Η τελευταία περίοδος των ποιητικών
συλλογών του Νάνου Βαλαωρίτη
Γιάννης Μόραλης, Μορφή (λεπτομέρεια), 1951, αυγοτέμπερα σε ξύλο, 49 x 38 εκ. |
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ
Ο σχηματισμός
κυβέρνησης / στην Ελλάδα εξαρτάται απ’ τον καιρό / αν φυσήξει
πουνέντες θα βγούνε / φιλοδυτικοί, αν φυσάει γρέγος // θα βγει μια
φιλορωσική – / αν φυσάει μαΐστρος θα βγει / μια φιλοευρωπαϊκή –
που / θα ψηφίζει αιωνίως μνημόνια // έως τον άρρητο αριθμό με /
Χ δισ. μονάδες – και το χρέος / ω, το χρέος παιδιά μου θ’ αυξάνεται /
με ταχύτητα φωτός – στον κύβο // κάθε νέα μέτρηση – και η μητέρα μας /
η στοργική… Αμερική να μην / προλαβαίνει να επιβάλλει κυρώσεις / ενώ
θ’ ανατέλλει εξ ανατολών // ΜΙΑ ΡΟΔΟΔΑΧΤΥΛΗ ΑΠΕΙΛΗ («ΕΞ ΑΝΑΤΟΛΩΝ ΤΟ
ΦΩΣ», Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα)
Θυμάμαι τις
συζητήσεις μας με τον Νάνο Βαλαωρίτη σχετικά με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.
Εστιάζαμε συχνά σε συγκεκριμένες ποιητικές συλλογές, από αυτές οι οποίες του
ταχυδρομούνταν ασταμάτητα και συσσωρεύονταν μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία σε
στοίβες γεμίζοντας ασφυκτικά το σπίτι του. Τα σχόλιά του για τις περισσότερες
ήταν αρνητικά. Τον ενοχλούσε το στήσιμο των ποιημάτων, επειδή ακολουθούσαν μία,
όπως θεωρούσε, σεφερική μανιέρα, η οποία βέβαια δεν αντικατόπτριζε τη γνήσια
σεφερική ποιητική, αλλά αφορούσε τη σύνθεση σε έναν ελεύθερο στίχο δίχως ρυθμό
και δίχως κάποιο σχήμα. Έλειπε δηλαδή η ακουστική φαντασία, την οποία ο Έλιοτ
όριζε ως «μια αίσθηση για τη συλλαβή και το ρυθμό, που εισδύει πολύ βαθύτερα
από τα συνειδητά επίπεδα της σκέψης και της αίσθησης, και ενδυναμώνει κάθε
λέξη… »[1].
Επεσήμαινε επίσης την πλημμελή ανάπτυξη των εικόνων στα ποιήματα, την
υπερβολική αναφορά σε στενά προσωπικά γεγονότα, τη συναισθηματολογία.
Ειδικότερα για το ζήτημα της κοινωνικής ποίησης, επέρριπτε στους περισσότερους
δημιουργούς την αδυναμία να εγκαταλείψουν το ναρκισσιστικό ή το συναισθηματολογικό
πεδίο, ώστε να ανταποκριθούν με επάρκεια στη συγκυρία της Κρίσης. Στους λίγους
που ανταποκρίνονταν καταλόγιζε μία επιφανειακή διαχείριση, αφού αντιμετώπιζαν
την Κρίση μόνο θεματολογικά και όχι ως αίτιο μεταβολής του ίδιου του λόγου.
Είχα χωρίσει, με
τη βοήθεια του Βαλαωρίτη, τα ποιητικά βιβλία του σε περιόδους. Η τελευταία
περίοδος[2]
ξεκινά με το Γραμματοκιβώτιον ανεπίδοτων επιστολών, που εκδόθηκε το
2010, περιλαμβάνει ακόμη τα Άνθη του θερμοκηπίου, τον Ουρανό
χρώμα βανίλιας, τα Χρίσματα, το Πικρό καρναβάλι και κλείνει
με τη συλλογή Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα του 2015, όπου βρίσκεται και
το πιο παλιό ποίημα, από όσα συνυπολογίζονται στη συγκεκριμένη περίοδο, το
«Απορίας άξιον», με ημερομηνία σύνθεσης τις 7 Ιουνίου του 2000. Από την άλλη,
στο 2015 ανήκουν τέσσερα ποιήματα της συλλογής.
Δίπλα στην
πολυθρόνα, όπου περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας, υπήρχαν τετράδια, τα
οποία ο Βαλαωρίτης γέμιζε συστηματικά με στίχους και στροφές. Την ποιητική του
δημιουργία χαρακτήριζε μία εργασιακή ηθική. Η τελευταία περίοδος των βιβλίων
της ποίησής του, λόγω της εκδοτικής συχνότητας αλλά και του όγκου των συλλογών,
αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την πληθωρικότητα. Το βασικό βέβαια δεν είναι ο
μεγάλος αριθμός των ποιημάτων, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη το γεγονός ότι, από ένα
σημείο και ύστερα, ο Βαλαωρίτης έγραφε για να μην υποκύψει στον χρόνο και
εξέδιδε για να μη αφανιστεί τίποτα από τον χρόνο, πράγμα το οποίο σε κάποιο
βαθμό θόλωνε το κριτήριό του σχετικά με το τι άξιζε να μπει σε μία συλλογή και
τι όχι. Το σημαντικό εδώ είναι ότι η μορφή των ποιημάτων και οι τεχνικές που
εφαρμόζονται, ενώ διατηρούν τις συνδέσεις με τους παλαιότερους τρόπους
σύνθεσης, αποβλέπουν σε ένα διαφορετικό μοντέλο, ένα, ας πούμε, πρότυπο και
υποθετικό ποίημα με συγκεκριμένα καταστατικά στοιχεία, το οποίο έχει περιγραφεί
μόνο εν μέρει από την κριτική[3].
Στα καταστατικά
στοιχεία αυτού του μοντέλου συγκαταλέγονται τα ακόλουθα: Ο ρυθμός, ο οποίος
εξασφαλίζεται χάρη στις τετράστιχες στροφές και στους συχνούς και, σε αρκετές
περιπτώσεις, απροσδόκητους διασκελισμούς. Η αδιάπτωτη επέκταση του ποιήματος
μέσω συμβατών και τις περισσότερες φορές ασύμβατων προσθηκών, ώστε να προκύπτει
ένα γραμμικό κολλάζ, ένα προσαυξητικό και ψευδοαφηγηματικό ύφος, όπου ο λόγος
ξεδιπλώνεται με διαδοχικές προωθήσεις. Το χιούμορ, η παιγνιώδης ή παραμυθική
διάθεση που δημιουργούν μία συνάφεια με την Ποίηση Χωρίς Νόημα, τη Nonsense Poetry. Ο
μεταγλωσσοκεντρισμός και οι μέθοδοί του, οι οποίες στρέφουν την προσοχή στην
υπονόμευση της αφηγηματικότητας, ώστε να υπενθυμίζουν διαρκώς ότι ζητούμενα
παραμένουν η γλώσσα, η καταστροφή και η επανασύστασή της. Το πλήθος των
πληροφοριών, που αντιστοιχεί στη σύγχρονη μιντιακή κατάσταση. Τέλος, η πολιτική
διάσταση, η οποία δεν συνδέεται τόσο με τις διάσπαρτες και προφανείς πολιτικές
αναφορές όσο με τη διαμόρφωση, όπως από τους πρώτους παρατήρησε ο Κώστας
Βούλγαρης, ενός τύπου κοινωνικής ποίησης.
Ο συγκεκριμένος
τύπος χαρακτηρίζεται από τη διαλογική γλώσσα, και ας χρέωνε ο Μπαχτίν στην
ποίηση τη μονολογικότητα. Ο λόγος αντιπροσωπεύει εδώ μία συλλογική εκδήλωση,
χάρη στην προφορική ποιότητά του και χάρη στην εκμετάλλευση του εύρους των
σύγχρονων ιδιωτικών και δημόσιων ομιλιών, οι οποίες φέρουν ποικίλους
κοινωνικούς ρόλους. Ενώ λοιπόν το υποκείμενο απαλείφεται, υποκειμενοποιείται ο
λόγος, συνιστώντας την καθαρότερη προσωποποίηση. Εάν δηλαδή η προσωποποίηση
εντοπίζεται εκεί όπου κάθε τι μη ανθρώπινο εμφανίζει ανθρώπινες ιδιότητες, η
καθαρότερη προσωποποίηση έγκειται στον ίδιο τον λόγο που μιλά. Απαλλαγμένη από
τα οντολογικά και τα υπερβατικά κατηγορήματα η γλώσσα μετατρέπεται ξανά σε
κοινωνική πρακτική, μίας όμως δυνητικής κοινωνίας, αφού διαπερνάται από την
καρναβαλική και ερωτική ευφορία. Συνακόλουθα, ο λόγος ανακτά την αναφορικότητά
του, καθώς επιστρέφει στην πραγματικότητα, για να την αποδιαρθρώσει και να την
αναδιοργανώσει. Η κοινωνική και πολιτική ποίηση του Νάνου Βαλαωρίτη, στην
τελευταία περίοδο των συλλογών του, ισοδυναμεί συνεπώς με ανθρωπιστική διόρθωση
της πραγματικότητας και με επαναμαγευμένη παραλλαγή της.
Όταν τον ρωτούσα ποιους σύγχρονους έλληνες ποιητές ξεχωρίζει, ο
Βαλαωρίτης ξεκινούσε με τον Ντίνο Σιώτη και τις περισσότερες φορές δεν συνέχιζε
την απαρίθμηση. Στο σπίτι του έβρισκα τετράδια με ποιήματα του Σιώτη που
προορίζονταν για νέες συλλογές και τα είχε εμπιστευθεί στον Βαλαωρίτη, ζητώντας
του να κάνει το ξεδιάλεγμα. Η σχέση τους μου θυμίζει τον Έλιοτ με τον Πάουντ,
γιατί επιπλέον η τέχνη τους παρουσιάζει κοινά στοιχεία. Στην κρεβατοκάμαρα,
όπου ο Νάνος Βαλαωρίτης αποσύρθηκε τους τελευταίους του μήνες, εξαιτίας της
αδυναμίας του, υπήρχαν επάνω σε μία στοίβα από βιβλία τα τετράδια σπειράλ με τα
ποιήματα για ένα πολυσέλιδο βιβλίο, το οποίο χωριζόταν σε τρία μέρη. Το είχε
στείλει για έκδοση όμως η διαδικασία δεν προχώρησε. Αυτή η ανέκδοτη ακόμη
συλλογή σφραγίζει την τελευταία περίοδο των ποιητικών βιβλίων του,
συμπληρώνοντας ακριβέστερα το μεγάλο υποθετικό του ποίημα.
[1] Η
μετάφραση είναι του Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, τόμ. Α΄, Ίκαρος
1984, 144.
[2] Για
τη περιοδολόγηση βλ. Παναγιώτης Βούζης, «Νάνος Βαλαωρίτης: “Οι λύκοι ορθώνονται
στα πισινά τους πόδια κρατώντας μαχαίρια στα μυτερά τους δόντια…”», Poetix, τεύχος 9, Άνοιξη
– Καλοκαίρι 2013, 214.
[3] Στις
λίγες πρόσφατες εργασίες για την ποίηση του Βαλαωρίτη πρέπει να συναριθμηθεί το
βιβλίο του Πέτρου Γκολίτση Από τις αφετηρίες στην ολοκλήρωση του
μοντερνισμού: Ο Νάνος Βαλαωρίτης (Μια κριτική αποτίμηση του ποιητικού
του έργου), εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου