Γιώργος Τσεριώνης, Χωρίς τίτλο, 2020, σίδερο και πορσελάνη, διαστάσεις μεταβλητές |
Της ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ
ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ, Της Γραφής και της Σκηνής 2. Θεατρικές κριτικές 2016-2018, Εκδόσεις Εύμαρος, Αθήνα 2020
Οι πάντες έχουν δικαίωμα να εκφέρουν κριτικό λόγο… για το θέατρο... Ο κριτικός και ο δημιουργός δεν είναι αντίπαλοι, είναι συνεργάτες… Ο ρόλος του κριτικού είναι να μεσολαβεί ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο κοινό του … Η σκευή του κριτικού θεάτρουˑ Ας έχει λίγες γνώσεις και πολλή εμντιμότητα…
Με αυτά τα σταχυολογήματα, από τη συνέντευξη που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο με τον τίτλο Της Γραφής και της Σκηνής 2, με τις θεατρικές κριτικές των ετών 2016-2018, δημοσιευμένες στην εφημερία Αυγή, μπαίνω στο θέμα. Το πλήθος και η ποικιλία των μελετημάτων δείχνουν την πλατιά γνώση, ενημέρωση και στενή παρακολούθηση των θεατρικών μας δρωμένων, τα οποία με ευαισθησία αντιμετωπίζει ο μέγας δάσκαλος που ανάλωσε τη ζωή του στο λειτούργημα του θεάτρου και ακάματος συνεχίζει. Και ακόμα, συνεχίζει τη λαμπρά αλυσίδα των θεατρικών κριτικών που άλλαξαν την εντύπωση του κοινού για τον ηθοποιό και το θέατρο.
Θα περιοριστώ ενδεικτικά μόνο σε ονόματα που υπήρξαν ακρογωνιαίοι λίθοι στο σπουδαίο οικοδόμημα του καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού αυτού είδους: Γιάννης Σιδέρης, ιστορικός του θεάτρου, για τον οποίο ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραψε πως «κάθε μελλοντική θεατρολογική και ιστορική μελέτη θα ξεκινάει από το έργο του Σιδέρη». Οι εξαιρετικοί Τάσος Λιγνάδης και Στάθος Δρομάζος. Ο δημοσιογράφος Αχιλλέας Μαμάκης, που με τον τρόπο του στην εφημερίδα, ή στην κυριακάτικη εκπομπή του στο ραδιόφωνο, ενημέρωνε το κοινό για τα θεατρικά μας δρώμενα. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, σημαντικός φιλόλογος, ποιητής και θεατρολόγος που μας άνοιξε κυριολεκτικά τα μάτια για το πώς γράφεται μία κριτική. Και φτάνω στον Λέανδρο Πολενάκη, ο οποίος με αφομοιωμένη όλη την παλαιότερή του διδαχή θα καταγράψει σχεδόν λεπτομερώς τη θεατρική μας παραγωγή διευρύνοντας την επικοινωνία του θεατή-αναγνώστη με το έργο.
Ο κριτικός είναι «ένας ραβδοσκόπος» έλεγε ο Σεφέρηςˑ το έργο έχει ανάγκη από ένα κοινό με «συναισθηματική δεκτικότητα», με «καλή πίστη» και δεν πρέπει να βρίσκεται σε «κατάσταση προσωπικής αντιδικίας με το έργο» (Δοκιμές Α΄, «Διάλογος πάνω στην ποίηση», σελ. 82), συμβουλές που ισχύουν για κάθε μορφή τέχνης και με το τρόπο του μας το είπε ήδη και ο Πολενάκης.
Η θητεία του Πολενάκη στο είδος μετράει 45 χρόνια και είναι διπλήˑ γράψιμο, γενικώς –ποιήση και πεζογραφία- και θέατρο. Η ανάγκη για κριτική είναι υπαρκτή για να διαφωτίζει το κοινό και να αντιλαμβάνεται ποια είναι η θέση του συγγραφέα και ποιο το μήνυμα του έργου επί σκηνής. Μία από τις πρώτες κριτικές στην ιστορία του είδους είναι εκείνη με την οποία ο Αριστοφάνης «ζυγίζει» τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη στους Βατράχους, για να επιλέξει τον καλύτερο. Οι συνθήκες είναι αυτές που θα βαρύνουν στο «ζύγισμα» και αυτές πρέπει να γίνουν αντιληπτές από το θεατή, για να καταλάβει το γιατί της επιλογής. Αλλά, και στα νεότερα χρόνια, ο Καβάφης, επιλέγοντας τον Αισχύλο σαν καταλύτη στους «Νέους της Σιδώνας», ασκώντας κριτική με τη μάσκα του Σιδώνιου νέου, αποσκοπεί να δείξει πίσω από τη νεανική αλαζονεία τα συμφραζόμενα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κάθε εποχής, αλλά και τον προσωπικό του καημό.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι:
Τα μεγάλα έργα δεν έχουν χρόνο ούτε ηλικία
*
Δεν υπάρχει θέατρο εκτός του ανθρωπιστικού ιδεώδους
*
«Χτίζω» τον πρώτο όροφο που είναι η ανάλυση του έργου,
και μετά το «πανωσήκωμα», την κριτική της παράστασης
δηλαδή, ο Πολενάκης ξεκινάει από τον συγγραφέα και τα αιτούμενα της εποχής, γιατί το θέατρο είναι ο κόσμος μας, ιδωμένος μέσα από τα μάτια του συγγραφέα αλλά και του θεατή, που είναι συγχρόνως μέρος της παράστασης, ερήμην του, και έξω συμπάσχων δι’ ελέου και φόβου. Και αυτό είναι που μου ζητά ο συγγραφέας-κριτικός, όταν π.χ. στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι (Εθνικό Θέατρο, 24 1-16) τονίζει ότι «η θεραπευτική δύναμη της ελεημοσύνης δεν βρισκόταν στο να σκουπίσεις μόνο τα δάκρυα στους πάσχοντες, αλλά να μπορείς να τα βλέπεις, να συμπάσχεις, να βιώνεις το συναίσθημα που ονομάζεται αγάπη προς τον πλησίον» διότι «ου μόνον ψυχή αλλά και σώμα συναμφότερο είναι τον άνθρωπον» και έτσι φτάνουμε στον δικό μας Παπαδιαμάντη, σαν ο Σωτήρης Χατζάκης να έστησε μια «δραστική παπαδιαμαντική και ντοστογεφσκική αγιογραφική παράσταση που συντηρεί την οδύνη των δύο για τα δίχως «τελειωμό πάθια και καημούς του ανθρώπου». Ο Πολενάκης φρεσκάρει τη μνήμη μας με το σχόλιό του για τον έλληνα δημιουργό που θυμίζει τον μεγάλο ρώσο δραματουργό, και ας το αρνιόταν ο ίδιος («δεν ομοιάζω τω Δοστογέφσκι, δεν ομοιάζω τω Δίκενς»). Κι ακόμα μας επισημαίνει σχέσεις και αναλογίες, όπως η «τρελή» Ελισαβέτα Φιοντόροβνα που, σαν άλλη Κασσάνδρα, λέει αλήθειες, αλλά κανείς δεν την πιστεύει. Τον προαιώνιο άγιο τρελό, μόνο ο Στάλιν κατάφερε να ξεριζώσει, σχολιάζει ο Πολενάκης. Ο Πούσκιν έπαιξε αυτό το ρόλο μπροστά στον Τσάρο Νικόλαο Α΄ και ο Γκόρκι μπροστά στον Στάλιν και οι δύο το πλήρωσαν («Τα παιδιά του Ήλιου», του Γκόρκι, Θέατρο Τέχνης, 31-1-16). Η σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη ανέδειξε τον αληθινό Γκόρκι, «μάρτυρα του ρωσικού ανθρωπισμού, που αγαπάει τον άνθρωπο και όχι την αφηρημένη ιδέα του ανθρωπισμού».
Στο έργο «Το φιλί στο στόμα» ή Ρωμαίος και Ιουλιέτα, σε σκηνοθεσία Λιγνάδη, θα μας αναλύσει τη σημασία αυτού του συγκεκριμένου φιλιού. Μια σχέση νηπίου και μητέρας, αλλά και ανθρωποφαγική, που άλλαξε άρδην με την άνοδο του πουριτανισμού που καταπλάκωσε όλη την Ευρώπη εκτός της Ιταλίας. Γι’ αυτό και ο Σαίξπηρ, παρατηρεί ο Πολενάκης, τοποθετεί την ιστορία του στη Βερόνα. Μια παράσταση σαν προρομαντικής εποχής και σαν όπερα που συνδυάζει τη χαρά της ζωής και το ένστικτο του θανάτου. Με αφορμή την «Απόδειξη»-«Proof» του αμερικανού Ντέιβιντ Όμπερν, ο κριτικός σχολιάζει την ευρωπαϊκή «απολογοποίηση» και «απονοηματοποίηση» του κόσμου, στο ευρωπαϊκό κυρίως θέατρο. ..
Με τα ψίχουλα αυτά από το πλουσιότατο τραπέζι των κριτικών του Λέανδρου Πολενάκη κλείνουμε, τονίζοντας ότι το βιβλίο κεντρίζει το ενδιαφέρον κάθε αναγνώστη που είδε ή δεν είδε την παράσταση ή θα δει κάποια άλλη άλλοτε. Γιατί η κριτική ισχύει ες αείˑ δεν εξαντλείται στην εκάστοτε παράσταση, αλλά την υπερβαίνει ως μελέτη που ερμηνεύει, σχολιάζει και, κυρίως, οδηγεί το βλέμμα του θεατή-αναγνώστη να ανακαλύψει πτυχές του έργου που δεν είχε προσέξει, επισημάνει ή παντελώς αγνοούσε.
Ο μοντέρνιστικός σχεδιασμός του εξωφύλλου της Αλίκης Κακουλίδου συμπληρώνει μοντερνιστικά το θέμα.
*Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου