21/6/20

Απολαυστικός Ροΐδης

Αριστέα Χαρωνίτη, Η αγάπη λειτουργεί με μυστήριους τρόπους, 2014, λιθογραφία, 37 x 55 εκ.



ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (Μποέμ), Ο Ροΐδης για τις γράφουσες ελληνίδες και οι συνεντεύξεις τους στον Μποέμ, εκδόσεις Ηριδανός, σελ.  141

«Τας γραφούσας γυναίκας αγαπώμεν υπό τον όρον να μη μετενδύωνται γράφουσαι εις άνδρας, αρκούμεναι εις μόνα του φύλου των τα χαρίσματα, την λεπτότητα, την χάριν, την φιλοκαλίαν, την ευαισθησίαν ή και την πονηρίαν».
(από το βιβλίο,  σ.25)

Στο βιβλίο “η Αρχαιολογία της γνώσης”, ο Φουκώ περιέγραψε το πώς η ιστορία μετατρέπει τα αρχεία σε μνημεία. Τα ιστορικά πράγματα δεν είναι απλώς θεωρητικά ντοκουμέντα, αλλά είναι πάντα ρηθέντα, τοποθετημένα σε επικράτειες λόγου σε διαρκή μετασχηματισμό.
Για τον Ντεριντά η έννοια του αρχείου προκαλεί τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να εντοπίσουν τις ασυνέχειες, υποδεικνύοντας ότι ο λόγος μας συνίσταται από τη διαφορά των λόγων. Η διαφορά, έννοια κομβική, γίνεται διασπορά. Διασπορά στην οποία είμαστε και την οποία πράττουμε. Κάθε αρχείο, λοιπόν, δεν είναι μόνο ιστορικό συμβάν που διαβάζεται κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο. Το αρχείο κινητοποιεί μια «λαχτάρα για μνήμη» και εμπεριέχει την προσδοκία του μέλλοντος (σ.71)[1]. Σε κάθε ανάγνωση, ενός αρχειακού υλικού καλούμαστε να περιγράψουμε τον κόσμο του αρχείου, κόσμο μη ουτοπικό αλλά υλικό, ένα αποτύπωμα ιστορικό, το οποίο εγγράφεται στη γλώσσα. Στην ανάγνωσή του το αρχείο περιέχει τάσεις και αντιφάσεις, οι οποίες οικοδομούν συνομιλίες, διλήμματα, συνδέσεις με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Κάθε ανάγνωση συνίσταται επίσης από σύνθετες πολιτικές πράξεις και επιλογές.
Στο βιβλίο του Χατζόπουλου παρουσιάζεται αναλυτικά το αρχειακό υλικό συνεντεύξεων με γυναίκες συγγραφείς, όπως δημοσιεύτηκε στο «Σκριπ», με αφορμή το άρθρο του Ροΐδη τον Απρίλιο του 1896 «Αι γράφουσαι ελληνίδες». Το άρθρο αφορούσε την εξυμνητική κριτική για τα διηγήματα της Αρσινόης Παπαδοπούλου, την οποία θεωρούσε πρότυπο γυναικείας γραφής, και πυροδότησε τη διαμάχη του συγγραφέα με τις γυναίκες συγγραφείς της εποχής.

Στο κείμενο ο Ροΐδης συγκροτεί την ενιαία κατηγορία της «γυναικείας γραφής», παραθέτοντας τα έμφυλα κοινωνικά χαρακτηριστικά, που “οφείλουν” να χαρακτηρίζουν τη γυναικεία γραφή. “Λεπτότητα, χάρη, φιλοκαλία, ευαισθησία ή πονηριά” απαρτίζουν τον γυναικείο χαρακτήρα”. Έτσι, ορίζεται το “επιτρεπτό” διακριτό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να κινούνται οι γυναίκες συγγραφείς κατά Ροΐδη. Στην αντίθετη περίπτωση, οι γυναίκες γράφουν σαν άντρες και δεν αξίζουν την προσοχή του.  Ο συγγραφέας άμεσα επικρίνει την Καλλιρρόη Παρρέν και την «Εφημερίδα των Κυριών», μιλώντας για «ανδρογύναικες», «κουλτουριάρες» και «ταραξίες» (σ. 17).
Ο Καλαμαράς στην εισαγωγή ορίζει το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η “διαμάχη” αυτή. Βρισκόμαστε σε μια «μεταιχμιακή χρονιά», όπου η πτωχευμένη Ελλάδα αντλεί κουράγιο από το «αρχαίον κλέος» και τον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό (σ. 11). Το 1897  θα ακολουθήσει ο αποτυχημένος ελληνοτουρκικός πόλεμος. Στην περίοδο αυτή, οι γυναίκες διεκδικούν τη συμμετοχή τους στη λογοτεχνική παραγωγή. Παράλληλα, εγείρονται τα αιτήματα για γυναικεία χειραφέτηση και τα συνακόλουθα διλήμματα. Ο Δημήτρης Χατζόπουλος, γνωστός δημοσιογράφος της εποχής και αδελφός του Κωσταντίνου Χατζόπουλου «καθοδηγεί» τις γυναίκες συγγραφείς να τοποθετηθούν πάνω στις θέσεις του Ροΐδη, καθώς και στο ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης, «χωρίς να πιέζει με ανακριτικές ερωτήσεις» (σ.18). Τις συνεντεύξεις των γυναικών «κλείνει» η συνέντευξή του με τον ίδιο τον Ροΐδη να δευτερολογεί και να επιχειρηματολογεί «υπέρ της Ελληνίδας γυναίκας», που αποδέχεται τη θηλυκότητα και τον συναισθηματισμό της.  
Στο αρχειακό υλικό κάποιες συγγραφείς αποδέχονται τα έμφυλα χαρακτηριστικά γραφής, αποποιούμενες παράλληλα τη γυναικεία χειραφέτηση και προτάσσοντας τα μητρικά, συζυγικά τους καθήκοντα. Η Παρρέν περιγράφεται από τον Χατζόπουλο ως αυτή που «εγεννήθη διά να σκέπτεται, διά να δρα, διά να γράφη». Αυτά τα χαρακτηριστικά ωστόσο, συνδέονται με κατασκευές της αντρικής ταυτότητας και οδηγούν στη διαπίστωση του γράφοντος ότι «εγεννήθη γυνή, αλλά μάλλον είναι ανήρ» (σ. 45). Η Παρρέν  υποστηρίζει την αυτονόμηση των γυναικών σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δράσης, συνομιλώντας με τα διεθνή φεμινιστικά κινήματα. Απαντά στους σαρκασμούς του Ροΐδη, επιχειρηματολογώντας ότι στο άρθρο εγγράφεται «όλη η radotage (αφέλεια) του συγγραφέα» (σ.48).
Στο επίμετρο η Λάνδρου εντάσσει την επιχειρηματολογία του Ροΐδη στον ευρύτερο αντιφεμινιστικό λόγο της περιόδου που αντιτάσσεται στις διεκδικήσεις για την παρουσία των γυναικών στην τέχνη, τον δημόσιο χώρο, το πανεπιστήμιο.   
Ως αρχειακό υλικό, οι συνεντεύξεις του Χατζόπουλου στις εφημερίδες της εποχής, η ανάλυσή τους και τα άλλα ιστορικά παραθέματα του βιβλίου, επιτονίζουν την εξελικτική φύση του αρχείου στις συνομιλίες για τις έμφυλες ταυτότητες και την ιστορικότητα του κοινωνικού φύλου. Έτσι, σε διάλογο με τις σύγχρονες φωνές για το φύλο και τα διλήμματα για την ύπαρξη ή όχι “γυναικείας” γραφής, το υλικό του βιβλίου γίνεται διαρκές προϊόν ιστορικής πάλης και διεκδίκησης ως προς τη συμπλοκή των έμφυλων κατασκευών στη γραφή και τις καθημερινές πρακτικές.
Εκατόν είκοσι τέσσερα χρόνια μετά ο διάλογος για τα όρια βιολογικού-κοινωνικού φύλου στη λογοτεχνική γραφή και την καθημερινότητα συνεχίζεται με αντίστοιχες συνεντεύξεις γυναικών συγγραφέων ως προς το αν υφίσταται γυναικεία λογοτεχνία ή όχι[2]. Το αρχειακό υλικό του τότε για τις έμφυλες ταυτότητες παραμένει σε διάλογο με αυτό του σήμερα, επιβεβαιώνοντας ότι το έμφυλο σώμα  είναι πάντα υλικό και εγγράφεται στον λόγο και τις καθημερινές πρακτικές. Τα «όρια» του φύλου παραμένουν ανοιχτά και υπό διαπραγμάτευση όσο αναπαράγονται οι δυιστικές κατασκευές για τη γυναικεία και αντρική ταυτότητα και η πίστη στα σταθερά χαρακτηριστικά φύλου.

Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος


[1] Ντεριντά, Ζ. (1996) Η έννοια του αρχείου. Αθήνα: Εκκρεμές

Δεν υπάρχουν σχόλια: