ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΓΙΩΣΑ
Γιάννης Δάλλας: ο ποιητής, ο δοκιμιογράφος, ο
κριτικός, ο φιλόλογος, ο δάσκαλος. Φιλόλογος με φι κεφαλαίο, αφού ήξερε
καντάρια γράμματα, με θαυμαστή για την απλότητά του μεταδοτικότητα – ίδιον
μεγάλων δασκάλων.
«Μεταφραστής»,
σύμφωνα με την επίσημη εργοβιογραφία του, των Αρχαίων Ελλήνων Λυρικών, του
Αρχίλοχου και του Βακχυλίδη, της Σαπφούς και του Πίνδαρου, του Μίμνερμου και
του Στησίχορου, του Ανακρέοντα και του Θέογνι, αν και η ένστασή μου για τον όρο
«μετάφραση» είναι διαχρονικά – από την εκπαιδευτική μου θητεία ακόμη– έντονη.
Διαβάζουμε και εμπεδώθηκε εσφαλμένα σε όλους μας η «μετάφραση» από τα αρχαία
στη δημοτική. Λες και η αρχαία ελληνική είναι άλλη γλώσσα από τη δημοτική (τη
δημώδη), μια γλώσσα ξένη, πέφτοντας, έτσι, στην παγίδα της πάλαι ποτέ
διγλωσσίας και του περιβόητου «γλωσσικού ζητήματος», της αφελούς (με τον
επιεικέστερο χαρακτηρισμό) γλωσσικής διαμάχης ανάμεσα στους «καθαρευουσιάνους»
και τους «δημοτικιστές». Το ορθό, λοιπόν, θα ήταν μεταφορά των αρχαίων
ελληνικών λυρικών κειμένων από την αρχαία ελληνική στη δημοτική. «Η διδασκαλία
των Αρχαίων δεν έπρεπε επ’ ουδενί να καταργηθεί», μου έλεγε ο Δάλλας σε σχετική
συζήτησή μας στο περιθώριο μιας αυγουστιάτικης «Λυρικής Παμβώτιδας» και η άποψή
του με βρίσκει και σήμερα απόλυτα σύμφωνο.
Στα
Γιάννενα και στο Πρότυπο Λύκειο της πόλης ξεκίνησε το 1955 (μέχρι το 1973) την
εκπαιδευτική του σταδιοδρομία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ο Γιάννης Δάλλας,
αλλά και αυτή του ακαδημαϊκού (Καθηγητή) στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων μετά το
1986. Στα Γιάννενα –την «πόλη των συντεχνιών και των αγώνων», όπως
χαρακτηριστικά προσονόμαζε την πόλη των Γραμμάτων και των Τεχνών– υπήρξε,
επίσης, συνεκδότης του περιοδικού «Δοκιμασία» (1973-1974), ένα περιοδικό πνευματικού,
αλλά και κοινωνικού προβληματισμού, εκφράζοντας μαχητικά τις ιδέες του περί
κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας, για ένα σχολείο απαλλαγμένο από τη μέγκενη
του συντηρητισμού. Η Λίμνη και το Κάστρο, η Οδός Ανεξαρτησίας και το Νησί,
στολίδι της χιλιοτραγουδισμένης Παμβώτιδας, απασχόλησαν, συχνά με νοσταλγία, την
ποίησή του. «Μπήκα στην πόλη από την
βραδυνή πύλη, / του αισθήματος, / βρήκα τη λίμνη στο ουρανί, / χαλκωματένια...»,
θα γράψει στο ποίημά του «Δεύτερος νόστος» (Γεννήτριες, Εκδόσεις τυπωθήτω-
λάλον ύδωρ). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ήταν και η εισήγησή του με θέμα «Από τα
δημοτικά τραγούδια του Παναγιώτη Αραβαντινού. Μικρή επιλογή», στην Ημερίδα που
διοργάνωσε η Εταιρεία Συγγραφέων και Λογοτεχνών Ηπείρου στην Αίθουσα
Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος στη ΖΠΑΙ, στις 23-6-2013, τιμώντας τα εκατόχρονα της
απελευθέρωσης της πόλης («Εκατό χρόνια ελεύθερα Γιάννενα(1913-2013): Η ιστορία
της πόλης μέσα από την Ποίηση»).
Το ποιητικό του έργο φαίνεται να έχει επιρροές από τον Μίλτο
Σαχτούρη και τον Τάκη Σινόπουλο, ακόμη και τον Μανόλη Αναγνωστάκη,
διατηρεί ωστόσο με τρόπο κατορθωμένο τον αυτοδύναμο και αυτόνομο χαρακτήρα του.
«Στα ποιήματά του υπάρχει το στοιχείο της φυσιολατρείας, αλλά και του
παράλογου», θα σημειώσει ο Λίνος Πολίτης. Καταγγελτικά των κακώς κείμενων
της κοινωνίας τα περισσότερα, από την «Απόπειρα Μυθολογίας» κιόλας το 1952,
όπως θα παρατηρήσει ο σπουδαίος ελληνιστής Mario Vitti, μας υπενθυμίζουν τον κοινωνικό ανθρωπισμό και τις αριστερές του
καταβολές, τις οποίες τίμησε χωρίς τυχοδιωκτισμούς ως τα βαθιά γηρατειά του
(«σαν όρθια άρνηση / ανάμεσα στα σπαθιά αδεκάτιστος / σε τόσα ασήμια
ανεξαγόραστος», Πρόπλασμα, Ποιήματα 1948-1988). Η
ποίησή του μεταφράστηκε αποσπασματικά σε ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά,
Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Αλβανικά), ενώ πληρέστερα ετοιμάζονται για έκδοση
προσεχώς οι δύο τελευταίες συλλογές του στα Ισπανικά από την Isabel Garcia
Gálvez και εκτενής επιλογή του ποιητικού έργου του στα Ιταλικά από τον Massimo
Cazzulo.
Η απαγγελία στίχων από αγαπημένα ποιήματά του, με την επιβλητική βραχνή δωρική ηπειρώτικη φωνή, ηχούν ακόμη στα αυτιά μου: «Η αλήθεια διάτρητη από νικητές κι από νικημένους μύριζε πτωμαΐνη», «Η ποίηση μυστική τεθλασμένη των αντιστάσεων», «Απ’ την εποχή του κατακλυσμού ο ποιητής ανήκει στα αμφίβια ...». Ενώ στον «Τιμάριθμο της Ποίησης», προφητικός για την εποχή της αριθμοκρατορίας και της τιμαριθμοποίησης των πάντων, την εποχή μας, θα γράψει: «Στη Σίτι Μπανκ έφτασε τελευταίος κι είδε να γυρίζει και να κόβει η μηχανή αμέτρητα ρολά μοιράζοντας σε χέρια νευρικά χαρτονομίσματα, χαρτορροή, χαρτοποιήματα και ο νεαρός που έτρεχε να τα προλάβει ήταν ο τιμάριθμος της ποίησης που ανέβαινε ο σφυγμός της σαν τα παραμιλητά ενός τρελού, ενώ ο γεροτυφλός σε μια γωνιά του χρόνου, ακουμπώντας σε κολώνα ιωνική, άναυδος άκουγε τη μυστική χαρτοβοή».
Η απαγγελία στίχων από αγαπημένα ποιήματά του, με την επιβλητική βραχνή δωρική ηπειρώτικη φωνή, ηχούν ακόμη στα αυτιά μου: «Η αλήθεια διάτρητη από νικητές κι από νικημένους μύριζε πτωμαΐνη», «Η ποίηση μυστική τεθλασμένη των αντιστάσεων», «Απ’ την εποχή του κατακλυσμού ο ποιητής ανήκει στα αμφίβια ...». Ενώ στον «Τιμάριθμο της Ποίησης», προφητικός για την εποχή της αριθμοκρατορίας και της τιμαριθμοποίησης των πάντων, την εποχή μας, θα γράψει: «Στη Σίτι Μπανκ έφτασε τελευταίος κι είδε να γυρίζει και να κόβει η μηχανή αμέτρητα ρολά μοιράζοντας σε χέρια νευρικά χαρτονομίσματα, χαρτορροή, χαρτοποιήματα και ο νεαρός που έτρεχε να τα προλάβει ήταν ο τιμάριθμος της ποίησης που ανέβαινε ο σφυγμός της σαν τα παραμιλητά ενός τρελού, ενώ ο γεροτυφλός σε μια γωνιά του χρόνου, ακουμπώντας σε κολώνα ιωνική, άναυδος άκουγε τη μυστική χαρτοβοή».
Ο Γιάννης Δάλλας συνέχισε τη μακρά παράδοση των Ηπειρωτών στα
Γράμματα και στις Τέχνες, καταλαμβάνοντας δικαιωματικά μια θέση στη χορεία των
κορυφαίων, πλάι στον Ψαλίδα, τον Βηλαρά και τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, στον
Παναγιώτη Αραβαντινό και τον Δημήτρη Σαλαμάγκα, στον Κρυστάλλη και τον
Χριστοβασίλη, στον Χατζή Πελλερέν και τον Δημήτρη Χατζή, στον Χρήστο Σούλη, τον
Γιάννη Νικολαΐδη και τον Λάμπρο Μάλαμα, στον Νίκο Χουλιαρά και τον Τάσο
Πορφύρη, αναφέροντας ενδεικτικά μόνο μερικούς από αυτούς. Η κατάθεση από την κοντά στον αιώνα ζωή του, απλή και απέριττη –όπως
ολόκληρος ο βίος του– περιγράφεται στο οιονεί επιμύθιο ποίημά του με τίτλο
«Καταθέτω τώρα»: «... ό,τι δανείστηκα απ’
την τράπεζα του σύμπαντος / κι ό,τι κουβάλησα απ’ τη γη μου / τη ροή των ιδεών
ανάμεσα απ’ τα οστά / και τους δομημένους νευρώνες του έρωτα / μες στη χωμάτινη
κονίστρα / όπου ματώθηκα».
Τα αστέρια που ποτέ σου δε φοβήθηκες, άξιο της Ηπείρου τέκνο, σε
περιμένουν. «Εγώ
δεν φοβάμαι τ’ αστέρια / είπ’ ο Λουκάς / να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα / χωρίς
να καώ / ώρες το κοίταζα μες στα μάτια / και δεν τυφλώθηκα / μου άνοιξε τότε τα
φυλλοκάρδια / και μπαίνοντας / είδα πλατείες και γαλάζιες στοές / και στο βάθος
τους / προτομές από σπάνιους λίθους / και κρύσταλλα / Που οι δικές μας σκέφτηκα
/ Που εκεί κάτω / από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου / και χαλκεία / τ’ αστέρι
γέλασε με τη σκέψη μου / κι ύστερα / άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ / ή τι λέω
/ έγινε κομήτης και με προβόδησε / ως εδώ εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι /
συνέχιζαν / ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη / πετροβολώντας / τα δικά τους
αδέσποτα αστέρια / και εκείνα / σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι / ή αστρίτες»
(από το ποίημά του «Τ’ αστέρια»).
Ρία Δάμα, Give me back my shape, 2020 (λεπτομέρεια), μελάνι σε χαρτί |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου