ΤΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Πλησμονή
οστών, Εκδόσεις
Μελάνι, σελ. 109
Θέλοντας
να ορίσω, με ελάχιστους όρους, την ψυχική
εκείνη τάση, η οποία θέτει σε κίνηση, ως
πρώτη ευλογία, την όλη ποιητική παραγωγή
του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, θα διάλεγα τις
εξής δύο λέξεις: «αροτριώντας ακατάπαυστα».
Απαντούν μάλιστα στην επιλογική σελίδα
102 της παρούσας συλλογής. Πιστοποιούν,
φρονώ, την αμείωτη, μεταξύ άλλων, ένδον
διεργασία για: α) την αναδημιουργία ενός
φίλιου παρελθόντος, β) τη συνταύτιση με
τα ινδάλματα ενός εμφανώς στοχαστικού
βίου, γ) την προβολή των ζωτικών δεικτών
της δημιουργικής γραφής, δ) την αναβάθμιση
των γλωσσικών δυνατοτήτων αναπαράστασης
των κρίσιμων τοπίων, ε) την αναδιάταξη
των φαινομένων τριβής του εγώ με τον
Άλλον, στη μελέτη του μυστηρίου του
έρωτα, αλλά και ζ) την εξημέρωση, ει
δυνατόν, του αισθήματος θανάτου, το
οποίο, σημειωτέον, όντας εξαιρετικά
έντονο, κατισχύει των άλλων δεδομένων
στο δεύτερο μέρος της συλλογής.
Το
πρώτο μέρος φέρει τον καθόλα ενδεικτικό
τίτλο Ρέει Έρως
Αγεφύρωτος. Ενώ
το δεύτερο και τελευταίο ονομάζεται
Πάσσαλοι
Οδοδείκτες. Αμφότεροι
οι τίτλοι συνοδεύονται από προμετωπίδες
δανεισμένες από το έργο του ομολογουμένως
λησμονημένου λυρικού ποιητή, που είχε
θετικά επηρεαστεί από τον Στεφάν Μαλαρμέ
και Πολ Βαλερύ, πεζογράφου και μεταφραστή,
Απόστολου Μελαχρινού (Βράιλα Ρουμανίας
1880 – Αθήνα 22 Ιουνίου 1952). Πρόκειται,
αντιστοίχως, για τους στίχους: Γλυκιά
μου σκιά φευγατική, μορφή του πόθου λάβε
και Της
μάγας λέξης το ίχνεμα, λαχαίνει αργά
και σπάνια.
Αρκούν αμφότεροι για να κωδικοποιήσουν
την ποιητική προοπτική, όπως αποδίδεται
εδώ. Εννοώ: η (σχεδόν πάντα ανέφικτη)
διάφυλη σχέση ως ο κατ’ εξοχήν ποθούμενος
Οίκος του υποκειμένου και η τυχαιότητα
της ρηματικής Αλήθειας (ως βασανιστικό)
πεπρωμένο προκύπτουν ευθέως ως οι
σημαίνοντες κάθετοι άξονες των πλείστων
αναφορών και αυτοαναφορών.
Στο
«Τελειώνοντας ο Ιούλιος», ένα από τα
εισαγωγικά ποιήματα, τα οποία χαρακτηρίζω
ποιήματα ταυτότητας, διαβάζω τόλμη
διαιώνισης της ίασης εκείνης, που έχει
το προνόμιο να θεραπεύει τον εφιάλτη
του κενού. Λες και το Κακό θα υποχωρήσει,
αντιμετωπίζοντας το φάσμα των στίχων.
Οι εικόνες που έπονται δεν είναι τίποτε
άλλο παρά ένα καθόλα εμπράγματο ευ ζην.
Η μνήμη αναλαμβάνει στη συνέχεια το
βάρος της διατήρησης της ύπαρξης. Η
απομνημόνευση της Φύσης, το ελιξίριο
του όντος. Ήτοι: «Απομεσήμερο
των τρελαμένων τζιτζικιών /και δειλινό
με άρωμα κοντούλας, /σαν σπάει η σάρκα
της στον ουρανίσκο. /Βραχιολάκι από
κοχύλια στης μέρας τον αστράγαλο /που
ξυπόλυτη σ’ αμμούδες του χρόνου βαδίζει.
/Διάφαν’, ατάραχα, νερά των γαλάζιων
μεδουσών περβόλια υγρά. /Μελωδικός
βρυγμός στων καϊκιών τα ξύλα, /καθώς
λικνίζοντ’ απαλά στον μώλο δεμένα. /
Μονοτονία ηχητική
της δεκαοχτούρας τα χαράματα. /Σεινάμενη
κίσσα αυτάρεσκη /στ’ απόσκια των κλαδιών
της χαρουπιάς /και ξηρή του ανέμου μια
πνοή /σ’ ευκαλύπτων το φύλλωμα.
/Σπουργιτάκι τσιμπολογώντας ψίχουλα
στο τραπεζομάντηλο /κι ο γάτος παιχνιδιάρικα
να τραβάει την άκρη του. / Η
αφιασίδωτη ομορφιά μ’ ένα πράσινο
φόρεμα / στη μέση του λαβρωμένου τοπίου.
Της αγάπης».
Η απώτερη ένδειξη: «Από μικρό παιδί μου
γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα ενός
θανάτου κουκουλωμένου στα μαύρα, που
κρατά τη ζωή σαν φάκα και μας την προτείνει
ανοιχτή, με το δόλωμα της ηδονής στη
μέση. Αφήστε με να γελάσω. Κάτι άλλο
έλεγε κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και
δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας
γύρω απ’ τον ήλιο» (βλ. Οδυσσέα Ελύτη,
«Μυρίσαι το Άριστον» XVIII).
Helmut Middendorf, Χωρίς τίτλο (Idiota), 2018, ακρυλικό και κολάζ σε καμβά, 180 x 150 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου