ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΑΡΑΦΗ
Ιούλιος 1825· ο Πάνος Ανατολίτης, χριστιανός στρατιώτης
στα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά, δραπετεύει από την πρόσφατα κατακτημένη
Τριπολιτσά και προσφεύγει στο στρατόπεδο του Γενικού Αρχηγού των ελληνικών
στρατευμάτων Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Αρχηγός τον στέλνει στο Άστρος, από όπου
συντάσσει αναφορά προς το Εκτελεστικό Σώμα: «είμαι χριστιανός, είμαι
φιλελεύθερος [φίλος της ελευθερίας], δεν παρεκινήθην εις τούτο [την αυτομόληση]
αλλά από μόνον της πίστεως ημών έρωτα και κατέφυγον εις τους Έλληνας». Αρχικά
συνάντησε την τύχη κάθε αδύναμου: οι Έλληνες τον «εγύμνωσαν» δύο φορές από όπλα
και χρήματα. Με την επιστολή ζητά να του επιστραφούν τα αρπαγέντα πράγματά του
και παράλληλα προσφέρει στην επαναστατική Διοίκηση τις υπηρεσίες του ως
στρατιώτης: «να δουλεύσω την Ελλάδα... όπου και όπως εγκρίνη». Το Υπουργείο της
Αστυνομίας εισηγείται αρχικά την απόδοση μικρής οικονομικής ενίσχυσης (25-30
γρόσια), για να αποζημιωθεί για την κλοπή και να εξασφαλιστούν προσωρινά τα
προς το ζην, και επιπλέον τον διορισμό του στο υπό σύσταση σώμα του τακτικού
ιππικού.
Μισό μήνα αργότερα, η Γενική Αστυνομία Ναυπλίου, για να εξακριβωθεί αν
πρόκειται για κατάσκοπο του Ιμπραήμ πασά, τον υπέβαλε σε ανάκριση. Οι απαντήσεις
που έδωσε στις αστυνομικές αρχές μας επιτρέπουν να διαγράψουμε στον χάρτη το
προσωπικό του δρομολόγιο· ας υπομνήσουμε εδώ πως δεν έχει τόση σημασία αν ο
ανακρινόμενος είπε πλήρως την αλήθεια, αν απέκρυψε ή αν λείανε σημεία της
πορείας του υπό τον φόβο να θεωρηθεί κατάσκοπος από τις ανακριτικές αρχές. Αυτό
που έχει σημασία, διαβάζοντας κανείς σήμερα την κατάθεσή του, είναι πως αυτή
έγινε πιστευτή, ακριβώς γιατί περιέγραφε ένα δρομολόγιο που μπορούσε να συμβεί.
Σύμφωνα μ’ αυτήν: ο Πάνος Ανατολίτης είναι χριστιανός από τη Γεωργία, πωλείται
σκλάβος στην Κωνσταντινούπολη σε έναν καπιτζίμπαση (αρχιθυρωρό του παλατιού) -άγνωστο
πότε, αλλά μια υπόθεση θα ήταν πως είχε αιχμαλωτισθεί κατά τη διάρκεια του
ρωσο-οθωμανικού πολέμου του 1806-1812· ύστερα, πάλι χωρίς σαφή χρονικό
προσδιορισμό, βρίσκεται στη Χίο «ζων χριστιανός», δηλαδή ραγιάς αλλά όχι
σκλάβος. Η ελευθερία του τελειώνει για δεύτερη φορά το 1822, με την καταστροφή
της νήσου, οπότε αιχμαλωτίζεται ξανά, οδηγείται στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου
και πωλείται στον κεχαγιάμπεη (υψηλόβαθμο αξιωματούχο) του Μεχμέτ Αλή. Το 1825
ακολουθεί τον ιδιοκτήτη του στην εκστρατεία της Πελοποννήσου και, όταν κατά
τους πρώτους μήνες της εκστρατείας αυτός σκοτώνεται στην πολιορκία του
Νεοκάστρου, ο Πάνος Ανατολίτης γίνεται κτήμα του Ιμπραήμ πασά. Μάλλον ο θάνατος
του ιδιοκτήτη του μετατρέπει τους όρους της διαβίωσης, χάνεται ενδεχομένως κάποια
προστασία και τότε δραπετεύει· δεν μας λέει πότε ακριβώς, πάντως μετά την
κατάληψη της Τριπολιτσάς από τις αιγυπτιακές δυνάμεις, στις 10 Ιουνίου του 1825.
Μετά τη δραπέτευσή του η περιγραφή γίνεται πιο αναλυτική: βρίσκεται κοντά στον
καπετάνιο Μιχ. Μυτιληναίο και πολεμά υπό τις διαταγές του, ασθενεί και
παραμένει για ανάρρωση στο στρατόπεδο του Λόντου, ενώ στη συνέχεια μεταβαίνει στο
στρατόπεδο των Βερβένων, από όπου παραπέμπεται πια στη Διοίκηση.
Από τη Γεωργία, λοιπόν, στην Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, την Αίγυπτο κι από
εκεί στην Πελοπόννησο· πρόκειται άραγε για το δρομολόγιο ενός ανθρώπου προερχόμενου
από τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, ο οποίος βίωσε δύο φορές τη σκλαβιά, τη
δραπέτευση και την καταφυγή; ή ίσως εκείνο ενός επαγγελματία στρατιώτη στη
μεταναπολεόντειο εποχή, που πολέμησε διαδοχικά σε διαφορετικά στρατεύματα σε
διάφορα μέρη της Ανατολικής Μεσογείου; Σε κάθε περίπτωση διαγράφεται η πορεία
ενός, κατά τα άλλα αφανούς, ανθρώπου την εποχή των Επαναστάσεων· μία πορεία που
τελικά εκβαίνει στην Ελληνική Επανάσταση. Ο Πάνος Ανατολίτης, αυτόμολος ή φυγάς,
ζητά να γίνει τμήμα αυτής της επανάστασης, να λάβει μέρος σε αυτήν προσφέροντάς
της αυτό που γνωρίζει καλά, δηλαδή την ικανότητά του να πολεμά. Δεν γνωρίζουμε
αν εντέλει εντάχθηκε στις τάξεις του υπό διοργάνωση ελληνικού τακτικού στρατού,
πάντως η επαναστατική Διοίκηση καταρχήν έδειξε έτοιμη να τον υποδεχθεί.
«Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Προς το Υπουργείον της Αστυνομίας
Η Γενική Αστυνομία Ναυπλίου
Εξετάσθη ακριβώς ο σταλθείς σήμερον εις την Γεν. Αστυνομίαν όστις
αποκρίνεται ότι είναι Γεωργιανός, Πάνος καλούμενος, όστις μεταφερθείς επωλήθη
εις Κωνσταντινούπολιν κοντά εις τον καπιτζίμπαση, μετά καιρόν έφυγε και ήλθεν
εις Χίον ζων χριαστιανός.
Εις την αιχμαλωσίαν της Χίου συλληφθείς αιχμάλωτος μετακομισθείς εις
Αίγυπτον ηγοράσθη από τον κεχαγιάμπεην του Μεχμέτ Αλή. Ο αγάς του εκστρατεύσας
ενταύθα εφονεύθη εις Νεόκαστρον και αυτόν επήρεν έπειτα ο ίδιος ο πασάς.
Από Τριπολιτζάν λοιπόν έφυγεν ένοπλος και έφιππος, ερχόμενος ως λέγει εις
τους Έλληνας. Οι Έλληνες τον έπιασαν, του επήραν αρκετήν ποσότηταν χρημάτων, ως
λέγει τον ίππον του, το όπλον και λ[οιπά] και ελθών εδώ εστάθη εις τον καπετάν
Μιχάλην Μυτιληναίον και όταν εστράτευσε τον επήρε μαζί του· εις τον δρόμον
επόντιασε και τον αφήκεν εις τον Λόντον. Αφ’ ου ανέλαβε τον έστειλε εις Βέρβενα
προς τον καπιτάνιον του και μη όντος του καπιτάνιου του, αυτόν οι παρευρεθέντες
τον έστειλαν εδώ. Τοιούτον εστάθη το περί αυτού καθώς ακριβώς εξετάσθη.
Ναύπλιον
13 Αυγούστου 1825»[1]
* Ο Βαγγέλης Σαράφης είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας,
ΕΚΠΑ
[1] Τα
υπηρεσιακά έγγραφα που σχετίζονται με την υπόθεση του Πάνου Ανατολίτη έχουν
δημοσιευτεί στο: Χρήστος Κ. Ρέππας (εκδ.), Υποθέσεις
κατασκοπίας κατά την Επανάσταση του 1821. Αρχειακά κείμενα, Αθήνα, 2012, σ.
344-347.
Κοσμάς Ξενάκης, Χασάπης, 1956, λάδι σε καμβά, 128 × 81 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου