επί το έργον». Το έργο του το ποιητικό και της ψυχής του η δύναμη της ανύψωσης σε όνειρο και ιδανικό, σε μορφή που έδινε σημασία στο περιεχόμενο και σε περιεχόμενο που έδινε σημασία στη μορφή, βρισκόταν πάντα αποκλειστικά εκτός του «χρέους». Έστω και αν το «χρέος» μεταμόρφωνε πολλές φορές την Αρχαία Ελλάδα ή το πολύ το Εικοσιένα σε ένα είδος ρομαντικής έντρομης νοσταλγίας, και έτσι η υποταγή του στο «χρέος» του ήταν περισσότερο υποφερτή, σαν ένα ψυχικό και συναισθηματικό άλλοθι, παρότι επικίνδυνο και κινδυνώδες.
Έτσι, «το πολύ στο Εικοσιένα» του Λορεντζάτου μπορεί και να αληθεύει. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι στιγμές που αληθεύει μέσα στο corpus των ποιήσεων του Σολωμού. Μόνο που αληθεύει όχι ως ομολογία πίστεως, αλλά ως ομολογία οδύνης, απελπισίας και αδιεξόδου. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη όψη «χρέους» που επιβάλλει στον Σολωμό την επώδυνη αποδοχή του. Την έχει υποδείξει εύστοχα ο πάντα προσεκτικός Λίνος Πολίτης, αναλύοντας τον απελπισμένο και αδιέξοδο «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Είναι χαρακτηριστικό, γράφει ο Πολίτης, «πόσο ο Σολωμός με τη φιλελεύθερην ανατροφή του και την ευρωπαϊκή του παίδευση τοποθετεί αμέσως τον ελληνικό αγώνα μέσα στο ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο, με άμεση συνάρτηση με τ’ άλλα φιλελεύθερα κινήματα των ευρωπαϊκών λαών τα χρόνια εκείνα. Ο ποιητής που είχε ζήσει δέκα χρόνια της ζωής του (1808-1818) στην Ιταλία και που παρακολουθούσε από κοντά τους άτυχους αγώνες του ιταλικού λαού για τη λευτεριά του, φυσικό είναι να εκδηλώνει πιο έντονη την οργή του για την Αυστρία, για τον ‘Αετό, που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού’…».[2]
Είναι γνωστό ότι ο Ρομαντισμός πιστεύει στις δυνάμεις της ιστορίας, και ο ρομαντικός Σολωμός ασφαλώς δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι επίσης γνωστό ότι το ρομαντικό κίνημα είναι η κατ’ εξοχήν γενεσιουργός δύναμη των μεγάλων επαναστατικών ρευμάτων του δέκατου ένατου αιώνα για τη δημιουργία των εθνικών κρατών. Το όραμα και το νόημα της οντότητας του έθνους-κράτους εκπορεύεται από το ρομαντικό πνεύμα, το οποίο ενσαρκώνεται στην ιστορία και συγκροτεί το ιστορικό περιεχόμενο των δυνάμεων εκείνων που δρουν για τη μεταβολή της κοινωνίας και τη διαμόρφωση ενός καινούργιου είδους κοινωνικότητας, την οποία υποστηρίζει το αναδυόμενο ρομαντικό υποκείμενο.[3]
Παραταύτα, η επισήμανση του Λορεντζάτου είναι πράγματι κρίσιμη, τόσο για τη σολωμική φράση όσο και γενικότερα για το σολωμικό έργο: «Η φράση βρίσκεται ολόκληρη μέσα στην παρένθεση». Ωστόσο, ο Λορεντζάτος προσθέτει ότι αυτό το σολωμικό altra cosa [άλλο πράγμα] «μπορώ να το πάρω και να το κάνω ό,τι θέλω». Εδώ προκύπτει μια αναγκαία ένσταση: στο «να το κάνω ό,τι θέλω». Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω. Είμαι αναγκασμένος να το κάνω ό,τι το «εν έργω» και το «επί το έργον» του σολωμικού ποιητικού corpus μου επιτάσσει. Και είναι ακριβώς αυτή η επιταγή της σολωμικής ποιητικής που με εξαναγκάζει να δω το «άλλο πράγμα» με το βλέμμα στραμμένο στην τυραννία του ιδανικού και στην αξεδιάλυτη αμφιβολία που συνέχουν τα σολωμικά θέματα στο σύνολό τους, στο μυστήριο προς το οποίο έλκονται εξακολουθητικά σε κάθε αγωνιώδη προσπάθεια να συντεθούν σε ποιητική μορφή και σημασία.
Το altra cosa είναι ο οδοδείκτης της σολωμικής οδύνης και του κινδύνου που συνοδεύει τα ποιητικά του σπαράγματα, γκρεμός που διαρκώς χαίνει μπροστά του κάθε φορά που ομολογεί τον κόσμο του τον ποιητικοποιημένο και επιχειρεί να τον εκφράσει με τη δύναμη του ονείρου και των αναταράξεων της ψυχής, υποστασιώνοντάς τον, γεμίζοντας «το κενό που χωρίζει τον κόσμο, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό, και τον διαιρεί».[4]
Σε γκρεμό κείτομαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο
Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει
Το altra cosa είναι ό,τι ο Σολωμός βαστά μονάχο, αποκρύπτοντας και ταυτόχρονα φανερώνοντας. Αποκρύπτοντας τις «ειδήσεις του κόσμου» προς χάριν του μυστηρίου, και φανερώνοντας το μυστήριο μέσα στην εξωτερικότητα που ο απόηχός της φθάνει από μακριά και το συσκοτίζει ή το καλύπτει πλήρως και το αφανίζει, έτσι που στο τέλος να αχρηστεύεται, να παύει να σημασιοδοτεί τον κόσμο ως όνειρο και το όνειρο ως κόσμο, κατά τη ρομαντική προτροπή. Μπροστά στο altra cosa ο κόσμος κατοικείται ποιητικά, γίνεται πηγή από την οποία αναβλύζει μια στάση ψυχής που αποκαλύπτει τη μορφή στην αμφισημία της κίνησής της προς τα έξω και προς τα μέσα. Είναι γι’ αυτούς τους λόγους κρυπτική η παρένθεση, και γι’ αυτό «η φράση βρίσκεται ολόκληρη μέσα στην παρένθεση», όπως, άλλωστε, μια παρένθεση είναι τα σολωμικά συνθέματα και γι’ αυτό είναι αποσπάσματα ψυχής ανάμεσα στο εντός και στο εκτός.
Ο Ιάκωβος Πολυλάς, που σ’ αυτόν χρωστάμε το ότι μπορούμε να διαβάζουμε τον Σολωμό μέσα από τα ποιητικά του σπαράγματα, μας έχει ειδοποιήσει γι’ αυτό το πολύτιμο Μεταξύ εντός και εκτός των σολωμικών συνθεμάτων. Έγραφε ο Πολυλάς: «Ο Σολωμός δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει τα εθνικά του φρονήματα αλλά μέσα στο άγιο βήμα της ψυχής οικοδομούσε την αληθινήν Ελλάδα· –αυτή, την οποία ο κοινός άνθρωπος δεν εκαταξιώθηκε να ιδή ποτέ, με όσους συμπερασμούς, με όσα ονείρατα και αν γεννήση η επιθυμία του˗ αυτή, που είναι μυστήριο για όλα τα άλλα παιδιά της (Ελευθ. Πολιορκ., Σχεδ. Γ΄ , Αποσπ. 1), φανερώνεται εις τα μάτια του εθνικού ποιητή με τα θεϊκά γνωρίσματα· και αυτός την αναγνωρίζει, και μ’ όλον τούτο αισθάνεται ότι δεν δύναται ακέραιην να την αγκαλιάσει η φαντασία του, επειδή, καθώς του πολύαστρου ουρανού, όμοια και αυτής, πολλά μέρη φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα».[5]
Μέσα από τα λόγια αυτά του Πολυλά, η παρένθεση του altra cosa φανερώνεται μαζί με όλα τα άλλα μέρη των σολωμικών συνθεμάτων που είναι κρυμμένα και τα τυραννά το μυστήριο και η αξεδιάλυτη αμφιβολία. Φανερώνεται ως διαρκής οδύνη και συγχρόνως ως το κινδυνώδες έργο της ίδιας της φανέρωσης, η οποία προϋποθέτει την αγωνιώδη προσπάθεια να κατοικηθεί ποιητικά και να μορφωθεί φαντασιακά ένας κόσμος μέσα στον οποίο η ανθρώπινη πράξη στην ιστορική της διάσταση, και μάλιστα στο παρόν τής ενεργείας της, αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται ως ένα πνευματικό μυστήριο και μια ένθεη κρυπτικότητα, που οι συμπερασμοί τους οποίους οι άνθρωποι μορφώνουν από τα πράγματα δεν είναι δυνατόν να τα συλλάβουν όσο κι αν είναι σύνθετα, όσο και αν πλουτίζονται και ενεργοποιούνται από τα πάθη και τα όνειρα των πρωταγωνιστών της ανθρώπινης τραγωδίας, η οποία συντελείται γύρω τους.[6]
Πάντα εκτός θεάτρου, αλλά με καρφωμένο το βλέμμα στο θέατρο της ανθρώπινης τραγωδίας, το εντός παρενθέσεως σολωμικό altra cosa διαγράφει την τροχιά του, με δυσφορία και αμφίθυμη διάθεση, εντός των ορίων των «παρευρισκομένων» γεγονότων, για να επιχειρήσει τελικά, με πάθος και αγωνία, να εμποτίσει το πεπερασμένο με την πνοή μιας εσωτερικευμένης αλήθειας και ενός κόσμου ποιητικοποιημένου.
*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας
[1] Ζήσιμου Λορεντζάτου, Μελέτες, εκδόσεις Γαλαξία, Αθήνα 1966, σ. 37, 38, 39.
[2] Λίνου Πολίτη, Γύρω στον Σολωμό, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, σσ. 387-388.
[3] Βλ. Στέφανος Ροζάνης, Διαλέξεις για τον Ρομαντισμό, εκδ. Εξάρχεια, Αθήνα 2014, σ. 9.
[4] Βλ. Στέφανος Ροζάνης, «Μια σημείωση για την Donna Velata», στο Διονύσιος Σολωμός, εκδ. Poema, Κορώνη 2018, σ. 42.
[5] Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα, ε΄ έκδοση, εκδ, Ίκαρος, σσ, 29-30.
[6] Βλ. Στέφανος Ροζάνης, Σολωμικά, εκδ. Poema, νέα έκδοση, Κορώνη 2017, σ. 169.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου