ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Έστω και σαράντα χρόνια μετά τη βράβευση του
Οδ. Ελύτη με το «Νόμπελ Λογοτεχνίας» δίδεται ξανά η ευκαιρία να ξαναδούμε από
κοντά κάποιες στιγμές «γειτνίασης» του ποιητή με την Αριστερά (βλ. Για το ιστορικό «υπόβαθρο» της λογοτεχνίας,
Αθήνα, «Παπαζήσης» 2017, 295 – 308 και κυρίως: Μ. Χατζηγιακουμή, Η αίσθηση της ιστορίας στο έργο του Οδ.
Ελύτη, Αθήνα, «Παπαζήσης» 22014, passim).
Στα Καλλιτεχνικά Νέα θα συνεργαστεί ο Ελύτης
προδημοσιεύοντας τμήματα από τη σύνθεση Ήλιος ο πρώτος και
υπογραμμίζοντας για μιαν ακόμη φορά: «Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν/ Κι ας μας
φωνάζουν αεροβάτες/ Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι/ Σίδερο με τι πέτρες
τι αίμα τι φωτιά/ Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!».
Ο
ποιητής, τα Χριστούγεννα του 1943, εγκαινιάζει τη μακρά έρευνα του περιοδικού,
που ο ίδιος εισηγήθηκε, με τίτλο «Τα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά
προβλήματα», στοιχειοθετώντας ένα πολύπλευρο καμβά (κοινωνικοί, ιστορικοί,
«ψυχαναλυτικοί» και αισθητικοί παράγοντες λειτουργούν «όλοι μαζί και
παράλληλα») για την προσέγγιση των έργων τέχνης, χωρίς ωστόσο να παραλείψει
να καυτηριάσει τη μονομερή τους επίκληση από μαρξιστές και αντίστοιχα από φροϋδιστές
που προβαίνουν σε μια επιπόλαιη εφαρμογή της «διαλεκτικής» των ιστορικών
πραγμάτων. Ως προς τον υπερρεαλισμό, που κατανοείται ως «ορισμένη αντίληψη» για
τον κόσμο και την ακεραιότητα του ανθρώπου, διευκρινίζεται ότι ο βαθύτερος
στόχος των εκπροσώπων του έγκειται στη διεύρυνση της έννοιας του «πραγματικού»,
με βάση τα «σύγχρονα διαλεκτικά θεμέλια» που επιτελούν την υπέρβαση της
εσωτερικής και της εξωτερικής του πλευράς στην ολοκληρωμένη σύνθεση του
«υπερπραγματικού».
Με τη μνεία των θέσεων του Breton υπερθεματίζεται η επαφή των
υπερρεαλιστών με την πραγματικότητα, εφόσον στην «ολοκληρωτική» της μορφή
έχουν τη θέση τους «όχι μονάχα το χώμα ή το τσαπί αλλά, ισότιμα πάντοτε, και το
όνειρο και η σκιά και το ρίγος κι ο όρκος των ερωτευμένων, αφού κι αυτά όλα
υπάρχουνε, συγκροτούνε τον κόσμο μας κι έχουν δικαίωμα στην ποιητική έκφραση».
Με την αξίωση τέλος του Éluard
να υποχρεωθούν οι ποιητές στην ανάδειξη της «κοινής ζωής» των ανθρώπων,
στηλιτεύονται οι «ελεφάντινοι πύργοι» που μένουν «ακατοίκητοι κι ερειπωμένοι»,
παρά τις ηθικές και υλικές απολαβές που φαίνεται να εξασφαλίζει ο «ακαδημαϊσμός»
(1943/1944).
Ο
Ελύτης στα Νέα Γράμματα πια, μετά την
Απελευθέρωση και πριν τα Δεκεμβριανά, με την προσδοκία ότι «πεισματωμένες
ελπίδες θ’ αμοληθούνε στο νέο χορτάρι» και με τη βεβαιότητα ότι οι νεωτερικές
ιδέες για την ποίηση θα «μας συνδέσουν φυσιολογικά με ό,τι καλύτερο είναι
δυνατόν να παρουσιάσει το μέλλον», επανέρχεται στο θέμα της πολιτικής του
υπερρεαλισμού («Απολογισμός και νέο ξεκίνημα»,1944).
Μέσα
σε αρκετά διαφορετικές συνθήκες, τόσο στην ελληνική όσο πρώτιστα στη διεθνή
πολιτική σκηνή, και με διαφορετική έκβαση, εκτυλίσσεται η αντιθετική διεργασία
αποδοχής και συνάμα απόρριψης του κομματικού ελέγχου της τέχνης, από τις στήλες
της Επιθεώρησης Τέχνης. Η αξιοποίηση πολλαπλών εμπειριών, από την
ανατολική και τη δυτική Ευρώπη, της διαδικασίας απεγκλωβισμού από το καθεστώς
της «προσωπολατρίας», σε μια χώρα που η ήττα του κομμουνιστικού της κινήματος
ωθούσε στην (αυτο)κριτική επισήμανση των λαθών του, εξόπλισε τους διανοούμενους
της Αριστεράς με τα αναγκαία αντισώματα για την έγκαιρη και αποτελεσματική
απόκρουση των κομματικών επεμβάσεων στο πεδίο της πνευματικής εργασίας. Οι
μεταφραστές αυτών των κειμένων διασφαλίζουν μαζί με πλειάδα συνεργατών της Επιθεώρησης
Τέχνης το δικαίωμα της ανεμπόδιστης άνθησης των γραμμάτων και των τεχνών .
Στο περιοδικό αυτό άλλωστε είχε δημοσιευτεί ο στίχος: « οι ποιητές κατοικούν
έξω απ’ το φόβο », ενός ποιητή
που παλαιότερα είχε επικριθεί για τον «ουμανιστικό» τόνο των έργων του
(Βρεττάκος 1966).
Ως προς το θέμα
που μας ενδιαφέρει εδώ, τον υπερρεαλισμό, επιλέγεται η διακριτική προσέγγιση
των εκπροσώπων του. Έτσι, προδημοσιεύονται αποσπάσματα από Το Άξιον Εστί του Ελύτη που λύνει την
εντεκάχρονη σιωπή του για να καλέσει «τους
παλιούς φίλους καλώ * με φοβέρες και μ’ αίματα!», και να
τους πληροφορήσει ότι «τα σταυροδρόμια
που ήξερα έγιναν αδιέξοδα», ως «εξόριστος ποιητής» που έβλεπε «τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών»,
«τις κανονιοφόρους του Έρωτα» (1958).
Ο επιμελητής
αυτής της συνεργασίας, ο Αλ. Αργυρίου, περιοδολογεί τις μεταμορφώσεις της
υπερρεαλιστικής του γραφής, αναδεικνύοντας τις «χορδές με οξείς και σκληρούς
ήχους», που ανευρίσκονται κυρίως στη σύνθεση Η καλοσύνη στις λυκοποριές,
με τους οποίους κατευθύνθηκε «προς τα εδάφη της σύγχρονης πολιτείας, με τα πάθη
της, τις συγκρούσεις της, τις ερημώσεις της» («Σημειώσεις πάνω στην ποίηση του
Οδ. Ελύτη», 1958). Το ποίημα αυτό κυκλοφόρησε και δακτυλογραφημένο, χέρι με
χέρι, κατά τον πρώτο χρόνο της απριλιανής δικτατορίας, από τους «Λαμπράκηδες»
των Ιωαννίνων.
Ο Π. Νούτσος είναι ομότιμος
καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου