Του Κωνσταντίνου Κυριακού*
ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΡΕΣΝΙΑΚΟΦ, Παίζοντας το θύμα, μτφρ. από το πρωτότυπο Γιώργος Κουτλής, εκδόσεις Οδός Πανός
Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό αναγνωστικό και θεατρικό κοινό έρχεται σε επαφή με τη δραματουργία των αδελφών Όλεγκ και Βλαντίμιρ Πρεσνιακόφ, το προγραμματισμένο να παρασταθεί στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου Παίζοντας το Θύμα (2002) δεν μας αιφνιδιάζει: ως δείγμα της μετασοβιετικής δραματουργίας φέρει λιγοστά ίχνη ρωσικής ιθαγένειας. Το έργο, μια ακολουθία από ευφυείς βινιέτες, είναι γραμμένο σε καθημερινή γλώσσα και χαρακτηρίζεται από πικρή ειρωνεία, ενώ το ανέβασμά του στο Καλλιτεχνικό Θέατρο της Μόσχας από τον Κιρίλ Σερεμπρένικοφ προκάλεσε αντιδράσεις. Το ασυνήθιστο επάγγελμα του εικοσάχρονου αντιήρωα (Βάλια) που αναπαριστά επί σκηνής τα θύματα των ποινικών εγκλημάτων και η απόπειρα ενός παλαιών αρχών αστυνομικού (Κάπτεν) να επιλύσει τους γρίφους τους περιγράφονται με κατεδαφιστικό χιούμορ. Οι Πρεσνιακόφ παρουσιάζουν τις γενιές σε σύγκρουση, αξιοποιώντας, πέρα από τη λοξή αξιοποίηση στοιχείων της καθημερινής πραγματικότητας, μια σειρά από διακειμενικές αναφορές (πρωτίστως τον σεξπιρικό Άμλετ). Κρατώντας αδέξια τα γιαπωνέζικα ξυλάκια ενώ όλοι οι άλλοι «ελίσσονται» με ταχύτητα γύρω από το ωμό ψάρι τους, σε ένα μοδάτο μαγαζί με σούσι στη Μόσχα, ο αστυνομικός που γερνάει μοιάζει να είναι το πραγματικό «θύμα» – όντας ανίκανος να προσαρμοστεί στους νέους ρυθμούς και στη νέα «γλώσσα». Οι μονόλογοι του Πατέρα αλλά και του Κάπτεν εκφράζουν αποκαλυπτικά και με ανανεωμένη σκηνική αφήγηση την πικρία και αδιέξοδο μιας γενιάς.
Από τα θεατρικά έργα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με θέματα την επανάσταση, τον πόλεμο, την κολεκτιβοποίηση, την υμνολογία του ταξικού αγώνα και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων μέχρι τη δραματουργία της «τήξης των πάγων» όπου δεν απωθούνται τα οικογενειακά θέματα και τα προβλήματα της νεολαίας, το ελληνικό κοινό παρακολούθησε επί σκηνής με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τα δράματα του Αλεξέι Αρμπούζοφ παρά του Αλεξάντρ Βαμπίλοφ και της Λιουντμίλα Πετρουσέσκα, τα οποία προσέγγισαν ειρωνικά τη σύγχρονη σοβιετική ζωή. Στα χρόνια της «περεστρόικα», ο πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Νικολάι Κολιάντα και ο προκλητικός σκηνοθέτης Ρόμαν Βίκτιουκ θα δράσουν ανανεωτικά πριν ο Βασίλι Σίγκαρεφ και ο Ιβάν Βιριπάεφ γίνουν οι αντιπροσωπευτικοί εκφραστές μιας νέας γραφής και θεματικής στις αρχές του 21ου αιώνα. Η παιγμένη και στην ελληνική σκηνή Πλαστελίνη του πρώτου συνδυάζει την καθομιλούμενη γλώσσα του δρόμου με ποιητικές, συχνά υπαρξιακές, ονειρικές φόρμες περιγράφοντας βίαια στιγμιότυπα εφήβων, ναρκομανών και περιθωριακών, ενώ στο αβάν γκάρντ Οξυγόνο (2002) ο Βιριπάεφ επινοεί μια νέα γλώσσα, μεταξύ αυτόματης γραφής και μουσικής παρτιτούρας.
Όσοι συγγραφείς βίωσαν τη σχετική ελευθερία που επήλθε στη Ρωσία με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την ταχύτατη διείσδυση της Δυτικής οικονομίας στην ρωσική αγορά είχαν να περιγράψουν ένα νέο τοπίο: της έξοδος της χώρας από τον αποκλεισμό, καταναλωτικά αγαθά, επενδύσεις, εθνοτικές συγκρούσεις (πόλεμος στην Τσετσενία) και αχαλίνωτη βία.
Τα ανοιχτά σύνορα επέτρεψαν συνεργασίες, πολιτιστικές ανταλλαγές και χρηματοδοτήσεις προγραμμάτων από το Βρετανικό και Γερμανικό Συμβούλιο: εκατέρωθεν μεταφράσεις και εκδόσεις, εργαστήρια συγγραφής θεατρικών έργων, θερμή υποδοχή στη Ρωσία παραστάσεων με την υπογραφή των Τόμας Οστερμάιερ, Κριστόφ Μαρτχάλερ και Μάριους φον Μάγιενμπουργκ και προγράμματα πολιτιστικής ανταλλαγής που επέτρεψαν σε συγγραφείς (Σίγκαρεφ, Πρεσνιακόφ, Βιριπάεφ) να ταξιδέψουν στο Λονδίνο και να δουν τα έργα τους μεταφρασμένο στα αγγλικά, πολλαπλασιάζοντας το κοινό τους πέρα από τη Ρωσία. Οι Ρώσοι συγγραφείς ήρθαν σε επαφή με την κληρονομιά του βρετανικού «In-Yer-Face Theatre» κατά τη δεκαετία του ’90, παρακολουθώντας πώς η Σάρα Κέην, ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, ο Άντονι Νίλσον, και άλλοι αξιοποιούν δραματουργικά την ωμή οικογενειακή και πολιτική βία, το γυμνό σώμα και την ομοφυλοφιλία, τον μηδενισμό και την απογοήτευση. Έτσι, στα ρωσικά δράματα της μετασοβιετικής περιόδου και σε μια χώρα γεμάτη από αβεβαιότητες, θίγονται επώδυνα και ευαίσθητα θέματα όπως η τρομοκρατία, η διαφθορά, η κατάχρηση οινοπνευματωδών, ο εθισμός στα ναρκωτικά, η μετανάστευση και η κοινωνική ανισότητα.
Αν και οι θεατρικοί συγγραφείς είναι ηλικιακά νέοι, η γενιά τους δεν ιδανικοποιείται. Αντίθετα οι νεολαίοι εμφανίζονται επί σκηνής απονευρωμένοι και σαρκαστικοί παρατηρητές της μετασοσιαλιστικής πραγματικότητας της ελεύθερης αγοράς. Ορισμένοι δραματικοί χαρακτήρες επιχειρούν ένα θρησκευτικό και φιλοσοφικό ταξίδι, εμπαίζοντας την απουσία του Θεού και άλλοι επιστρέφουν νεκροί-ζωντανοί από τους πολέμους, δολοφονούν και υποφέρουν ή αφήνονται σε βίαια ξεσπάσματα αντιμετωπίζοντας την κατάφωρη κοινωνική αδικία, την οικονομική ένδεια, τον αλκοολισμό. Η επιθετικότητα συναντά την απάθεια αλλά και τη νοσταλγία ενός απολεσθέντος οριστικά παραδείσου.
*Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου