Γιώργος Ζογγολόπουλος, Γυμνό, 1955- 1957, χυτός ορείχαλκος, 14 x 20 x 6 εκ. |
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Είκοσι
τέσσερις χτύποι και σιωπή, ποιήματα, εκδόσεις Μελάνι, σ. 66
Σαράντα εννέα
εικοσιτετράστιχα ποιήματα κι ένα εννεάστιχο, το «Σχόλιο» της σελίδας 25 – στο
κέντρο ακριβώς αυτής της δομημένης κατοικίας, όπου στεγάζεται μια θλίψη
κρυστάλλινη, που όταν δεν αναλύεται σε δάκρυα, γίνεται χιόνι, γίνεται
τσακισμένο ρολόι που εξακολουθεί να μετράει το Χάος πάνω από μια Δημιουργία
ατυχή.
Αυτή η
αντίληψη του θεού, άλλοτε ως δράκοντα κι άλλοτε ως άστοχου, αδέξιου χωροτάκτη
μηχανικού, που δεν ήταν στην καλύτερη στιγμή του όταν έπλασε τον κόσμο και μαζί
μ’ αυτόν έναν Κήπο της Εδέμ που διόλου ασφαλής και σφραγισμένος στο Κακό δεν
αποδείχτηκε. Μόνο που το Κακό εδώ έχει τη μορφή της ανίας, της πλήξης, της
μη-Αγάπης, της ανεπίδοτης φιλότητας. Το Καλό δεν είναι κατάκτηση, αλλά απουσία,
μια εγγενής κληρονομιά που φέρουμε στα κύτταρά μας σαν νοσταλγία προς τα Άνω,
χωρίς αυτό το άνω όμως να είναι επιθυμητό ή καλύτερο από το κάτω.
Η
πολυβραβευμένη Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου σε αυτή την δέκατη τέταρτη ποιητική
συλλογή της είναι κοντά πλέον στους αρχαίους δραματικούς ποιητές, αφού η θλίψη
της δεν είναι λυρική, δεν είναι καν προσωπική, αλλά διαμαρτυρία για τη μοίρα
της ανθρωπότητας. Το εμείς είναι που λιώνει σε χιλιάδες σπασμένα κρύσταλλα, που
αναλύεται σε χιόνι και σιωπή, αναγκαστική, όχι το εγώ. Η ποιητική φωνή που
ομιλεί είναι απλώς μια μάσκα, ένα τραγικό προσωπείο, μέσα από το οποίο περνάει
όση αλήθεια κι όσο φως δεν αντέχει ο καθημερινός, βιοποριστικός λόγος.
Η πόλη της
είναι άθλια πόρνη που μιμείται τον εαυτό της. Καμία σχέση με την καβαφική
Ιθάκη. Ουδεμία νοσταλγία. Ουδείς εξιδανικευμένος παράδεισος της παιδικής
ηλικίας. Τα παιδιά, μέχρι να πάρουν και το απολυτήριό τους, από έφηβοι γίνονται
πεδία μαχών που δεν επέλεξαν εκείνα να εμπλακούν, είναι αξιολύπητα κι αγριωπά,
είναι συμπαθητικά κι αποκρουστικά, σαν ανδρείκελα φριχτά στο κουκλοθέατρο ενός
σύμπαντος ατελούς.
Αυτό είναι το
κλειδί για να αποκωδικοποιηθεί αυτή η ποίηση φυγής από το απτό αστικό τοπίο:
ζούμε μέσα σε έναν κόσμο εν εξελίξει, όλα γύρω μας είναι ένα ατέλειωτο
εργοτάξιο, δεν απαιτείς την τελειότητα του πλατωνικού κόσμου των Ιδεών, δεν
έχει θέση εδώ, σε αυτή την Κόλαση που δεν μπορεί να ευελπιστεί σε κάποιο
Καθαρτήριο. Ακόμα κι ο τσεχωφικός Θείος Βάνιας συνάντησε τον έρωτα πολύ αργά
στη ζωή του, έτσι που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στις
αψιμαχίες του.
Μια παραίτηση
φιλοσοφικού τύπου υποφώσκει κάτω από αυτά τα απολύτως συνεκτικά και πιστά στον
εαυτό τους γραφτά, που αποκτούν δική τους οντότητα, πέραν ενδεχομένως από τις
προθέσεις εκείνης που τα δημιούργησε, τους έδωσε γραμμές και στήλες, απότομες
περικοπές, διασκελισμούς, παρηχήσεις και σποραδικές ομοιοκαταληξίες, συνήθως
σκωπτικές.
Είναι πολύ
συγκρατημένη ετούτη η ποιητική έκφραση για να αποφεύγει τεχνηέντως την παγίδα
της αυτοαναφορικότητας. Ακόμα κι όταν αυτοβιογραφείται η «παλαιά διδασκάλισσα»
(σσ. 50 και 51) υπερισχύει η άπειρη τρυφερότητα για τον πλησίον, που δεν
γίνεται έμπρακτη αγάπη αλλά έγγραφη προσευχή, ένυλη απόδειξη ευγνωμοσύνης για
τη διασταύρωση τροχιών που δεν θα ξανασυναντηθούν πια. Ο ρομαντισμός παλεύει με
τον νεοκλασικισμό σ’ αυτή την ποιητική και νικάει κατά κράτος. Αν δεν ήταν τόσο
χαμηλόφωνα θα μπορούσαν ίσως να ενταχθούν αυτά τα στιχουργήματα στο πάντα
επίκαιρο κίνημα «Θύελλα κι Ορμή» (Sturm und Drang), έχουν όμως αυτή την ανατολίτικης κοπής θηλυκότητα που τα
προφυλάσσει από τις υπερβολές της τεστοστερόνης.
Κι όσο κι αν
δεν υπάρχει βεβαίως «αντρική» και «γυναικεία» ποίηση, μήτε –φυσικά–
«ενεργητική» και «παθητική», έτσι και δεν μπορείς να καλύψεις αυτή τη σπουδή
θανάτου με ολιγόλεκτη επιγραφή σαν επιτύμβια ταινία. Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου
δεν μελετάει τον δικό της θάνατο, αλλά τον θάνατο μιας συλλογικότητας που
κάποτε θα λέγαμε ανθρωπότητα, κείτεται όμως τώρα πια –κομμάτια και κρύσταλλα–
στο χαοτικό ψηφιδωτό ενός κόσμου που δεν βγάζει νόημα, μιας κι ο δημιουργός του
πέταξε «τα άτυχα σχέδια στη γη» (σελ. 49).
Η θλίψη πρωταγωνιστεί σ’ αυτό το
βιβλίο. Η θλίψη του Αισχύλου στον «Προμηθέα Δεσμώτη» που τα βάζει, τολμάει να
τα βάλει με την ουράνια εξουσία των αθανάτων νέων θεών. Κρυστάλλινη θλίψη που
λιώνει σε σταγόνες-εικόνες κι επιτύμβια ποιήματα μιας ζήσης αποξεχασμένης στη
ρυπαρή ραστώνη μιας πόλης, στην επιθυμητή υπνηλία της μοναξιάς. Μεταιχμιακή
εφηβικότητα που ερωτοτροπεί με το θάνατο σ’ ένα αστικό τοπίο διόλου
ενθαρρυντικό, δίχως οσμές, εκτός ίσως από τη μυρωδιά της βενζίνης. Και σαν
είναι πάντα ένας καλοδεχούμενος χειμώνας με τη νύχτα και τη λευκάδα του. Το πιο
πλήρες κι εκφραστικό ποίημά της είναι –κατά την ταπεινή μου γνώμη– τα «Αστικά
ευαγγέλια» στη σελίδα 17. Αλλά σε κάθε ποίημα ανακεφαλαιώνεται με τη μία ή την
άλλη μορφή το ίδιο τραγικό υπαρξιακό αδιέξοδο. Μιας νόησης που νοσταλγεί κάτι
ανώτερο, γιατί, απλούστατα, κάπου βαθιά στα κύτταρά της το θυμάται και το
απαιτεί. Εδώ. Τώρα. Ας όψεται ο «Ιερός αναλφαβητισμός» (σελ. 49).
Σαράντα εννέα παραλλαγές της ίδιας
παραδομένης λύπης με ένα εμβόλιμο σχόλιο ανάμεσά τους. Οι είκοσι τέσσερις
στίχοι αντιστοιχούν σε είκοσι και τέσσερις χτύπους και οι εννέα με τη σιωπή. Ο
Χρόνος πανταχού παρών και στο προτελευταίο ποίημα «Η χρησιμότης του
εκνευρισμού». Το τελευταίο, με ειρωνικό τίτλο «Πάλι καλά», μοιάζει σαν
επιτύμβιος απολογισμός στη διαθήκη μιας άλλης, αφού η ποιήτρια έχει συνείδηση
της αιωνιότητας κι αναφέρεται στο άφευκτο σα να πρόκειται για μια αναχώρηση.
Απλή. Που τακτοποιούμε τα γραψίματα στο συρτάρι και μοιράζουμε τα κουρελιασμένα
μας άμφια στους ζητιάνους. «Καλοσιδερωμένα
παλιοκούρελα. / Γνωρίζω πως οι περισσότεροι / θα προτιμήσετε τα δικά σας. / Δυο
τρεις θα δουν τη Διαφορά». Υπόγειο σχόλιο για τους πιθανούς ειλικρινείς
αποδέκτες μιας ποίησης χειρουργικής.
Ο Κωνσταντίνος
Μπούρας είναι δρ Θεατρολογίας και κριτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου