ενιαίος
κοινωνικός και πολιτισμικός χώρος
ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΣΒΙΚΗ
Μύθος ή
πραγματικότητα;
Η ευρύτατη χρήση του όρου «Ευρωπαϊκή Ιστορία»,
με δεδομένη την γεωγραφική πολυμορφία που εμφανίζει η ήπειρος και την τεράστια
διαφοροποίηση των εξελίξεων ανά περιοχή, σε ιστορικό, οικονομικό και
κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, ευλόγως μεθερμηνεύεται ως σαφές δείγμα μιας
πανευρωπαϊκής προσπάθειας εγκόλπωσης της θεωρίας ότι η Ευρώπη απετέλεσε και
αποτελεί ενιαίο κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο. Στον αντίποδα αυτής της
εξωραϊσμένης, εξωτερικής εικόνας, της οποίας υπεραμύνεται η Ευρώπη στις σχέσεις
της με τον υπόλοιπο κόσμο, βρίσκονται οι εσωτερικές της εκφάνσεις, όπου
καταδεικνύεται ο κατακερματισμός της υποτιθέμενης ολότητας και οι εντάσεις που
προκύπτουν από την μη αποδοχή της πολυποικιλλότητας αυτής.
Ένας από τους κύριους διανοητές που
υπερθεματίζει της ευρωπαϊκής ενότητας και της απορρέουσας εξ αυτής «ευρωπαϊκής
ταυτότητας», ο γάλλος Πολ Βαλερύ στο δοκιμιακό του έργο (στα ελληνικά με τον
τίτλο Για την Ευρώπη, για τον Πολιτισμό)
παρουσιάζει το τριαδικό σχήμα, ρωμαϊκή αυτοκρατορία-χριστιανισμός-ελληνικό
πνεύμα, ως αντιπροσωπευτικό της διάρθρωσης των επιμέρους δομών της ευρωπαϊκής
συλλογικότητας. Στο τριαδικό αυτό σχήμα συγκλίνει όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή
διανόηση και όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα των ευρωπαϊκών κρατών. Ένα βασικό
ερώτημα που ανακύπτει είναι, πότε
εντοπίζεται ιστορικά και πώς προκύπτει αυτή η σύγκλιση
Από τον 15ο αιώνα, όταν η
Μεταρρύθμιση και η Αναγέννηση αποδεσμεύουν την ευρωπαϊκή ελίτ από την παράδοση
και, μέσω της εκκοσμικευμένης αντίληψης του κόσμου που εισηγούνται, θέτουν τα
θεμέλια της νεωτερικότητας, αρχίζει η συγκρότηση μιας συλλογικής ταυτότητας, με
την έννοια του μοντέρνου υποκειμένου και σε σχέση πάντα με την ετερότητα του
υπόλοιπου κόσμου. Η ευρωπαϊκή αυτή ταυτότητα συνιστά μοντέρνα μορφή συνείδησης,
θεμελιωμένης στον ορθό λόγο, στην επιστήμη, στις πολιτικές ελευθερίες, στην
βιομηχανική επανάσταση αργότερα, που βάσει αυτών των επιτευγμάτων της, αλλά και
του κοινού παρελθόντος της, θεωρεί εαυτόν ανώτερο από κάθε είδους ετερότητα. Ως
αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, στον όρο «Ευρώπη» συρρικνώνεται η διάσταση
του γεωγραφικού προσδιορισμού και υπερτονίζεται η ιδεολογική και πολιτιστική
διάσταση που την ταυτίζει τελικά με την λέξη «πολιτισμός». Συνακόλουθο της
ταύτισης, είναι η κατηγοριοποίηση του μη ευρωπαίου ως απολίτιστου, πρωτόγονου,
συλλήβδην βάρβαρου, και προκύπτον χρέος του ευρωπαίου, ο εκπολιτισμός του μέσα
από την μετάδοση των επιτευγμάτων του, θέση που εκφράζεται εναργέστατα στον γνωστό ύμνο της
αποικιοκρατίας, Το χρέος του λευκού ανθρώπου (The burden of the white
man), του P. Κίπλινγκ.
Η ιδεολογική αυτή κατασκευή της ευρωπαϊκής
ταυτότητας και υπεροχής, ενώ εκκινείται από την νεωτερικότητα και, συνεπώς,
στηρίχτηκε στην αμφισβήτηση της παραδοσιακής (θρησκευτικής) καθεστηκυίας τάξης
του κόσμου, όταν εξελίχτηκε σε κυρίαρχη άποψη απεμπόλησε την αμφισβήτηση και προχώρησε
στη φυσιοποίηση, επέβαλε δηλ. την ανωτερότητά της ως οριζόμενη από την φύση σε
τέτοιο βαθμό που κατέληξε σχεδόν φονταμενταλιστική, εφ’ όσον θεωρεί ότι πρέπει
να επιβληθεί σε όλους ως «εκπολιτισμός». Παρ’ όλο όμως το θεωρητικό οπλοστάσιό
της, με το οποίο και κατάφερε –στηριζόμενη σε ψήγματα ιστορικής αλήθειας– να
διηγηθεί τον κόσμο ευρωκεντρικά, παρουσιάζει εξ αρχής εγγενείς αντιφάσεις, σε
τέτοιο βαθμό, που ακόμα και η επίμονη και επίμοχθη πορεία ευρωπαϊκής σύγκλισης
των τελευταίων εβδομήντα περίπου χρόνων, με τα, ομολογουμένως, εντυπωσιακά
αποτελέσματά της, δεν κατάφερε να ομαλοποιήσει.
Η πρώτη αντίφαση εντοπίζεται στο επίπεδο της
κοινωνικής διαστρωμάτωσης διότι, μόνο η ανώτερη τάξη-διανόηση (ο Homo Europeous
του Βαλερύ), έχοντας συνείδηση των αλλαγών, είναι φορέας της νεωτερικότητας και
έχει την ικανότητα της εννοιολόγησης, επομένως και της ιδεολογικής κατασκευής
της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αντίθετα, η κατώτερη τάξη, τα «απομεινάρια του
παλιού κόσμου» όπως την χαρακτήριζαν οι γάλλοι διανοούμενοι, δεν έχει συνείδηση
των αλλαγών ούτε την δυνατότητα συγκρότησης ταυτότητας, άλλης πέρας από την
προερχόμενη από την εμπειρία. Κατά συνέπεια, ο απλός ευρωπαίος, και κατά το
παρελθόν και σήμερα, ελάχιστα αισθάνεται μέλος μιας ευρύτερης κοινότητας που
δεν υπόκειται στην εμπειρική του γνώση, και κατ’ επέκταση, ελάχιστα είναι
διατεθειμένος να εναρμονιστεί και να συμπλεύσει με την κοινότητα αυτή.
H δεύτερη
αντίφαση άπτεται της γεωγραφικής οντότητας, και απαιτεί να αντιληφθούμε π.χ τα
Βαλκάνια ή την Ρωσία, με την δεδομένη ιδιομορφολογία, ως τμήμα της Ευρώπης,
όπως ακριβώς αντιλαμβανόμαστε την Γαλλία και την Αγγλία, τις χώρες που
αναδείχτηκαν κινητήριες δυνάμεις του ιστορικού μετασχηματισμού του κόσμου και
ηγετική πρωτοπορία παγκοσμίως, αφού, για αιώνες, όλες οι αλλαγές εκκινούσαν από
εκεί.
Η γεωγραφική οντότητα συνδέεται
επίσης με μια τρίτη αντίφαση, το εμβληματικό στο ένδον της Ευρώπης ιδεολόγημα περί πολιτισμικής «ανωτερότητας» των δυτικών
και βόρειων Ευρωπαίων, και αντίστοιχης «κατωτερότητας» όσων ανήκουν τόσο στην
«Ανατολή» (με τη γεωγραφική, αλλά και πολιτική σημασία του όρου), όσο και στον
Νότο (με την οικονομική, εκτός της γεωγραφικής του, σημασία).
Ενδυναμώνοντας τις προαναφερθείσες αντιφάσεις,
η ίδια η τάση της ιστορικής εξέλιξης εναντιώνεται στον σχηματισμό μιας
συγκεκριμένης ευρωπαϊκής ταυτότητας, αφού η διαδικασία δημιουργίας εθνικών
ταυτοτήτων, που έλαβε χώρα στην ήπειρο τους δύο τελευταίους αιώνες, ενεργοποιεί
ισχυρότατες διασπαστικές δυνάμεις. Η τελευταία τριακονταετία μάλιστα, που
σηματοδοτήθηκε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και συμπαρέσυρε όλες
τις χώρες του «ανατολικού μπλοκ», επανέφερε στο προσκήνιο τις διασπαστικές
αυτές δυνάμεις, οι οποίες είχαν αναδιπλωθεί με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου και την παγίωση των διαχωριστικών γραμμών του ψυχρού πολέμου.
Αποτέλεσμα των πολιτικοκοινωνικών ανακατατάξεων, υπήρξαν νέες εθνογενετικές
διαδικασίες που δημιούργησαν ή έφεραν στην επιφάνεια αντιπαλότητες και
μετέτρεψαν σε πολεμικά θέρετρα πολλές ευρωπαϊκές περιοχές του «σιδηρού
παραπετάσματος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, και άμεσα αφορόν τα καθ’ ημάς, ο
διαμελισμός του ομόσπονδου κράτους της Γιουγκοσλαβίας,
με ωστικά κύματα που διατηρούν αμείωτη την έντασή τους στο σήμερα και
διαμορφώνουν τις εξελίξεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, τόσο των άλλοτε
σοσιαλιστικών δημοκρατιών, όσο και των όμορων χωρών ( συμπεριλαμβανομένης και
της χώρας μας).
Προς
επίρρωση και τεκμηρίωση των ανωτέρω προσεγγίσεων, η εξελισσόμενη οικονομική
κρίση απειλεί να κατακρημνίσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και αναδεικνύει τις
δυσκολίες συγκρότησης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας εδραζόμενης στη συνείδηση της
κοινής πορείας και της κοινής μοίρας των λαών της Ευρώπης. Οι διαμαρτυρίες των
πολιτών των πλουσιότερων χωρών της Ε.Ε για το κόστος της βοήθειας προς τις
φτωχότερες, και των πολιτών των λιγότερο ανεπτυγμένων για την έλλειψη
αλληλεγγύης από τους ισχυρότερους στην προσπάθεια αντιμετώπισης των οικονομικών
προβλημάτων τους και την αναλγησία των επιβαλλόμενων από αυτούς μέτρων, καθιστά
σαφές ότι οι ευρωπαίοι πολίτες δεν διαθέτουν μια ισχυρή αίσθηση κοινότητας
συμφερόντων, και συνεπώς μια πραγματική αλληλεγγύη για την αντιμετώπιση της.
Και ενώ εύλογα αναμένεται να καταδειχθεί ως
κύρια αφετηρία των φυγόκεντρων αυτών δυνάμεων η πολιτική διγλωσσία, που από την
μια θεωρητικολογεί για το ενωτικό όραμα και από την άλλη λαμβάνει αποφάσεις εις
βάρος των αδυνάτων που δυναμιτίζουν τα θεμέλιά του, εκπλήσσει συχνά και η στάση
της πνευματικής ελίτ, που ανερυθρίαστα προκρίνει την ιστορική αφήγηση του
ισχυρού, και μετατρέπει τον επιστημονικό λόγο σε προπαγάνδα. Ενδεικτική
περίπτωση το Μουσείο της Ευρώπης στις Βρυξέλλες, που σχεδιάστηκε ως ισχυρό
παιδευτικό εργαλείο σμιλέματος του ευρωπαίου πολίτη, και κατέληξε κονίστρα των
εθνών, όταν ο διευθυντής της επιστημονικής
επιτροπής του, Ελί Μπαρναβί, αποφάσισε να «αρχίσει» την ευρωπαϊκή
ιστορία το 800 μ.Χ., με την στέψη του Καρλομάγνου. Το γεγονός μάλιστα ότι
τελικά, μετά από έντονες διαμαρτυρίες ατόμων και συλλογικοτήτων (η Αρβελέρ
γράφει το μοναδικό της βιβλίο στην αγγλική γλώσσα The making of Europe και το
αποστέλλει σε όλους τους ευρωβουλευτές), το «Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας» (House of European History)
εξέκλινε τόσο του στόχου του, ώστε η έκθεση να
ξεκινάει στον πρώτο όροφο με τον αρχαίο μύθο για την ονοματοθεσία της ηπείρου
και αμέσως μετά ο επισκέπτης να οδηγείται στον 19ο αιώνα, με εστίαση στην
Βιομηχανική Επανάσταση και στους Ναπολεόντειους Πολέμους, καταδεικνύει εμφατικά
την αδυναμία των ευρωπαϊκών χωρών να υιοθετήσουν και την ελάχιστη, έστω, κοινή
οπτική, στην αφήγηση τού, θεωρητικά, κοινού τους παρελθόντος.
Παρ’
όλα ταύτα, στο πλαίσιο μιας ολιστικής προσέγγισης του θέματος, οφείλουμε να
επανέλθουμε στον προαναφερθέντα βαθμό σύγκλισης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που
χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου
και που είναι εξαιρετικά
απροσδόκητος. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη ήταν διαιρεμένη
ανάμεσα στην Ανατολική Ευρώπη των αριστερών αυταρχικών καθεστώτων, στη Νότια
Ευρώπη των δεξιών δικτατοριών, ενώ ακόμη και στη δημοκρατική Ευρώπη ήταν
εμφανείς βαθιές διαφορές ανάμεσα στις χώρες της βόρειας ακτής της Μεσογείου,
όπως η Γαλλία ή η Ιταλία αφενός, και τις σκανδιναβικές κοινωνικές δημοκρατίες
αφετέρου. Σήμερα, η ειρήνη μοιάζει παγιωμένη, ακόμη και στην βαλκανική
«πυριτιδαποθήκη» της ηπείρου, τα σύνορα-όρια στην μετακίνηση ανθρώπων και
αγαθών έχουν σχεδόν εξαλειφθεί, η νομισματική ένωση είναι γεγονός, ενώ η
μακρόχρονη λειτουργία των κάθε είδους θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε
συνδυασμό με την ευμεγέθη «εκπαιδευτική» κινητικότητα των νέων ανθρώπων,
συντείνουν στη διασαφήνιση και παγίωση της έννοιας του ευρωπαίου πολίτη.
Η νέα
αυτή πραγματικότητα, συνδυαζόμενη με την παγκοσμιοποίηση, αρχίζει να δημιουργεί
μια αίσθηση μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, όχι κοινής ταυτότητας βεβαίως, αλλά
μεγαλύτερης διαφοροποίησης από τους κατοίκους άλλων περιοχών, καθώς και
διάκρισης των ευρωπαϊκών θεσμών και του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής από τους
αντίστοιχους αντίπαλων πλούσιων χωρών, ειδικά των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα διαφοροποίησης και διάκρισης, που χρησιμοποιούν φιλόσοφοι και
ειδικοί αναλυτές, αποτελεί η διαπίστωση ότι, από την εποχή του θριάμβου της
νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας μεταξύ των κυβερνήσεων, η Ευρώπη μάχεται να
παραμείνει πιστή σε μια ιδιαίτερη εκδοχή (ή εκδοχές) του κοινωνικού
καπιταλισμού ή της κοινωνικής πρόνοιας, που δεν έχουν γίνει αντικείμενα τόσο
αποτελεσματικής υπεράσπισης πουθενά αλλού παγκοσμίως.
Η
διελκυστίνδα όμως μεταξύ των δύο θέσεων (συνεπώς και το δίλημμα του τίτλου
αυτού του κειμένου) παύει ίσως να έχει νόημα αν, αποποιούμενοι επί της ουσίας
τον ευρωκεντρισμό μας, μεταφερθούμε από το ευρωπαϊκό σκηνικό στο παγκόσμιο και
συνειδητοποιήσουμε τη συρρίκνωση που έχει υποστεί εφ’ όλης της ύλης η άλλοτε
διαβόητη και κραταιά ήπειρος, έχοντας από καιρό πάψει να αποτελεί αφετηρία και
προορισμό των εξελίξεων. Η αποτύπωση και αποτίμηση του φαινομένου από τον Π.
Κονδύλη είναι εξαιρετική και η οποιαδήποτε παρέμβαση θα αποτελούσε «ύβρι»:
«Η
περίφημη ρήση του Hegel, ότι η κουκουβάγια, το πουλί της γνώσης και της σοφίας,
πετά το σούρουπο, έρχεται αναγκαία στον νου όποιου ζητά σήμερα να εποπτεύσει
τους ευρωπαϊκούς Νέους Χρόνους. Η συνολική εποπτεία καθίσταται τώρα δυνατή
ακριβώς επειδή οι ευρωπαϊκοί Νέοι Χρόνοι εισήλθαν στο ιστορικό τους λυκόφως και
κλείνουν τον κύκλο τους απορροφώμενοι από την πλανητική εποχή, την οποία
εγκαινίασαν οι ίδιοι με τις μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις του 15ου και του
16ου αιώνα. Καθώς έχουμε μπροστά στα μάτια μας ένα τετελεσμένο φαινόμενο και
έναν απαρτισμένο κύκλο, βρισκόμαστε σε προνομιακή θέση προκειμένου να
αποτιμήσουμε τα ειδοποιά γνωρίσματα αυτής της εποχής και αυτού του πολιτισμού,
του οποίου η αντικειμενικά εξέχουσα σημασία έγκειται –πέρα από κάθε αξιολογία–
στο ότι αποδέσμευσε τις δυνάμεις που ενοποίησαν τον πλανήτη σε βαθμό ασύλληπτο προτύτερα. Η πλανητική ιστορία καταπίνει τη γενεσιουργό
της, την ευρωπαϊκή ιστορία».
Helmut Middendorf, Χωρίς τίτλο (Red Bull), 2013- 14, κολάζ, 49 x 38,5 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου