25/5/19

Η Ελένη του Γιάννη Ρίτσου

από τον Δήμο Αβδελιώδη στο Μπάγκειον

ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ

                                                 Γιατί τα τραβήσαμε όλα αυτά; Γι αυτήνη την πατρίδα
                                                                                                                            (Μακρυγιάννης)
Σαν παρτιτούρα
Helmut Middendorf, Χωρίς τίτλο (Aspirin),
2010,
κολάζ, 66 x 37,5 εκ.
Γιάννης Ρίτσος· γεννήθηκε στη Μονεμβασιά, την 1η  Μαΐου του 1909 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Ήταν γόνος παλιάς αρχοντικής οικογένειας που κακοτύχησε. Έγραφε ποιήματα, ζωγράφιζε, έπαιζε πιάνο. Ήταν ηθοποιός και χορευτής. Το έργο του είναι σημαδεμένο από την πολυτάραχη ζωή του· προσωπικές και οικογενειακές περιπέτειες, οικονομικές δυσκολίες και ασθένειες, τραυματικές εμπειρίες και εξορίες. 
Στο Μπάγκειον παίχτηκε η Ελένη του σε διδασκαλία του Δήμου Αβδελιώδη. Πρόκειται για μια «ελεγεία», με την οποία ο Ρίτσος θα «μιλήσει ποιητικά, αλλά ολοκάθαρα ρεαλιστικά, για μια ριζική αλλαγή πορείας του ανθρώπου και την αναζήτηση μιας νέας συνειδητής ταυτότητας, που αναγνωρίζει τη ζωή και την ύπαρξη σαν ανεπανάληπτο θαύμα» (Από το Πρόγραμμα). 
Είναι η εποχή της Τέταρτης διάστασης που ο Ρίτσος σαν ηθοποιός βυθίζεται στο χρόνο και ασκεί κριτική σε όλους, σε όλα και στον εαυτό του. Γράφτηκε στο Καρλόβασι της Σάμου το 1970. Με τα προσωπεία που του δανείζουν η  ηρωίδα της Σονάτας του Σεληνόφωτος, η Ισμήνη, η Χρυσόθεμις, ο Ορέστης, η Ελένη  αναθεωρεί κάθε παλιά ιδεολογία, θέσεις και απόψεις. Η Ελένη, αυτό το «ογκώδες άσκοπο», γράφτηκε για να εξωτερικεύσει την  πικρία του κι ενώ ήταν πάλι άρρωστος από τη φυματίωση που είχε υποτροπιάσει.
Η Ελένη του Ρίτσου είναι γριά, άσχημη, καμπουριασμένη και ετοιμοθάνατη στο κρεβάτι. Η Ελένη του  Δήμου Αβδελιώδη, η Βερόνικα Αργέντζη που την υποδύεται,  είναι νέα, ωραία, καλλονή, σαν την Ελένη που ερωτεύτηκε ο Πάρις, αυτή που έβλεπαν οι γέροντες,  πάνω στα τείχη της Τροίας και καλοτύχιζαν την τύχη τους που την έβλεπαν· τέτοια γυναίκα!

Ο ποδήρης, λευκός, πτυχωτός χιτώνας, της  προσδίδει εικόνα Καρυάτιδας ή κίονα που ζωντάνεψε και κατέβηκε από τον Παρθενώνα και περπάτησε, με γυμνό πέλμα, ελαφρά, ιεροτελεστικά· όπως τα αγάλματα  που «Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι / βγαίνουν … προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα» («Ο τόπος μας»). Γιατί και «τα αγάλματα έχουν ψυχή», καθώς λέει ο ομόθυμος Σεφέρης. Το λαμπερό στεφάνι στο μέτωπό της, σαν κορώνα αγίων και ελέω Θεού αυτοκρατόρων, εκτός από  τη θεία φώτιση, εδώ, μοιάζει με κατάλοιπο παλιάς αίγλης, εξουσίας και ματαιοδοξίας, κατάλοιπο και ύστερης γνώσης σημάδι.
Έτσι σοφή που έγινε με τόση πείρα η Ελένη, σαν τον Κωνσταντίνο Καβάφη, ήδη θα το κατάλαβε τι κούφια λόγια ήτανε αυτά τα μεγαλεία.   
Ο φωτισμός χαμηλός, σύννεφα τρέχουν στον ουρανό. Ο φθαρμένος καθρέφτης, πίσω της, αναπαράγει το είδωλό της κι έτσι συμφύρεται μέσα στη θολή εικόνα, η Ελένη, με το άγαλμα, την Καρυάτιδα, τα αρχαία και τα σύγχρονα δεινά, ο χρόνος παρελθών και ο χρόνος παρών. 
Από την παράσταση του Αβδελιώδη λείπει το βωβό πρόσωπο που δίνει στην «Ελένη» το έναυσμα της αφήγησης. Είναι όμως οι θεατές στο κοίλον το πολλαπλάσιο εκείνου που παίζουν αυτό τον ρόλο. Όσο για το ντεκόρ, το εξασφαλίζει, στον απόλυτο βαθμό,  το καταρρέον Μπάγκειον, ιδεώδες σκηνικό για να στεγάσει ένα τέτοιο έργο, το πάλαι ποτέ μεγαλοπρεπές οικοδόμημα του Τσίλερ, στην Πλατεία Ομονοίας, που και αυτή τώρα πια έχει χάσει το δικό της μεγαλείο. Θα έλεγε, μάλιστα, κανείς πως αυτό έβλεπε ο Ρίτσος και περιέγραφε το σπίτι της Ελένης:
τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος…. σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες… Η μια τους έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους, να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται … και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου.
Το σπίτι είναι ο  ξεφτισμένος κόσμος της Ελένης και η φωνή της βγαίνει από τα έγκατα του σώματος, από τα έγκατα του μύθου και της ιστορίας, με  τη φριχτή συνειδητοποίηση της ματαιότητας των πάντων. Όλα είναι μάταια, μόνο η ζωή είναι μέγα αγαθό και πρώτο:
Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες, θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς.
Και φτάνουμε στο κύριο χαρακτηριστικό της διδασκαλίας του Αβδελιώδη που είναι η εκφορά του λόγου.
Ο σκηνικός χρόνος ρέει αμείλικτα, λέει ο Αβδελιώδης, και υπακούει σε μια δραματουργική λογική, σύμφωνα με την οποία η κάθε λέξη αυτονομείται από το περιβάλλον της, αναδεικνύει το ειδικό της βάρος και ο λόγος αναπνέει  από τη μία λέξη στην άλλη, αξιοποιώντας την «ηδονική παύση», επιβάλλοντας τη «σημαίνουσα στάση», διακόπτοντας την αμείλικτη  ροή. Με αυτόν τον τρόπο, ο ηθοποιός μπαίνει στον συναισθηματικό κόσμο του ποιητή, στο εργαστήριο του, στο διάφραγμά του,  την ώρα που γεννιέται το συναίσθημα, και ταυτίζεται μαζί του.
Αυτή η ταύτιση καταδηλώθηκε, όταν άναψαν τα φώτα και το ηχηρό χειροκρότημα έσπασε την κατανυκτική σιγή, επαναφέροντας τους θεατές από το ημίφως του έργου στο σκληρό φως της σύγχρονης πραγματικότητας.

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: