A sept ans, il
faisait des romans, sur la vie
Du
grand désert, où luit la Liberté ravie
Α. Rimbaud
Καταιγίδα πλένοντας
γρέζια στο αίμα
χίλια
εννιακόσια ενενήντα ένα
ο ήλιος παίζοντας
μες στα μάτια κυλώντας
πότε στο
κόκκινο πότε στο μαύρο
μυρμηγκιασμένες
λεωφόρους φωτίζοντας θάβοντας
μι’ ανύπαρκτη
ελευθερία
οι εννιάχρονοι
ποιητές με φωνή από στάχτη
ψηλαφούν τη
δική τους μορφή σωριασμένη
συντρίμμια συμβόλων
πετρέλαιο στα μάτια
[descendez les flics camarades
descendez
les flics]
πλήθος που
προσπερνά
κούκλες του Soho και του Manhattan
περιφερόμενα
φαντάσματα ποιητών του Παρισιού
σηκώστε αυτό
το πτώμα από το κέντρο της Αθήνας
[άνεργο πρόσωπο σε μελαγχολική πυρκαγιά
Τέο
Σαλαπασίδη,
αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη,
έλα να γίνουμε φίλοι]
σωριασμένος γύρω του να κινούνται
μορφές στο αλκοόλ γέλια
δώστε του έναν
ασκό νοήματος να πιει να γελάσει
το γέλιο των
ηττημένων
μ’ αίσθηση
θριάμβου του δύο χιλιάδες
στηρίχθηκε στα
θεμέλια του ογδόντα κι έπεσε
δευτερόλεπτα
γυρνώντας στον Γενάρη του ’91
οι δρόμοι της
Αθήνας στην εκδίκηση να σαστίζουν
μ’ ένα
στειλιάρι στο κεφάλι είχε φύγει η ζωή
νυχτώνοντας κομμάτι
θυμού φλεγόμενη πόλη
[descendez les flics camarades
descendez
les flics]
ραγισματιές αίμα
κι ο νεαρός θάνατος
αγνώστων
στοιχείων
διψώντας για
σφαίρες στον ουρανό
[fire on the
trained bears of the social democracy
μεταφράζει ο cummings το «Κόκκινο Μέτωπο» του Aragon
κι έχει περάσει
όσος χρόνος χρειάζεται
για να ηχεί ο
στίχος θλιβερός και γελοίος]
ένστολοι της ασφάλειας σκουπίζουν
τις στάχτες
του εμπορικού
καθρεφτίζονταν
κάποτε σε τζάμια ψυχρά
όμορφα
κορίτσια
κι άλλαζαν όψη
κι οι εννιάχρονοι ποιητές
μη γνωρίζοντας
πως χρόνια μετά
τα μάτια τους θα
βουλιάζουν
στη βιτρίνα της
μνήμης ζητώντας
ένα χέρι ξυράφι
του χρόνου να κόψει
το παγωμένο βλέμμα
απ’ την αρχή
του στη μέση το ποίημα
Αλέξανδρος Μηλιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου