5/7/20

Ορεινοί και Πεδινοί

1863

ΜΙΚΡΟΔΙΗΓΗΜΑ

Πάλι τα πέταξε όλα. Τώρα την ενοχλούν οι βουτιές. Τα δροσερά νερά, που τινάζονται και καταβρέχουν τα πάντα, μόλις κατα­κάτσουν τριγύρω σχηματίζουν αμέσως μικρά, βρώμικα ρυάκια· την αυλακώνουν σαν ξεβαμμένο ρίλεμ, το βρίσκει προσβλητικό και εντελώς αντιαισθητικό όλο αυτό. Καύσωνας μέσα Ιουλίου και ξανατυλίχτηκε  ολόγυρα με την ψηλή αση­μένια μπέρτα να μην την βλέπουμε. Κανείς να μην την δει μέχρι ν’ αποφασίσει.
Χρόνια και χρόνια απολύτως αναποφάσιστη κι ασυμ­φι­λίωτη με τον εαυτό της, είναι να απορείς πως χώρεσε, άλεσε και μόνιασε στο τετράγωνο τότε χωνευ­τήρι της τις παλιές συνταγματικές δια­μάχες τους. Από την αρχή το είχε το χούι, συνεχώς άλλαζε, σχήματα, ονό­ματα, εραστές, προστάτες, Κλεάνθης, Σάουμπερτ, Όθωνας, Λέο Φον Κλέντσε. Πά­νω που κάτι κατάφερνε, κάπως σουλουπωνόταν κι άρχιζαν σιγά-σιγά να την συνηθίζουν και να την αγαπούν, αυτή απρο­σδόκητα τα χάλαγε όλα, κλεινόταν πάλι στ’ αγκά­θια της. Πάντα, κάτι συνέβαινε ξαφνικά.
Είπαμε, το είχε το χούι, κι ας έλπιζαν όλοι πως μετά από εκατόν πενήντα χρόνια και βάλε επιτέλους θα καταστάλαζε κάπου· όμως όχι, αυτή καμώνεται σαν γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας, που πετά ξέφρενα το ένα ρούχο μετά το άλλο με κρυφή ελπίδα και θυμό. Κατά καιρούς εξακοντίζει μπάζα, μαρ­μάρινα κιγκλι­δώματα, τσιμεντένιες Μούσες, γυάλινους δρο­μείς, κολονάκια, ξηλωμένα παγ­κά­κια, γραμμές του τραμ, παλιά συντριβάνια, δεν­τρίλια και ζαρ­τινιέρες ψηλά στον αέρα· τα κοιτά ανα­κουφισμένη να στροβιλίζονται με κίνηση αργή πάνω από τον αφαλό της πόλης αφήνοντας κατάπληκτους τους περαστικούς που με το στόμα μισάνοιχτο καταπίνουν για μία ακόμα φορά ένα ειρωνικό γελάκι. Για λίγο είναι αισιόδοξη, δοκιμάζει πάλι και πάλι, μέχρι που φτάνει ξανά στην από­γνωση και μοιραία κατα­λήγει στο πιο άχαρη εκδοχή.
Αυτή που ετοιμάζει την επομένη...

Ηρώ Νικοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: