30/8/20

«Το κόκκινο / χρώμα / των δημοκρατιών μου»

ΔΙΗΓΗΜΑ

Κωστής Βελώνης, “Species Speech”, 2015, μάρμαρο, ξύλο, ακρυλικά, 97 x 55 x 15 εκ., παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Kalfayan Galleries



ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

Σκέφτομαι ότι θα μπορούσα τώρα να συνάζω χαμόγελα, αναμνήσεις και αγγίγματα. Μια ανθοδέσμη να στολίσω στο όνομα και στη διεύθυνσή σου. Σαν αυτή που ’στελνε ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι στην Τατιάνα Γιακόφλεβα, ακόμη και δεκαπέντε χρόνια μετά την αυτοκτονία του, δυο και τρεις φορές, παρακαλώ, τη βδομάδα. Μόνο που εγώ δεν είμαι ο Βλαδίμηρος Μαγιακόσφκι, εσύ δεν είσαι η Τατιάνα Γιακόφλεβα κι η δική μου ανθοδέσμη δεν περιέχει ορτανσίες, μαύρες τουλίπες, ορχιδέες και χρυσάνθεμα, αλλά τα πολύ πιο ταπεινά γαρύφαλλα, βιολέτες, ηλίανθους και κυρίως αγκαθερά τριαντάφυλλα, αυτά που τρυπάνε και το πιο μαλακό χάδι.
Μα πώς είναι δυνατό να πληγώνει μια τέτοια ομορφιά, θυμάμαι ότι αναρωτιόμουνα με την αμηχανία του πρωτάρη, κι ας είχα στο μεταξύ χύσει κάποια λίτρα αίματος για να αξιωθώ το άρωμά τους. Αλλά κάθε φορά στην άνοιξη και στον έρωτα είναι πάντα μια νέα φορά, χωρίς μαύρα σύννεφα, πρωινές ομίχλες, βραδινά μπουρίνια και επαπειλούμενα τσουνάμια. Ως γνωστό δε οι πασχαλιές θα ανθίζουν, οι πλαγιές των βουνών θα πρασινίζουν, οι κερασιές θα κοκκινίζουν, τα αρωματικά τριαντάφυλλα θα ματώνουν και τα παθιασμένα φιλιά θα ανταλλάσσουν υποσχέσεις, βρόμικα λόγια και κυρίως σάλια, για να ’χουν μετά απόθεμα σε αντισηπτικό οι ανοιχτές πληγές τους.
Κι ιδού, γέρος σκύλος εγώ, πάει ένας χρόνος τώρα που γλείφω τα πλευρά και τα πόδια, τη ράχη και τους όρχεις μου. Ψωρίαση, φλύκταινες, δεμοδήκωση κι άλλες δερματοπάθειες εμφανίζονται απ’ άκρη σε άκρη σε όλο μου το σώμα, πλην της ουράς που επιμένει να κουνιέται όταν ανοίγεις την πόρτα, μου σκας ένα χαμόγελο και με πλησιάζεις, για να μου πετάξεις ένα ξεροκόμματο ή να με προσφωνήσεις Αζόρ ή να μου χαϊδέψεις τη μουσούδα. Ξέρεις, μ’ ένα και μόνο νεύμα σου θα μπορούσα πριν από λίγο καιρό να γίνω πιτμπούλ, ροντβάιλερ, λυκόσκυλο, λαμπραντόρ, μπιγκλ, ακόμη και  τσιουάουα, για να σε προστατεύω απ’ τους κακούς, να σε συντροφεύω στις μοναχικές σου βόλτες ή να διασκεδάζω τα ανιαρά σου απογεύματα κι αν τώρα μαυρίζει η ψυχή μου είναι γιατί δεν μου αφήνεις κανένα περιθώριο απ’ το να υποδύομαι τον ρόλο του λογοτέχνη.
Λοιπόν, είμαι ένας απλός πεζογράφος, απ’ αυτούς τους περίεργους που οδοιπορούν πρωί ή απόγευμα, μεσημέρι ή νύχτα αναζητώντας το θέμα τους πίσω από κατεβασμένα ρολά, σκυμμένες πλάτες, ηττημένα βλέμματα και χαμογελαστά πρόσωπα, ενθυμούμενος την εμμονή σου να  μειδιάς κάθε φορά που τυχαία θα συναντιόμαστε στα γραφεία, στις πλατείες και στους παραδρόμους, έστω και αν ηθελημένα αγνοείς αυτό που κάπου αλλού σου έγραφα, ότι στη δική μου τουλάχιστον αντίληψη τα πιο παθιασμένα αγκομαχητά μας θα ξεψυχούν στα τυπικά χαμόγελα και στις συμβατικές σου καλημέρες.
Οπότε, θέλοντας και μη, έκοψα τις πεζοπορίες. Εδώ κι έναν χρόνο προτιμώ να κοιμάμαι ολημερίς, τις νύχτες ξεμυτώ σαν τα φαντάσματα, κλείνομαι στο υπόγειο γραφείο μου με την ελπίδα ότι δεν θα πέσω πάνω σου τυχαία ή ότι δεν θα περάσω έξω απ’ το διαμέρισμά σου δωδέκατη φορά. Ευτυχώς, έχουν ακόμη τον τρόπο τους οι λέξεις να μαλακώνουν, να υποκαθιστούν, να αναπληρώνουν, να μαγεύουν ακόμη και την πιο οριστική απουσία. Εκ πείρας σου το λέω, εγώ που άγγιξα τα μαλλιά, το πιγούνι, τις παρειές, το μέτωπο, το στήθος, το αιδοίο σου διαμέσου των λέξεων για να σε αναστήσω, όπως ακριβώς κάνουν οι τεχνίτες των γύψινων ειδωλίων  – συμπαγή, πιστή, απτή και πάντοτε παρούσα.
Κάθομαι λοιπόν και γράφω για σένα, ναι γράφω ξανά για σένα, με την ελπίδα να διασώσω τη μορφή σου, αποσπώντας την από τη σάρκα, τα μαλλιά, τους γλουτούς και την αλήθειά σου, ώστε να την κάνω ένα γύψινο ειδώλιο, ένα θεατρικό προσωπείο και να της δώσω το διάπλατο χαμόγελο, το κοκκινάδι στα μάγουλα και την αφοσίωση στα μάτια που διέκρινα στην πρώτη μας συνάντηση. Αλλά τώρα που βλέπω να μαζεύονται μπροστά μου οι λέξεις, να γίνονται προτάσεις, να σχηματίζουν παραγράφους και να καταλήγουν σε ενιαίο κείμενο διαπιστώνω ότι δεν μιλώ για σένα αλλά για την ανάγκη μου για σένα, πράγμα που σημαίνει ότι το αληθινό μου αίτημα δεν είσαι εσύ αλλά εγώ.
Πιο ψύχραιμα κοιτώντας τα πράγματα, τώρα που αρχίζει να περνάει και ο καιρός, λέω ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Οι πιο αληθινοί έρωτες πέπρωται είτε να απογειώνουν είτε να σβαρνίζουν είτε πρώτα να απογειώνουν κι ύστερα να σβαρνίζουν. Παρηγοριέμαι, βέβαια, με την ιδέα ότι εγώ μπορεί να μην είμαι ο Μαγιακόφσκι, εσύ μπορεί να μην είσαι η Γιακόφλεβα, εγώ μπορεί να μην αξιωθώ μια επαναστατική αυτοκτονία, εσύ μπορεί να μην λάβεις μετά τον θάνατό μου ανθοδέσμες, αλλά μόλις σου απηύθυνα την επιστολή μου, όπως ακριβώς ο ποιητής απηύθυνε τη δική του επιστολή. Οπότε, εσύ, εγώ και η τέχνη μπορούμε να ευτυχούμε αποστρέφοντας τα μάτια απ’ τους πετρελαιάδες και εναποθέτοντας τις ελπίδες μας στην ιδέα της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά, αν θες να είμαι απολύτως ειλικρινής, πάλι κάτι δεν μου κολλάει σε όλα αυτά κι είμαι σίγουρος ότι δεν κολλούσε ούτε στην Τατιάνα αλλά ούτε και στον Βλαδίμηρο.

3 σχόλια:

Βέρα Παύλου είπε...

Μας σκλαβώσατε με το διήγημα-ποίημα-ερωτική εξομολόγηση σε αυτό τον άλλο όπου αναζητούμε τον ίδιο μας τον εαυτό.Δίχως μάσκες κ αντισηψία.
Βέρα Παύλου

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είπε...

Ομοίως δε η αναζήτηση του συγγραφέα, που εδώ βρίσκει την ευκαιρία να σας ευχαριστήσει.

Χριστίνα είπε...

Τι ωραίο κι ας μη με λένε Τατιάνα...